27/2/09

Η Αλλαγή της ΩΡΑΣ




















Έτρεξες στο παράθυρο που είναι γεμάτο στέγες,
σα μαγεμένη από το φως του φθινοπώρου, αράχνη.
Έτρεξες σαν την ταραχή που γαργαλάει τις φλέβες
και στάθηκες μπρος στου τζαμιού την δακρυσμένη πάχνη.

Ποιο αερικό πολιορκεί τα παλάτια σου;
Η ομίχλη μες στο άδειο δωμάτιο τρυπώνει.
Kρύος αέρας τρεμοπαίζει στα μάτια σου.
Πως πέρασε η ώρα! Νωρίς σουρουπώνει.

Μικρό παιδί οκτώ χρονών στη θέα του τοπίου,
τη μάνα σου φωνάζεις με σιωπή που σπάει το τζάμι.
Δεν γύρισε ακόμα και η αίσθηση του κρύου
παγώνει τον ιδρώτα που κυλάει στην παλάμη.


Σβήνει το φως τ’ ουρανού του βαθυγάλαζου.
Ποια μοναξιά σε απειλεί στο σκοτάδι?
Βαριά και ανεξίτηλη η οσμή του καπνομάγαζου,
Μάνα μην αργείς! Δε βλέπεις? Έπεσε το βράδυ!»



-Στον μικρό Βασίλη και όλες της καπνεργάτριες μάνες της δεκαετίας του '70



`

20/2/09

Γλυκιά μητέρα μου






















Τόσος ο πόνος που δεν πρόλαβα να γράψω
δύο τετράστιχα όταν σ’ είχα στη ζωή μου!
Μάταια διατάζω εδώ την όση δύναμή μου
ρίμες να δέσω στη σειρά δίχως να κλάψω.

Η ανάσα κόβονταν και μου ‘κοβε τα πόδια
δύο σιωπές κραυγάσαν, στάξαν απ’ τα μάτια
κίτρινο δάκρυ. Με μια απόφαση αναρμόδια,
πενήντα χρόνια με μιας έγιναν κομμάτια.

Γλίστρησες μεσ’ από τα χέρια μου σαν βόλος.
Ήταν το κράτημα αδέξιο, φοβισμένο.
Σ’ είδα να φεύγεις και μαζί σου ο κόσμος όλος
έγινε ένα άσπρο μαντηλάκι μουσκεμένο.

Τώρα δεν έχω σε ποιόν ν’ αποδείξω κάτι.
Ήσουνα η μόνη αναφορά μου και πυξίδα
και ημερολόγιο να πω όλα όσα είδα.
Έρωτες, τυχερά, αμαρτίες μου και λάθη.

Κάποιες καρτούλες γενέθλιων μου κοιτάζω
και τις ευχές σου μες το πέτο μου έχω ράψει.
Τα μαύρα απώλεσα, το χθες σου αναπαύω
και όλο το αύριο μου από χθες το έχω κλάψει.

Σήμερα φόρεσα το άσπρο σου φουλάρι
και το μικρό κομπολογάκι σου κρατάω,
αυτό το διάφανο, από πέτρες κεχριμπάρι.
Στο κάθε χτύπημα τα λόγια σου μετράω.

Γέμισα όλη την αυλή μου φρέσκο χώμα
και κάθε μέρα την ποτίζω μαύρο δάκρυ
και περιμένω το πρωί στο κρύο γιόμα,
μια μοβ κορφούλα σου στης γλάστρας μου την άκρη.





'