22/7/08

Μπαμπά τρέξε!
























Θυμάσαι τότε?
Μεσημέρι, μπήκες στο σπίτι και γραπώθηκα από πάνω σου με τόση αγωνία.
Φορούσες τα ρούχα της δουλειάς. Μύριζες σίδερο και γράσο. Σ’ αγαπούσα και σε θαύμαζα τόσο πολύ!
Από το πρωί κάτι μου έλεγε πως θα μου φέρεις ένα παιχνίδι. Δεν ήταν η γιορτή μου, ούτε τα γενέθλια μου. Τα Χριστούγεννα είχαν περάσει και το Πάσχα αργούσε ακόμα πολύ.
Όμως ήμουν σίγουρη, κάτι θα μου έφερνες!
Σε έφερα γύρω-γύρω, έψαξα τις τσέπες σου, τα χέρια σου, παντού…και τελικά το βρήκα. Το είχες αφήσεις έξω από την πόρτα. Ένα μεγάλο αρκουδάκι με κόκκινο κασκόλ!

Μπαμπά,
από εχθές θέλω να σου το πω…
Μέρες το έψαχνα. Το βρήκα στην αποθήκη, θλιμμένο, αγέλαστο και αμίλητο.
Ούτε που με κοίταξε.
Και τρέμω μπαμπά! Θα φύγει για πάντα, λέει.
Φοβάμαι! Μαζί του θα πάρει και τη χαρά, και τη λαχτάρα μου! Εκείνη τη λαχτάρα που κρατάει ακόμα.
Μπαμπά μην αργείς!
Έλα να του μιλήσεις, να μείνει, να μην μ’ αφήσει!

Μπαμπά τρέξε!
Το αρκουδάκι μου κρεμάστηκε πριν λίγο στην αποθήκη! Με το σκοινί από τον κίτρινο χαρταετό που είχαμε φτιάξει μαζί το ’85…θυμάσαι μπαμπά?
Είμαι μόνη, τόσο μόνη…

Μπαμπά δεν μ’ αγαπάς πια?

2 Σχολίασαν:

Ίωνας είπε...

Νιώθω αμήχανα γιατί δεν μπορώ να καταλάβω αν με διαπερνά μια αφοπλιστικά παιδική και ειλικρινής αποτύπωση ή μια ιδιοφυής λογοτεχνική γραφή.

ΚουκουΒάγια είπε...

A ρε Ιωνά μου.
Να 'ξερα να σου απαντούσα, θα το έκανα. Ειλικρινά...
Να 'σαι καλά!