27/12/09

Γκρέις Γουίστ- ΕΠΙΣΤΟΛΗ 1η

Επιστολή προς Γκάρι Τσάλμερς






Σου είχα αρνηθεί όλα τα τόσο λίγα που μου ζητούσες Γκάρι. Γιατί είχα αποφασίσει να ζω με «κανονικό» σύντροφο. Τώρα πια τελείωσα με τους συντρόφους. Δεν μου ταιριάζουν, δεν είχαν τίποτα να μου δώσουν. Αντιθέτως. Πάντα μου έπαιρναν και ότι έπαιρναν δεν κατάφερναν να το κάνουν τίποτα.



Ο ρόλος μου με τον καθέναν απ’ αυτούς ήταν ρόλος διερεύνησης, δυστυχώς. Έτρωγα χρόνια ολόκληρα να διαπιστώνω τα μελανά, φθηνά απωθημένα που κουβαλούσαν. Σκιές από το παρελθόν και πράγματα που δεν έκαναν, γυναίκες που δεν φίλησαν, ευκαιρίες που δεν άρπαξαν, αποφάσεις που δεν πήραν, μουνιά που δεν γάμησαν…Κι έτσι, φουκαριάρικα και μίζερα νόμιζαν πως μπορούσαν να το φορτώνουν σε μένα, τη σύντροφο, με κάθε τρόπο, πάντα έμμεσο, ελαφρώς φιλοσοφικά αναλυμένο, με λίγη σάλτσα κακοτυχίας, fake αυτομαστίγωμα και πάντα με την έπαρση της αυτογνωσίας. Γιατί πολύ απλά εν μέσω όλων αυτών έκαναν την υπέρβαση και αποφάσισαν να ζήσουν συντροφικά. καταπίνοντας όλα τα ηλίθια σύνδρομα που κουβαλούσαν για διάφορους λόγους ο καθένας. Κι όλα αυτά επάνω στο κεφάλι της συντρόφου. Και πολύ της ήταν. Και βεβαίως δεν έφταιγαν αυτοί που στο τέλος τα έκαναν μούσκεμα. Αυτή, η σύντροφος έφταιγε πάντα.



Τον τελευταίο τον λάτρεψα. Τα έδωσα όλα και όχι, δεν του τα χρεώνω. Σε κανέναν τους δεν το έκανα. Αδούλευτος κι αυτός, όπως και οι άλλοι. Ανακάλυψα πολλά. Αυτό το κύριο όμως, το βασικό, το από την πρώτη εφηβεία του απωθημένο ήταν αυτό που τελικά πιστεύω πως τον κατέστρεφε και μαζί με αυτόν και τη σύντροφό του. Έτσι λοιπόν του βρήκα τη γριά πουτάνα που έψαχνε, αυτή που ήθελε να την γαμήσει και μετά να του λέει παραμύθια. Και ήταν τόσο εύκολο Γκάρι! Αναρωτιέμαι, γιατί δεν το είχε κάνει από μόνος του να τελειώνουμε μια ώρα αρχύτερα. Όπως και να ‘χει δεν με πειράζει. Αρκεί που τελείωσα με οτιδήποτε συντροφικό, έμμεσα ή άμεσα.



Στις εφτά το πρωί της Τετάρτης θα μπω στο τρένο. Το βράδυ θα είμαι εκεί. Θα σε περιμένω στις 11 στο μπαρ της Στάνλιγκτον, εκεί που ξεκίνησε το πρώτο μας πιόμα. Δεν θέλω να μου μιλήσεις για την καθημερινότητά σου, τη ζωή σου. Δεν με ενδιαφέρει τίποτα από όλα αυτά. Με ενδιαφέρεις εσύ για τις λίγες μέρες που θα κάτσω. Και μετά θα φύγω για να μπορώ να ξαναέρχομαι. Και θα είμαι όπως με ήθελες. Χωρίς τίποτα και με τα πάντα που δεν σε αφορούν. Με διαλόγους περίεργους, ακατανόητους για τους άλλους. Με το «ναι» μου εύκολο σε οτιδήποτε ζητήσεις αρκεί να μην υποβόσκει καμία δέσμευση για μετά τη «συνεύρεσή» μας στο HOTEL “Galstens”. Σε θέλω Γκάρι. Μόνο αυτό. Θέλω εσένα χωρίς τίποτα από τα παραπάνω σου. Μόνο τη σκέψη σου την δεδομένη στιγμή, τα λόγια σου μέχρι το ξημέρωμα, το κορμί σου. Και μετά τίποτα μέχρι να έρθω ξανά. Να μαδάμε την ταπετσαρία του δωματίου μετά τον έρωτα για τον έρωτα, αυτόν που τόσο μου έχει λείψει, λέγοντας άσχετες αρλούμπες για τις πολιτικές εξελίξεις στους επόμενους αιώνες και για τις καλλιτεχνικές τάσεις και την κουλτούρα των Ίνκας, εάν υπήρχαν σήμερα.



Την Τετάρτη είναι τα γενέθλια μου. Θα μου φέρεις για δώρο την υπόσχεση του τίποτα κι εγώ θα σε κεράσω ένα σοκολατένιο καθόλου, πρωινό για μετά το ξημέρωμα.



Δική σου,

Γκρέις Γουίστ

ΝΤΑΛΕ-ΚΟΥΑΛΕ...και η έπαρση ως το ταβάνι





…διότι αγαπητοί,


τι σκατά να το κάνεις το ύφος αν δεν έχεις τη χάρη?
Άντε και το παίρνεις το ύφος το «έλα χωρίς ντροπή είμαι η γυναίκα ΕΤΟΙΜΗ ΓΙΑ ΟΛΑ»…τι να το κάνεις όμως αν το ύφος σου είναι σαν αυτό των φθηνών απομιμήσεων της TRESOR ?

Περιδιαβαίνοντας σε διάφορα ιντερνετικά στέκια διαπίστωσα λοιπόν πως το μεγαλύτερο ποσοστό των νεανίδων μοστράρουν φωτογραφίες με το ίδιο στήσιμο ακριβώς!
Και αναρωτιέμαι τι σκατά γίνετε και δεν το έχω πάρει χαμπάρι.
Μα όλες την ίδια πόζα?
Ναι μωρέ, αυτή την «σηκώνω ελαφρώς το λαιμό, στρίβω το κεφάλι προς τα αριστερά, βάζω το γυαλί ηλίου, κοιτάζω την κάμερα και σουφρώνοντας τα πίτα στο lip gloss χείλη, πατάω το κουμπάκι και βγάζω φωτογραφία» (και μαζί με το μούτρο βγαίνει και το χέρι τους που τραβάει τη φωτογραφία)
Ναι.
Μοντέλο και φωτογράφος ένα πράμα.
Σκέφτομαι πως υπάρχουν χίλιες δυο πόζες που μπορεί να πάρει ένας άνθρωπος σε μια φωτογραφία. Προς τί αυτή η εμμονή με τη συγκεκριμένη?
Και δεν είναι πως έχω κάτι με την πόζα και το συγκεκριμένο ύφος.
Έχω όμως με το ύφος που ΔΕΝ έχει χάρη.
Γιατί όπως και να το κάνουμε, το στρίψιμο του κεφαλιού, ο προτεταμένος λαιμός και το ενάμισι κιλό lip gloss ΔΕΝ αρκούν.

Δείτε λίγο τι σημαίνει «παίρνω πόζα και την υπερασπίζω με την ανάλογη χάρη» και μετά σφυράτε μου!




Με αφορμή τους στίχους του TOM WAITS στο "Big in Japan".

17/12/09

Τρία χρόνια πριν…




Είχα πάει να πάρω (μάλλον) χορδές από γνωστό κατάστημα μουσικών οργάνων. Εκεί ήταν ο Κώστας μου είπε πως με τον Μάκη είχαν ήδη δουλέψει και εξακολουθούσαν επάνω στη Jazz. Ο πρώτος, μπασίστας, ο δεύτερος, ντράμερ. Είχε προκύψει λοιπόν μια πρόταση για εμφάνιση σε πλατεία της πόλης παραμονή Χριστουγέννων. Υπήρχε λίγος χρόνος για προετοιμασία κι έτσι την επομένη θα γινόταν η πρώτη πρόβα αλλά και η γνωριμία μου με τον πιανίστα. Τον Διαμαντή. Είχα ακούσει αρκετά γι αυτόν. Για το ταλέντο του, το παρελθόν του αλλά και τα πάθη του. Δεν με εντυπωσίασε κάτι από τα λεγόμενα. Ποιος άλλωστε δεν έχει ένα ταλέντο, ένα παρελθόν και έστω ένα πάθος?

Καπνίζαμε έξω από το στουντιάκι του Μάκη περιμένοντας τον πιανίστα. Η ώρα περνούσε, ήπιαμε τον καφέ μας, ανοίξαμε το κρασί, πουθενά ο πιανίστας. Καμιά ώρα μετά τον ακούσαμε να έρχεται, αργά, σταθερά. Είχε ένα σχεδόν τελειωμένο τσιγάρο στο στόμα, φορούσε ένα μαύρο ημίπαλτο, πουλόβερ σκούρο μπλε και κρατούσε ένα μικρό μπουκάλι εμφιαλωμένο νερό. Έμοιαζε 45άρης. Συστηθήκαμε, ο Κώστας πήγε να κουρδίσει το μπάσο του, ο Μάκης να ρυθμίσει τα τομ και να βρει τα σκουπάκια του. Κάπου είχαν ξεπέσει ανάμεσα σε καλώδια, αναλόγια, βάσεις κιθάρας…Εγώ με τον Διαμαντή μείναμε έξω να καπνίζουμε. Μιλούσαμε για διάφορα, μου είπε να δουλέψουμε κάποια κομμάτια του, μάλλον θα μου ταίριαζαν, είπε, κι ας μη με είχε ακούσει ακόμα (!). Μιλήσαμε και για την Αθήνα, πατρίδα και των δυο μας. Μας έλειπε εξίσου εκείνες τις μέρες.

Η πρόβα ξεκίνησε. Όλοι άνετοι εκτός από μένα. Όχι, δεν ήταν περίεργο. Εγώ ήμουν πάντα η περίεργη που πάντα είχα ενστάσεις και δισταγμό για το αποτέλεσμα, κυρίως αυτού που αφορούσε εμένα. Τη φωνή. Ξενόγλωσσο και jazz υλικό πρώτη φορά δούλευα. Και οι τρεις τους όμως μια χαρά με στήριζαν. Ακόμα και ο Διαμαντής, που δεν με ήξερε κι από χθες. Απλά αυτός ήταν λίγο ιδιαίτερος. Έδειχνε πάντα αδιάφορος. Τα είχε όλα εύκολα. Ακόμα και τους δυο-τρεις τόνους πάνω στη φωνή μου. Και είχε και δίκιο ο άτιμος! Έπινε πάντα από το πλαστικό μπουκαλάκι, για το οποίο χρειάστηκα 3-4 πρόβες ώστε να καταλάβω πως αντί για νερό είχε τσίπουρο. Το «φάρμακο» όπως έλεγε. Είτε η πρόβα ήταν πρωί, είτε βράδυ, ο Διαμαντής έπινε από το «φάρμακό». Άλλες φορές ευδιάθετος άλλες αμίλητος, τις περισσότερος με μια βαθιά, υγρή μελαγχολία στα μάτια και μια χλομιασμένη κούραση στο πρόσωπό του. Δεν ήξερα πώς να νιώσω γι αυτόν.

Η μέρα της συναυλίας έφτασε. Μέσα στον ήλιο η πόλη και απέναντι από την πλατεία η θάλασσα να λαμπιρίζει κάνοντας κόντρα με τα λαμπιόνια στις κολώνες και στα δέντρα γύρω στα πεζοδρόμια. Όλος ο κόσμος πήγαινε κι ερχόταν με σκούφους, κασκόλ και πολύχρωμες σακούλες στα χέρια. Πιτσιρίκια με στριφογυριστά γλειφιτζούρια κοντοστέκονταν μπροστά στα τεράστια ηχεία, μια κοιτούσαν αυτά, μια το καρουζέλ τραβώντας τα παλτά της μαμάς τους: «Μαμά!!! Να κάνω?» Έφτασα στην πλατεία με διάθεση υπέροχη. Άγχος, ανασφάλεια μηδέν. Με είχε τόσο συνεπάρει η ατμόσφαιρα, η ζεστασιά και η λαμπρότητα του ήλιου εκείνη την παγωμένη μέρα. Παραμονή Χριστουγέννων, 12 το μεσημέρι. Πλησιάζω, ήταν όλοι εκεί, μουσικοί, ηχολήπτης. Και ο Διαμαντής με ένα χαμόγελο να σκάει μύτη από το κόκκινο κασκόλ του, δειλά, πάντα υπό την ήρεμη επίδραση του «φαρμάκου». Ήταν η πρώτη φορά που τον έβλεπα να χαμογελάει συνεχώς! Ξεκινήσαμε, τελειώσαμε, ο Διαμαντής χαμογελούσε. Το ίδιο κι εγώ, το κόκκινο καπέλο μου, το κόκκινο κασκόλ του…Το ευχαριστηθήκαμε όλοι! Πόσες φορές θα μου δοθεί η ευκαιρία να τραγουδήσω μπροστά στην αστραφτερή θάλασσα παραμονή Χριστουγέννων?

Σύντομα, μετά ένα μήνα σχεδόν βρεθήκαμε ξανά οι τέσσερις να παίζουμε σε κλειστό χώρο αυτή τη φορά. Αγαπημένος χώρος. Και πήγαν όλα πολύ καλά. Αλλά εκείνο το βράδυ ο Διαμαντής δεν χαμογελούσε. Σχεδόν δεν μας μιλούσε. Και το κόκκινο κασκόλ δεν το φορούσε. Εκείνο λοιπόν το βράδυ κατάλαβα πραγματικά τι ένιωθα γι αυτόν. Ένιωθα έναν ακατανόητο πόνο. Κι ένα φόβο όχι για τον ίδιον απέναντί μου αλλά για τη ζωή απέναντι σ’ αυτόν. Παρατήρησα πως ακόμα κι εκεί, στο μπαρ με την τεράστια ποικιλία «φαρμάκων», εκείνος προτιμούσε το δικό του, στο πλαστικό μπουκαλάκι εμφιαλωμένου. Περίμενα μέχρι τα μισά του προγράμματος, γύριζα και τον κοιτούσα μήπως κάτι είχε αλλάξει. Τίποτα. Κι αφού τελειώσαμε με όλα, τις κουβεντούλες με τον κόσμο, τα «που χάθηκες» και «πότε θα ξαναπαίξετε», ο Διαμαντής πήρε τα τσιγάρα και το πλαστικό του μπουκάλι, μας χαιρέτισε σχεδόν ανέκφραστα και έφυγε. Μετά από μέρες που έβαλα να ακούσω υλικό από πρόβες, ήρθαν όλα στο μυαλό μου. Οι κουβέντες που κάναμε για τις συνεργασίες του, τα καλαμπούρια για τις διάφορες καλλιτεχνικές «περσόνες» του παρελθόντος του, για την μητέρα του, τη γυναίκα του, τα αυτοκίνητο που είχε και έγινε βίδες μια φορά Αθήνα-Καβάλα. Μου ήρθαν στο μυαλό οι κόντρες και οι διαφωνίες μας. Η τρεμούλα και ο εκνευρισμός που μου δημιουργούσε χωρίς να το καταλαβαίνει κάθε φορά που έλεγε: «έλα μωρέ, σιγά, μια χαρά θα βγει το κομμάτι, σχεδόν έτοιμο είναι», ενώ το κομμάτι έβγαινε χάλια. Ο θαυμασμός που ένιωθα όταν ζωγράφιζε πάνω στο κλαβιέ του και όλες οι μελωδίες έμοιαζαν γι αυτόν τόσο οικίες και γνώριμες λες και ήταν συνθέσεις δικές του.

Χαθήκαμε από τότε. Τον σκεφτόμουν αραιά. Έμαθα πως είχε επιστρέψει στην Αθήνα για κάποιους μήνες. Είχε περάσει σχεδόν ένας χρόνος. Ακριβώς ένας χρόνος από την πρώτη φορά που παίξαμε μαζί με τον Διαμαντή και ένα απόγευμα χτυπάει το τηλέφωνο. Ήταν ο Σάββας, φίλος μουσικός κι αυτός. «Έχω ένα νέο για κάποιον γνωστό σου…φίλο σου…δεν ξέρω. Δυσάρεστο δυστυχώς.» Πάγωσα αλλά δεν πήγε το μυαλό μου. Κι όταν το άκουσα η παγωμάρα έγινε κάψιμο στα μάγουλα και το λαιμό μου που κατέβηκε γρήγορα προς τα κάτω, έφτασε στα χέρια μου και τα μούδιασε. Έκλεισα το τηλέφωνο. Ο Διαμαντής δεν ξύπνησε από χθες το βράδυ. Έτσι απλά, δεν ξύπνησε. Έφυγε στον ύπνό του μου είπαν. Και ήταν 20 Δεκεμβρίου του 2007. Τρία χρόνια από την πρώτη μας συνάντηση, δύο χρόνια από τώρα.

Διαμαντή, συγγνώμη ρε φίλε αν σε είχα κουράσει με την ανασφάλειά μου και το ψείρισμα της κάθε νότας, του κάθε μέτρου. Ήταν βλακεία μου. Εσύ είχες μάθει έτσι, εγώ αλλιώς. Και πάλι καλά τα καταφέραμε όμως! Και δεν μας το ‘χα! Βλέπω συχνά εκείνη την πρόσφατη φωτογραφίας σου σε κάποιο μπαλκόνι με θέα τη θάλασσα. Δεν πρόλαβα να σε ρωτήσω, νομίζω όμως πως ξέρω σε ποιο μπαλκόνι ήσουν…Άλλη όμως είναι η αγαπημένη μου φωτογραφία. Αυτή που έχεις εκείνο το μισό σου χαμόγελο. Ήταν μισό -όπως πάντα- αλλά τέτοιο που δεν θα το ξεχάσω ποτέ.




Στο πιανίστα, φίλο Διαμαντή Σιμίτα που δεν προλάβαμε να κάνουμε όσα είχαμε σκεφτεί…

11/12/09

Μεταλλάξεις









-










Ε α στα κομμάτια πια.
Που τα ‘χετε ρημάξει όλα.
Δεν φτάνει που πετάω 37 ώρες μέχρι να βρω λουλούδι σε αυτό το λιβάδι, αυτό το μοναδικό που υπάρχει είναι εντελώς μεταλλαγμένο και μάλιστα με τον χειρότερο τρόπο!
Γιατί βρε?
Τι σας έφταιξα?
Μα δεν βλέπεται την ταλαιπώρια μου? Τη θλίψη, την απελπισία μου? Τον κόπο ζωγραφισμένο στα έρμα, τα πρόωρα γερασμένα μάτια μου?
Ένα λουλουδάκι έψαχνα και μπροστά μου βρέθηκε αυτό το τέρας της φύσης! Δεν φτάνει που αντί για πέταλα έχει ολόκληρα καρότα…Τι άλλο θα δω πια η έρμη η μέλισσα!

-Όπα ρε φίλε! Για μένα λες?
-Ωχ, μιλάς κι όλας?
-Σώπα! Εδώ μιλάς εσύ!
-Μα σας παρακαλώ κύριε…
-Βρε άντε από δω που θα μας πεις και «τέρας της φύσης»! Έχεις κοιτάξει ποτέ τα μούτρα σου στον καθρέφτη? Που ‘ν’ τα πόδια σου βρε? Στα ‘φαγε η μαρμάγκα? Το κεντρί σου το είδες ποτέ που είναι σαν πινέζα φελλοπίνακα?
-Με προσβάλετε κύριε!
-Βρε ουστ από δω που σε προσβάλουμε κι όλας! Αναγκαστήκαμε και μεταλλαχτήκαμε για πάρτη σου και θα έρθεις να μας την πεις κι όλας!
-Για πάρτη μου?
-Ναι ρε, για πάρτη σου! Πάνε δες βρε την κεφάλα σου! Που σου ‘χουν φυτρώσει δυο λαγουδίσια αυτιά μέχρι εκεί πάνω!
-Μπαρδόν?
-Βρε ουστ βρεεεεεεεεεεεεεε…να χαθείς να χαθείς. Μια καλή κουβέντα δεν θα ακούσω από κανέναν!

10/12/09

"ΑΝΗΚΩ"...ρήμα πολλά υποσχόμενο





…ε κι εγώ λοιπόν προβληματίστηκα.
Δηλαδή για να Belong δικαίως σε κάτι ή σε κάποιον,
θα πρέπει αυτό το κάτι η ο κάποιος να …
make my life complete
και να …
make me feel so sweet?
Τι μου λες!
Ε τότε δεν χωράει αμφιβολία.
Δεν ανήκω ΠΟΥΘΕΝΑ και σε ΚΑΝΕΝΑN.
Ωστόσο, κάτι τέτοιο μοιάζει μοναχικό ασχέτως του ελευθεριακού του χαρακτήρα.

Α να χαθείτε, πικράθηκα πάλι!

5/12/09

Αυτά τα ΟΣΑ









Αυτά τα όσα,
που μ’ ένα νεύμα σου βαθιά αισθάνθηκα,
πλάι στο βήμα σου…


Αυτά τα όσα,
που με μια κίνηση μακριά μου χάθηκα,
κρυφά μου δάκρυσα…


Αυτά τα όσα,
που ορθά, περήφανα με πλημμυρίσανε
με τον ιδρώτα σου…


Αυτά τα όσα,
που τα καμάρωσα και σου τα θαύμασα
καινούριε μου «άγνωστε»…


Αυτά τα όσα,
νεκρά κι ακίνητα που μου τα ανέστησες
γλυκά κι ανέλπιστα…


Αυτά τα όσα,
και άλλα τόσα βαθιά σου εύχομαι!
Στο μπρος και πέρα σου,
με…..κι όπως λαχταράς
να στα επιστρέψουνε και να σε στέψουνε!


--Αφιερωμένο στον αγαπημένο φίλο μου, ηθοποιό Γιάννη Ζ. που μοιραστήκαμε από τις πιο γερές συγκινήσεις ανοίγοντας η αυλαία…--

ΠΛΕΟΝ (ο μικρός Νετούρ)



















-Γιατί κατσούφιασες?
-Σκέφτομαι, έχω προβλήματα μικρέ μου Νετούρ.
-Ακόμα προβλήματα έχεις παππού? Μα τι μπορεί να σε απασχολεί πλέον?
-Πλέον? Τι παει να πει πλέον?
-«ΠΛΕΟΝ» πάει να πει πως είσαι πλέον ένας γέρος, ακανόνιστου σουλουπίου, με τεράααστιους κύκλους γύρω από τα μάτια, μπαστούνι και σκουριασμένες ιδέες.
-Κι όμως, με απασχολούν πράγματα, με προβληματίζουν. Εσύ για παράδειγμα μικρέ μου Νετούρ. Πως μπορείς, πως αντέχεις να είσαι τόσο κυνικός ακόμα δεν έκλεισες έναν μήνα ζωής?
-Χα. Έρμε παππού. Πόσο πίσω έχεις μείνει? Μα άρχισα τα ιδιαίτερα «συμπεριφοράς» από τη στιγμή που γεννήθηκα! Δεν θυμάσαι? Η κόρη σου και ο γαμπρός σου αποφάσισαν να με θωρακίσουν με όσα εφόδια μπορούν προκειμένου να μπορέσω να αντεπεξέλθω στις αντιξοότητες αυτής της τόσο ρευστής πραγματικότητας στην οποία με έφεραν στη ζωή! Διαφορετικά –λένε- δεν θα καταφλερω να επιβιώσω.
-Μα μικρέ μου Νετούρ! Είναι δυνατόν να μιλάς έτσι? Που είναι η αθωότητα σου, η γλυκύτητα, το άδολο παιδικό σου βλέμμα?
-Παππού σύνελθε! Γίνεσαι γραφικός και δεν αντέχω!
-Ίσως παιδί μου να φταίει το χάσμα γενναίων. Ίσως να έχεις δίκιο, να έχω μείνει πίσω. Δεν πειράζει όμως, εγώ ήθελα απλά να σε πάρω να πάμε μια βόλτα. Έξω έχει λιακάδα και μια βόλτα στο πάρκο θα μας φτιάξει τη διάθεση.
-Από πότε έχεις να πας στο πάρκο παππού?
-Χρόοοονια. Από τότε που ήταν η μανούλα σου μικρή.
-Δεν υπάρχει πάρκο παππού. Μας τελείωσε το πάρκο! Δεν είχε να προσφέρει τίποτα σε μας τους νέους πλέον. Πού χρόνος για πάρκα, βόλτες και ανοησίες!
-Μα το πάρκο παιδί μου είναι υγεία! Ξεγνοιασιά, πάρε-δώσε με τη φύση, το χώμα!
-Πάππου κάνε μου τη χάρη, με καθυστερείς. Η ώρα πέρασε και έχω μάθημα με την κυρία Ντελέντ σε 5 λεπτά.
-Ω…χίλια συγγνώμη. Δεν ήθελα να σε καθυστερήσω! Πηγαίνω. Χαιρετισμούς στη δασκάλα σου, την κυρία Ντελέντ. Καλό μάθημα μικρό μου. Τι μάθημα είπαμε σου κάνει αυτή η κυρία καλέ μου Νετούρ?
-«Η χρησιμότητα της λοβοτομής στην τρίτη ηλικία» είναι το μάθημα που μου κάνει παππού. Και δεν θέλω να χάσω λεπτό! Πρέπει να προχωρήσω γρήγορα στα σημαντικά κεφάλαια και τις εφαρμογές!
-Καλέ μου Νετούρ…….

17/11/09

"Δ"έλτα



















Πόσο πονάω γλυκιά μου "Δ"έλτα!
Είχα ελπίδα, όνειρο πάλλευκο, καθάριο.
Μύριζε γλυκολέμονο, τραγούδαγε τα τεριρέμ του αρχάγγελου του λατρευτού.
Ήταν γλυκό, σε δάκρυα πόθου βαφτισμένο.
Το όνομα του δώσανε άξιοι, παινεμένοι.
Κι όλοι τους με βεβαίωναν πως κάποτε θα αξιωθώ να το χαρώ δικό μου, μπρος μου, μέσα μου.

Πόσο πονάω γλυκιά "Δ"έλτα!
Είχα ελπίδα, όνειρο πάλλευκο δικό μου!
Το χρώμα το γαλαζωπό, μοίραζε δάφνες του αγρού που πότισε ο ήλιος.
Ήταν ζεστό, με ρόγα μάνας χορτασμένο.
Κι όλοι τους με παρηγορούν πως κάποτε αξιώθηκα, το έζησα, το χάρηκα, μα εκτός μου, δίπλα μου.

Τι κρίμα εντέλει.
Πάει το όνειρο αυτό. Μικρές ρανίδες θλίψης έγινε που αιωρούνται σιωπηλά μες στις σπηλιές του μυαλού μου. Και η ψυχή μου, νωπό βαμβάκι χωρίς λευκό και αφράτο πέπλο. Ποτίστηκε από υπομονή που έγινε μούχλα με άρωμα βαρύ και καπνισμένο.
Μου κόβεται η ανάσα σου λέω!
..δεν ακούς? Κάνει κάτι!

Όχι όχι, δεν θυμάμαι, ειλικρινά.
Δεν ξέρω καν ποιο ήταν εκείνο το όνειρο.
Μα τι νόημα θα είχε άλλωστε?
Πάει τόσος καιρός…
Κι εγώ σταμάτησα να ονειρεύομαι γλυκιά μου"Δ"έλτα!
Κι εσύ δεν είσαι πια τόσο γλυκιά.
Σου το ‘χω πει?

14/11/09

"Moelio και Silve"



















ΔΕΝ έχω ΧΩΡΟ να πάρω ΦΟΡΑ.
Κι ο χρόνος, πάει κι αυτός…νομίζω. Μου τον κατάπιε χθες το βράδυ. Όλον.
Είναι δύσκολο. Με πιάνει μίσος, ίσως.



Με γρονθοκοπάει η τάση μέσα μου και δεν έχω χώρο να πάρω φόρα. Και δίχως φόρα που να πας αγαπημένε? Πώς να πας?



Αγαπημένε Silve,
Μην τολμήσεις να με ξαναχρεώσεις οτιδήποτε. Εκτός κι αν φτύσεις αυτό που μου κατάπιες χθές…θυμάσαι. Το χρόνο μου.
Κι εσύ τάχα θλιμμένε μου πιερότε με τα μαύρα, Moelio,
Σου απαγορεύω να με ξανακοιτάξεις στα μάτια. Είσαι πονηρός μα τόσο φτωχός. Σου έχω αδυναμία, το ξέρεις. Θα μπορούσα μέχρι και έρωτα να σου έτρεφα. Μα όχι. Τι διαθέτεις άλλωστε να μου δώσεις? ΤΙΠΟΤΑ.
Κι εγώ πονάω. Τα πόδια μου τρέμουν από το επιτόπου τροχάδην από τότε που γεννήθηκα. Θέλω να το ανοίξω το βήμα. Να τεντωθώ, να χορτάσω αποστάσεις. Μα δεν έχω χώρο.
Όοχι όχι. Δεν μπορώ να το κάνω. Θέλω δικό μου χώρο. Τον δικό σου τι να τον κάνω?

Μην επιμένεις. Δεν σε πιστεύω. Και καλύτερα γιατί αν σε πίστευα θα σε είχα για τρελό. Από την φόρα σου δεν θέλω να κλέψω. Την δική μου αναζητώ, και τον χώρο μου πίσω.

Ακούς Silve?
Φέρε τον χώρο μου πίσω γαμώτο.
Φέρ τον όλο! Όλο, όλο!
Έτσι κι αλλιώς και που τον πήρες? Αγριόχορτα και τσουκνίδες άφησες να τον σκεπάσουν. Ανάξιε Silve. Θα ντρεπόσουν αν είχες μια στάλα τσίπα στο πετσί σου.
Φτωχέ μου Silve…έλα. Έλα μη φοβάσαι, να σε σκοτώσω θέλω μόνο. Έτσι λίγο. Να μου φύγει ο θυμός για το «ΕΠΙΤΟΠΟΥ» που μου επέβαλες ως γνήσιος κλέφτης.

Κι εσύ Moelio βούλωσέ το επιτέλους.
Σε έχω σιχαθεί πια. Κάτω από το πέπλο του γοητευτικού «ΜΑΥΡΟΥ» σου, αυτού του πυκνού μαύρου που πρεσβεύεις τάχα, ενώ η καρδιά σου βαράει ντέφι από φόβο και τρόμο για το οτιδήποτε. Φτωχέ, φθηνέ, πανέμορφέ μου Moelio. Σε ονειρεύομαι συχνά γυμνό μα εγώ παλεύω και τελικά σε ντύνω. Με αυτό το «ΜΑΥΡΟ» που γουστάρεις. Και καλά να πάθεις. Μπουρδουκλωμένος έτσι. Μέσα στα ίδια σου τα λόγια. Καημένε Moelio μου.



Παω τώρα. Να κλάψω λίγο ακόμα και να σας σιχαθώ όσο δεν παίρνει. Δεν σας έχω. Χαθείτε σας λέω! Κι αν μου κλέψατε το χώρο και δεν μπορώ να πάρω φόρα, χάρισμά σας. Χαλάλι στην φτώχια που σας γέννησε και την μιζέρια που σας βυζαίνει από βρέφη. Αρκεί να μην σας ξαναδώ. ΠΟΤΕ.

26/7/09

Απομεινάρια

















Στο μπαρ της νιότης σου
ξανάρθες ήμερος,
γυμνός και μόνος σου

το «αχ» σου πίνοντας.

Ματιά ανήλιαγη,
καύτρα τρεμάμενη.
Στο απομεινάρι της
στάχτες του πάθους σου.

Τη θλίψη σου έσπειρες
σε μήτρα άγνωστη.
Πόνοι γεννήθηκαν,

κόρες που σφάζονται.

Ρυθμός στο πόδι σου
τραγούδι πένθιμο
και στο ποτήρι σου
υγρό που εκρήγνυται.

Τα χείλη ασάλευτα

και στο τασάκι σου
μνήμες να καίγονται
αγάπης που ‘σβησε.


`

Ταρατατζούμ και τσούμπαπα

`






















Είμαι ένας τόσο δα μικρός ονειροπόλος μουσικός
παραμυθάκια τραγουδώ με το ακορντεόν μου.
Γι’ αυτά που ερωτεύτηκα, για όσους με ζορίσανε
για όλους αυτούς που αγαπώ και σέρνω στο χορό μου

Με το ριγέ μπλουζάκι μου και διάθεση άλλης εποχής
βαδίζω πάντα επί σκηνής για όνειρα τραγουδάω.
Χωρίς λουστρίνι και γιακά και ύφος μπλαζέ περιωπής.
Κι αν ζόρια έχω όπως κι εσείς, δεν σας το μαρτυράω!

Ταρατατζούμ και τσούμπαπα και με κουμπάρο και παπά
ελάτε να παντρέψουμε στίχους και μελωδίες.
Αφήστε πίσω τα πικρά, απόψε έχουμε χαρά!
Και κάθε ανθρώπου τα’ άσχημα θα γίνουν κωμωδίες


Ποτέ δεν θα απολογηθώ, ούτε θα εξομολογηθώ
το πώς κρατάω το χαρτί και το μικρό μολύβι μου.
Τη δόξα δεν τη ζήλεψα, για δάφνες δεν παρακαλώ
τους στίχους μου τους σκάρωσα απλά για το χατίρι μου

Ταρατατζούμ και τσούμπαπα και με κουμπάρο και παπά
ελάτε να παντρέψουμε στίχους και μελωδίες.
Αφήστε πίσω τα πικρά, απόψε έχουμε χαρά!
Και κάθε ανθρώπου τα’ άσχημα θα γίνουν κωμωδίες




`

25/7/09

Μια ντροπαλή σταγόνα


















Μία σταγόνα ντροπαλή και κουρασμένη
άξαφνα έσταξε στου μέτωπου το πλάι.
Κύλησε κι έγειρε στη λάκα του κροτάφου.
Πάει…καταστάλαξε στους ρόζους των χειλιών σου.


Μ’ ένα φιλί λίγη απ΄ τη γεύση της μου δίνεις
κι αυτή μου φτάνει να ποτίσει όλα τα χρόνια,
αυτά που έλειπες και δίψαγε η αυγή μου
γιατί της έλειπε μια ντροπαλή σταγόνα.


`

4/7/09

"Η ΤΖΕΝΗ ΤΩΝ ΠΕΙΡΑΤΩΝ"


































Κύριοι μου καλοί, με πληρώνετε εδώ, και σας κάνω όλα τα γούστα
και μου ρίχνετε πεντάρες και σας λέω ευχαριστώ
στο φτηνό ξενοδοχείο στη φτηνή την προκυμαία
και δεν ξέρετε σε ποια μιλάτε, μα δεν ξέρετε σε ποια μιλάτε!



Μα ένα βράδυ βουητό στο λιμάνικι όλοι λενε τι είν΄αυτό το βουητό
και αλλάζω τα σεντόνια και γελάω κι όλοι λενε «αυτή γιατί γελάει?»



Κι ένα μαύρο καράβι με 50 κανόνια στο λιμάνι έχει μπει



Κύριοι μου καλοί σας λυπάμαι καθώς παζαρεύω ποιόν θα πάρω τη νυχτιά
γιατί σε κρεβάτι απόψε δεν θα κοιμηθεί κανένας
μα σας λέω την ταρίφα και γελάω κρυφάπου δεν ξέρετε ποια είμαι εγώ,
που δεν μάθατε ποια είμ΄εγώ!



Και μέσα στη νύχτα ουρλιαχτό στο λιμάνικι όλοι λένε "τι΄ν’ αυτό το ουρλιαχτό"
και ορμάω στο παράθυρο με γέλια κι όλοι λεν "τι πανηγυρίζει?"



Και το μαύρο καράβι κατά πάνω στην πόλη τα κανόνια γυρνά



Κύριοι μου καλοί τώρα πια δεν γελάτε τώρα η πόλη έχει γκρεμιστεί
κι όλα τα βρωμόσπιτα σας τα γκρέμισαν σε μια νύχτα
απομένει μονάχα το μπορντέλο τούτο δω κι απορείτε γιατί τ΄αφησαν αυτό!



Μόνο το μπορντέλο στέκει όρθιο στη πόληκαι ρωτάτε "ποιος να έμενε εδώ?"
και θα βγω στην πόρτα εγώ σαν ξημερώσει και θα πουν "γι΄αυτήν ήτανε λοιπόν!"



Και το μαύρο καράβι τη σημαία σηκώνει να με υποδεχτεί

Και κοντά μεσημέρι, εκατό μαύροι άντρες βγαίνουν από το καράβι και σας πιάνουν,
και θα δέσουν μ' αλυσίδες όποιον είχα πελάτη
και δεμένους μ' αλυσίδες θα σας φέρουνε μπροστά μου.
Και θα με ρωτούν ποιανού κεφάλι θέλω και θα ρωτούν εμένα ποιανού κεφάλι θέλω!

Κι όταν θα χτυπάει μεσημέρι στο λιμάνι θα ρωτάτε « ποιος θα κρεμαστεί?».
Και θ' ακούσετε ν' αποφασίζω: ΟΛΟΙ!!
Κι απάνω στα κεφάλια σας θα πω: ΕΤΣΙ!!


Και το μαύρο καράβι τα πανιά του ανοίγει και με παίρνει μακριά.



-Φωτογραφίες από την μουσικοθεατρική παράσταση στο ΙΜΑΡΕΤ της Καβάλας, Απρίλιος 2009-

20/6/09

"MOYΣΙΚΗ ΑΜΙΛΛΑ"-ΙΑΝΟΣ 29 Ιουνίου










Στα πλαίσια της Μουσικής Άμιλλας (πλαίσιο δράσεων για την δημιουργία δυνατοτήτων για νέους δημιουργούς), σας καλούμε σε μια βραδιά που συνδυάζει την μουσική, την ποίηση και τους στίχους του διαδικτύου, με την ενσάρκωση των ονείρων, τις βραβεύσεις των πρώτων και τις εναλλακτικές μορφές κοινωφελούς προσφοράς

Η κεντρική παρουσίαση της εκδήλωσης θα ανήκει στην Καλλιόπη Βέττα, σε σκηνοθετική επιμέλεια του Βαγγέλη Πανταζή και ερμηνευτές τους Πόπη Αστεριάδη, Βάγια Παπαποστόλου και τους "Ut Des", Μιχάλη Θωμά και Δημήτρη Καραβά.

Η είσοδος για το κοινό θα είναι ελεύθερη.
Χορηγός επικοινωνίας, θα είναι το Love Radio και Νίκος Γκαραβέλας.

Έναρξη: 8 μ.μ.

Γενική επιμέλεια της εκδήλωσης: Λάμπρος Λαγός
Μουσική επιμέλεια: Βάγια Παπαποστόλου
Με την στήριξη του kithara.gr

ΜΕΡΟΣ Α

1) Καλωσόρισμα: Καλλιόπη Βέττα.
2) Γ. Μεράντζας (συμβουλές για νέους δημιουργούς)
3) Βραβεία 1ου Δ. Στίχου από Θ. Καλλίρη
4) Θα ακουστούν μελοποιημένα βραβευμένα θέματα του 1ου Διαγωνισμού Στίχου.
5) Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών Α.Π.Θ. (Νεοελληνική Μετρική - Αφιέρωμα σε Θρ. Σταύρου)
6) Πόπη Αστεριάδη (ερμηνεία )



ΜΕΡΟΣ Β

1) Ανάδειξη του Ποιήματος της χρονιάς 2008 με Κριτική Επιτροπή τους: α) Τάκης Ιωαννίδης (ποιητής, Αντιπρόεδρος Διεθνούς Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών) β) Νικόλας Κολοκοτρώνης (ποιητής, συγγραφέας) γ) Άννα Μοσχονίδου (ποιήτρια, συγγραφέας)
2) Η Βάγια Παπαποστόλου, ο Δημήτρης Καραβάς και ο Δημήτρης Ήμερος στο πιάνο ερμηνεύουν τραγούδια από την Ελληνική μουσική σκηνή του χθες και του σήμερα
3) Παρουσίαση του 1ου Ψηφιακού Βιβλίου Ποίησης και παραχώρησης του στον Μ.Κ.Ο. το Χαμόγελο του Παιδιού .

Συμμετοχή του Μικρού Πολυτεχνείου και Νίκου Ρεπούλιου. Συγγραφείς-Ποιητές, μέλη του kithara.gr. Μουσική επιμέλεια, Βάγια Παπαποστόλου.

4) Οι "UT DES" στη σκηνή με τραγούδια από την Ελληνική μουσική σκηνή.
5) Κλείσιμο της εκδήλωσης

Ευχαριστούμε όσους έχουν εργαστεί για το στήσιμο της εκδήλωσης και σας περιμένουμε όλους!


27/2/09

Η Αλλαγή της ΩΡΑΣ




















Έτρεξες στο παράθυρο που είναι γεμάτο στέγες,
σα μαγεμένη από το φως του φθινοπώρου, αράχνη.
Έτρεξες σαν την ταραχή που γαργαλάει τις φλέβες
και στάθηκες μπρος στου τζαμιού την δακρυσμένη πάχνη.

Ποιο αερικό πολιορκεί τα παλάτια σου;
Η ομίχλη μες στο άδειο δωμάτιο τρυπώνει.
Kρύος αέρας τρεμοπαίζει στα μάτια σου.
Πως πέρασε η ώρα! Νωρίς σουρουπώνει.

Μικρό παιδί οκτώ χρονών στη θέα του τοπίου,
τη μάνα σου φωνάζεις με σιωπή που σπάει το τζάμι.
Δεν γύρισε ακόμα και η αίσθηση του κρύου
παγώνει τον ιδρώτα που κυλάει στην παλάμη.


Σβήνει το φως τ’ ουρανού του βαθυγάλαζου.
Ποια μοναξιά σε απειλεί στο σκοτάδι?
Βαριά και ανεξίτηλη η οσμή του καπνομάγαζου,
Μάνα μην αργείς! Δε βλέπεις? Έπεσε το βράδυ!»



-Στον μικρό Βασίλη και όλες της καπνεργάτριες μάνες της δεκαετίας του '70



`

20/2/09

Γλυκιά μητέρα μου






















Τόσος ο πόνος που δεν πρόλαβα να γράψω
δύο τετράστιχα όταν σ’ είχα στη ζωή μου!
Μάταια διατάζω εδώ την όση δύναμή μου
ρίμες να δέσω στη σειρά δίχως να κλάψω.

Η ανάσα κόβονταν και μου ‘κοβε τα πόδια
δύο σιωπές κραυγάσαν, στάξαν απ’ τα μάτια
κίτρινο δάκρυ. Με μια απόφαση αναρμόδια,
πενήντα χρόνια με μιας έγιναν κομμάτια.

Γλίστρησες μεσ’ από τα χέρια μου σαν βόλος.
Ήταν το κράτημα αδέξιο, φοβισμένο.
Σ’ είδα να φεύγεις και μαζί σου ο κόσμος όλος
έγινε ένα άσπρο μαντηλάκι μουσκεμένο.

Τώρα δεν έχω σε ποιόν ν’ αποδείξω κάτι.
Ήσουνα η μόνη αναφορά μου και πυξίδα
και ημερολόγιο να πω όλα όσα είδα.
Έρωτες, τυχερά, αμαρτίες μου και λάθη.

Κάποιες καρτούλες γενέθλιων μου κοιτάζω
και τις ευχές σου μες το πέτο μου έχω ράψει.
Τα μαύρα απώλεσα, το χθες σου αναπαύω
και όλο το αύριο μου από χθες το έχω κλάψει.

Σήμερα φόρεσα το άσπρο σου φουλάρι
και το μικρό κομπολογάκι σου κρατάω,
αυτό το διάφανο, από πέτρες κεχριμπάρι.
Στο κάθε χτύπημα τα λόγια σου μετράω.

Γέμισα όλη την αυλή μου φρέσκο χώμα
και κάθε μέρα την ποτίζω μαύρο δάκρυ
και περιμένω το πρωί στο κρύο γιόμα,
μια μοβ κορφούλα σου στης γλάστρας μου την άκρη.





'

29/1/09

Αλήθεια























Κάποτε γνώρισα μια νέα,
ψηλή, αγέρωχη, μοιραία.
Ήταν τυφλή μα προικισμένη,
του θάρρους μάνα και ερωμένη.


Εγκυμονούσε την υδρόγειο
σ’ ένα διαμέρισμα υπόγειο
και κράταγε λογαριασμό
σ’ ένα παλιό ημερολόγιο.


Άλλους τους φόβιζε,
κάποιοι τη λάτρεψαν
και με τον κόρφο τους
κρυφά την πάντρεψαν.


Παντού υπήρχε,
κρυφά ανάσαινε,
και σ’ όποιον χώραγε
μέσα του βάθαινε.


Πόσο φοβάμαι το τόσο δέος σου
και ας γνωρίζω το μέγα χρέος σου!
Δική μου γίνε, πιες απ’ το αίμα μου,
πνίξε με τόλμη το κάθε ψέμα μου.





.

12/1/09

O Αλλόκοτος με το κόκκινο σκουφί







-Μην κάνεις πίσω…Με φοβάσαι?
-Ναι
-Γιατί?
-Γιατί είσαι αλλόκοτος!
-Αλλόκοτος?
-Αλλόκοτος, ναι. Που ‘ναι το σώμα σου?
-Χάθηκε το σώμα μου. Πέρυσι την άνοιξη.
-Μπα? Και τώρα?
-
-
-Θες να γίνουμε φίλοι?
-Όχι
-Επειδή είμαι αλλόκοτος?
-Ναι, επειδή είσαι αλλόκοτος. Που ‘ναι το σπίτι σου?
-Χάθηκε το σπίτι μου. Πέρυσι το καλοκαίρι.
-Μπα? Και τώρα?
-
-
-Έλα, κάτσε λίγο να μου κάνεις παρέα!
-Όχι
-Γιατί?…
-Σου είπα. Γιατί είσαι αλλόκοτος! Που ‘ναι η ανάσα σου?
-Χάθηκε η ανάσα μου. Πέρυσι το φθινόπωρο.
-Μπα? Και τώρα?
-
-Δεν έχεις σώμα, δεν έχεις σπίτι, δεν έχεις ανάσα. Έχεις μόνο ένα γέρικο κεφάλι με σκουφί. Είσαι αλλόκοτος πολύ! Μήπως έχεις ΙΔΕΑ που είμαστε?
-Ναι έχω ΙΔΕΑ! Άμα σου πω θα με κάνεις φίλο σου?
-Θα σε κάνω φίλο μου, για λίγο όμως!
-Είμαστε στο Πουθενά και είναι Χειμώνας! Η τελευταία εποχή, η τελευταία μου ευκαιρία να πάψω να είμαι αλλόκοτος.
-Σοβαρά? Κι εγώ ποιος είμαι?
-Εσύ? Εσύ είσαι το σώμα μου, το σπίτι μου, η ανάσα μου.
-Α ναι? Κι εσύ ποιος είσαι?
-Εγώ είμαι εσύ. Δεν θυμάσαι? Εμείς οι δύο φτιάχνουμε ένα. Γι’ αυτό σου λέω, έλα να γίνουμε φίλοι.
-Όχι, θέλω να φύγω.
-Δεν με λυπάσαι?
-Όχι
-Σε παρακαλώ…μη με αφήνεις μόνο μου. Είναι χειμώνας!
-Όχι, θέλω να φύγω.
-Θα με πάρεις μαζί σου σώμα μου, ανάσα μου, σπίτι μου μονάκριβο?
ΠΑΡΕ ΜΕ ΜΑΖΙ ΣΟΥ!
ΣΩΜΑ ΜΟΥΥΥΥΥΥΥΥΥΥΥΥΥΥΥΥΥΥ
ΑΝΑΣΑ ΜΟΥΥΥΥΥΥΥΥΥΥΥΥΥΥΥΥΥΥΥΥΥΥΥΥΥΥ…..


Πάρε με...
Πάρε με....
Πάρε με.....
Πάρε με......



Όμως εκείνος έφυγε και o αλλόκοτος έμεινε λίγο ακόμα μόνος του, μέχρι που χάθηκε ο χειμώνας, έχασε το κεφάλι του και χάθηκε κι αυτός για πάντα. Έμεινε μόνο το κόκκινο σκουφί του να στέκεται πότε στα ξερά κλαδιά και πότε να ανεμίζει στα γκρίζα σύννεφα.






.-