4/10/13

Ένα -ακόμα- απόγευμα που άλλαξε τη ζωή μου



Ως παιδί υπήρξα αρκετά μαζεμένη και συνεσταλμένη. Βαρετή και βαριεστημένη. Ως μοναχοπαίδι δε (έως τα 14 μου) δεν είχα αναπτύξει κάποια από τα χαρακτηριστικά που θα έπρεπε. Ο συνδυασμός αυτών των δυο χαρακτηριστικών, συχνά μου δημιουργούσε προβλήματα. Ένα από αυτά, που ευτυχώς λύθηκε πριν τα 14,  ήταν και η αρχική αντιμετώπιση που είχα από τα αγόρια της γειτονιάς. Με βαρούσαν σε καθημερινή βάση κι εγώ με την ουρά στα σκέλια και με κλάματα, χτυπούσα το κουδούνι στο σπίτι:

-Ποιoς είναι?
-Έλα μαμά...άνοιξε μου!! (με κλάματα και αναφιλητά)
Η μαμά μου από την άλλη δεν με κανάκεψε ποτέ πάνω σε αυτό το θέμα. Αντιθέτως εκνευριζόταν. Ως που κάποια μέρα συνέβει το εξής φοβερό:
-Ποιoς είναι?
-Έλα μαμά...άνοιξε μου!!
-Πάλι στις βρέξανε?
-Ναι μαμά...θέλω να ανέβω σπίτι, άνοιξε μου!!
-Πρώτα θα τους τις βρέξεις κι εσύ και μετά θα σου ανοίξω.
-Μαμάαααααααααααααα!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!

Αφού το επεξεργάστηκα με τρόμο και είδα πως ήταν μονόδρομος μιας και η μαμά μου δεν αστειευόταν με κάτι τέτοια, πήρα την απόφαση να πάρω το αίμα μου πίσω. Πήγα και στάθηκα στο μέσο της αγοροπαρέας, έριξα μια πρώτο, στοχευμένη σφαλιάρα και στη συνέχεια χτυπούσα στα τυφλά. Σιγά τα αίματα να μου πεις! Ναι, αλλά αυτή ήταν και η στιγμή που άλλαξαν πολλά στη ζωή μου. Επέστρεψα στο σπίτι σαν μεθυσμένη, με ζαλάδα και έλλειψη προσανατολισμού. Από την επόμενη κι όλας μέρα είχα ενταχθεί ισάξια στην αγοροπαρέα που τόσο αγαπούσα! Με τα κορίτσια δεν μπορούσα να παίξω. Βαριόμουνα απίστευτα. Διατηρούσα τις πλεξούδες μου αλλά κυκλοφορούσα με κοτλέ παντελονάκια και καρό πουκάμισα. Αυτό ήταν επιλογή της μαμάς μου. Αλλά κι εγώ δεν διαφωνούσα. Αφενός ήταν ρούχα άνετα, αφετέρου δεν ξεχώριζα και πολύ από τα αγόρια. Στη γειτονιά, φουστανάκι δεν φόρεσα ποτέ.

Όλα τα παραπάνω πέρασαν ξανά από το μυαλό μου με αφορμή αυτή την ασπρόμαυρη φωτογραφία. Ήταν πραγματικά ένα από τα αγαπημένα μου παιχνίδια με τα αγόρια. Δεν ήμουν ποτέ μπροστάρης (αργότερα όμως, μετά τα 13 ήμουν μόνο μπροστάρης, αλλά αυτό είναι μια άλλη εξομολόγηση). Ήμουν όμως ισάξιο μέλος της “συμμορίας” στην Υψηλάντου και είχα τον σεβασμό των αγοριών. Πέρασαν μερικά χρόνια μέχρι η παρέα μου να με εμπιστευτεί να χτυπήσω εγώ το κουδούνι. Μέχρι τότε ήμουν στους μπροστά-μπροστά (θέση ευνοϊκή) που δεν κινδύνευαν πολύ. Που ήταν βέβαιο πως θα προλάβουν να κρυφτούν πίσω από κάποια μάντρα. Ήταν όμως τέτοια η ηδονή μου όταν άκουγα την εκνευρισμένη φωνή από το θυροτηλέφωνο να επαναλαμβάνει ξανά και ξανά αόριστες απειλές όπως “δεν θα σας πιάσω παλιόπαιδα?”. Όταν δε έβλεπα πως ο κουδουνοχτυπητής είχε προλάβει κι αυτός να κρυφτεί, με πονούσαν τα ζυγωματικά μου από το έντονο χαμόγελο και πεταλούδες χόρευαν πεντοζάλη στο στήθος μου από περηφάνια για την παρέα μου!! Ήμασταν πολύ δυνατοί, ήμασταν ατρόμητοι!! Κάθε χτυπημένο κουδούνι και μια νίκη!! Μια τεράστια νίκη που μου έδινε δύναμη να αντιμετωπίζω τα ορθογραφικά μου λάθη και τα κοκκινάδια στο τετράδιο της ορθογραφίες από την κυρία Τούλα την δασκάλα μου. Που μου έδινε δύναμη να υπομένω να σκουπίζω με το ρύγχος, εκατοστό-εκατοστό την πράσινη μοκέτα του δωματίου μου που καθημερινά γέμιζε με εκατοντάδες μικρά άσπρα σκουπιδάκια και η μαμά μου πάθαινε υστερία. Μπορούσα να αντέξω πολλά!!

Η μητέρα μου από την άλλη, δεν είχε υπολογίσει καλά τις συνέπειες εκείνου του:
“-Πρώτα θα τους τις βρέξεις κι εσύ και μετά θα σου ανοίξω.”
Μπορεί να σταμάτησα να τρώω ξύλο και να κλαίω, αλλά πλέον τα παπούτσια μου δεν φτούραγαν, τα παντελόνια μου γέμιζαν τρύπες, οι ραφές από τα φούτερ μου διαλύονταν μέσα σε 2-3 εβδομάδες. Είμαι σίγουρη όμως πως προτιμούσε αυτό παρά μια κόρη που μυξόκλαιγε κάθε απόγευμα. Όσο για μένα, της χρωστάω πολλά για εκείνη την πόρτα που δεν μου άνοιξε εκείνη τη μέρα. Μια έμεινε κλειστή για λίγο. Άλλες έμειναν ανοιχτές για πάντα


6/9/13

Hijo de la luna - Ο γιος του φεγγαριού

24/8/13

Ήθελα απλώς...

Θυμάμαι όταν ήμουν παιδί, που λάτρευα να με αφήνουν να κάνω αυτό που ήθελα, την ώρα που το ήθελα, με τον τρόπο που ήθελα. Αυτό συνήθως δεν ήταν τίποτα παραπάνω από το να φέρω ένα πληγωμένο σπουργίτι στο σπίτι να το περιθάλψω (το φινάλε ήταν πάντα το ίδιο, με κλάματα και θρήνο για το νεκρό πουλί), ή να παλεύω για ώρες με τον φίλο μου τον Γιώργο να στήσουμε στίβο για τις χελώνες του διπλανού οικοπέδου (άχτιστο τότε), χωρίς να με μαλώνουν ή να με κοροϊδεύουν “ε τι κάνετε τώρα μωρέ...οι χελώνες είναι βρώμικες, θα κολλήσετε τίποτα!”. Ή να παω για ποδήλατο σε έναν δρόμο άγνωστο, μυστηριώδη και τρομακτικό, ο οποίος δεν ήταν άλλος από κάποιον ακριβώς πίσω από την πολυκατοικία, που κανέναν κίνδυνο τελικά δεν είχε. Να, κάτι τέτοια ήταν αυτά που ήθελα και αγαπούσα. Κάποιες φορές τα κατάφερνα, κάποιες άλλες, υπερίσχυε το επιχείρημα των γονιών.
Όχι γιατί δεν έφαγες όλο το πρωινό σου
Όχι γιατί θα λερωθείς
Όχι γιατί θα χτυπήσεις
Όχι γιατί κάνει κρύο
Όχι γιατί κάνει ζέστη
Όχι γιατί σε λίγο θα έρθει κόσμος...
Ήθελα να τα κάνω χωρίς να με νοιάζει αν έχω φάει, αν είναι Χριστούγεννα, αν φοράω τα κατάλληλα ρούχα, αν η ώρα είναι περασμένη. Ήθελα απλώς. Ήθελα πολλά. Ότι μπορούσα ήθελα.
Τώρα μεγάλωσα.
Τώρα όμως μπορώ πολύ λιγότερα. Αλλά και πάλι θέλω.
Και είναι σχεδόν το ίδιο απλά και ανθρώπινα με εκείνα, τότε.
Αυτή τη φορά όμως τους κανόνες και τα “μη” δεν τα βάζουν οι γονείς αλλά αυτό το τερατώδες πλην χρήσιμο αλλά πολλές φορές μπερδεμένο και παρεξηγημένο πράγμα που λέμε κοινωνία.


Είμαι κι εγώ γενικά άνθρωπος τον κανόνων, έχοντας καταλάβει πλέον πως κάποιοι από αυτούς, στον σωστό χρόνο και με την σωστή εφαρμογή, είναι πράγματι χρήσιμοι. Κάποιοι άλλοι όμως? Και φτάνω τώρα, περπατώντας πάνω στην τρίτη δεκαετία μου να νιώθω περισσότερο καταπιεσμένη από ποτέ. Και μου θυμώνω. Και τσούζει η μύτη και τα μάτια και λεω “όχι βλάκα, μην κλάψεις πάλι γελοία!!”. Και ξεροβήχω τάχα μου αδιάφορα να φύγει ο κόμπος από το λαιμό μου, μη με πάρει και κάνα μάτι και αρχίσουν τα “τι έχεις” και τα “τι έγινε” που σιχαίνομαι. Και νιώθω ψυχικά άρρωστη και άνθρωπος αδύναμος. Και κλείνομαι σε ένα δωμάτιο με τα παράθυρα κλειστά, να κρυφτώ όσο καλύτερα γίνεται από όλα αυτά που θέλω. Γιατί δεν τολμάω να τα κάνω. Γιατί δεν πληρούν τις προϋποθέσεις. Γιατί δεν αντέχω τις πλάγιες ματιές πάνω μου, ούτε τους ψιθύρους που με αφορούν. Και δεν τολμάω να πω “αντε και γαμηθείτε ρε” και ξανακλείνομαι σε ένα δωμάτιο. Ενω τι ήθελα?


Ήθελα να πάω για καφέ χωρίς να κάνω αποτρίχωση. Εκεί, με το μουστάκι κάτω από τη μύτη το οποίο στο κάτω κάτω δεν είναι και σαν του Καραΐσκάκη. Και είναι και δικό μου, χωρίς να το επιλέξω.
Ήθελα να βγω με την παρέα μου χωρίς να πρέπει να αγχωθώ για το τι θα φορέσω και για το αν τα μαλλιά μου είναι σαν της τρελής.
Ήθελα να καθίσουμε μαζί σε ένα τραπέζι, χωρίς να μιλάμε. Έτσι, μόνο για παρέα.
Ήθελα να πάω στην Αθήνα να δω τους δικούς μου, αλλά μόνο αυτούς και όχι μαλακισμένες θείες και ξαδέλφια.
Ήθελα να σε πάρω τηλέφωνο και να σε βρίσω για όλες τις μαλακίες που έχεις κάνει.
Ήθελα να σου ζητήσω συγγνώμη για διάφορα, χωρίς να μου μιλάς. Χωρίς να μου μιλήσεις ποτέ γι αυτό.
Ήθελα να μπω στη θάλασσα με τα παπούτσια κι ας γελάνε.
Ήθελα να αγκαλιάζω τις γάτες μου και να τις νταχτιρντίζω χωρίς να ντρέπομαι τον γείτονα.
Ήθελα να κάνω κουτρουβάλες στην αυλή μέρα μεσημέρι, κι ας περνάνε άνθρωποι στο δρόμο. Κι ας είμαι 37.
Ήθελα να σου πω πως ξέρω οτι μου εχεις πει ψέμματα και να μην κινδυνεύω να σε χάσω.
Ήθελα να σου πω οτι ναι, σου είπα ψέμματα.
Ήθελα για μια εβδομάδα να κάνω αυτό που θέλω, όπως και όταν το θέλω, χωρίς να κινδυνεύω να μείνω μόνη μου, εξ αιτίας τους. Χωρίς τα επιχειρήματα και τους κανόνες αυτής της ηλίθιας πλευράς της κοινωνίας, με το “όχι” και τα “μη”, με τρόμο απέναντι σε κάθε “θέλω” που δεν εναρμονίζεται με εποχές, ηλικίες, ωράρια, σχέσεις, υποχρεώσεις. Που δεν ταυτίζεται με τα περιποιημένα νύχια, τα σεμνά λόγια, την κάλυψη των κακώς κειμένων. Χωρίς το βουλωμένο στόμα προκειμένου να κερδίσω κάτι και κυρίως να μην χάσω κάτι άλλο.

Γίνεται?
Φοβάμαι πω δεν θα μάθω ποτέ.

19/8/13

<< ΕΦΙΑΛΤΗΣ στο δρόμο προς το ξημέρωμα >> - αληθινή ιστορία


Έχεις εδώ και καιρό αποφασίσει να μην φοβάσαι πια (!) και προκειμένου να μην λούζεσαι στο ιδρώτα κάθε καλοκαιρινό βράδυ, να κοιμάσαι με ορθάνοιχτα τα παντζούρια και τις μπαλκονόπορτες της κρεβατοκάμαρας. Μόνο μια σήτα σε χωρίζει από το πιθανό κακό με το τσεκούρι που μπορεί να κυκλοφορεί εκεί έξω.

Το κάδρο έχει ως εξής:
Μέσα στο σπίτι ο σύζυγος και η σπιτίσια γάτα σου.
Έξω από το σπίτι ο σκύλος και οι αυλίσιες γάτες σου.

2:15πμ
Ξαπλώνεις αφού έχεις κλείσει την πόρτα της κρεβατοκάμαρας και έχεις απομονώσει την σπιτίσια γάτα, να μην έρθει και γαντζωθεί στη σήτα επειδή θέλει να παίξει ή επειδή θέλει να δοκιμάσει την γεύση από αυτό το καινούργιο είδος εντόμου που βαδίζει αργά και ύπουλα πάνω στη σήτα. Διότι έτσι, η σήτα μπορεί να ανοίξει, να βγει η σπιτίσια γάτα έξω, να την χάσεις ή στην καλύτερη, να χάσεις τον ύπνο σου ψάχνοντας να την βρεις ή παρακαλώντας την να επιστρέψει μέσα.

Εκεί που γλαρώνεις αποφασίζουν οι έξω γάτες να ξυπνήσουν και να αρχίσουν το παιχνίδι. Που? Μα ακριβώς έξω από τη σήτα. Την κουτουλάνε, σκαρφαλώνουν πάνω της, παίζουν κρυφτό πίσω από τα παντζούρια, ξύνουν τα νύχια τους στα πόδια του τραπεζιού που είναι κι αυτό ακριβώς έξω από τη σήτα. Σηκώνεσαι, βάζεις μια φωνή. Αποφασίζουν με τα πολλά να πάνε να παίξουν σε άλλο σημείο της έτσι κι αλλιώς μεγάλης αυλής (η οποία βέβαια είναι πάντα η τελευταία τους επιλογή. Είναι φαν της σήτας).

3:00πμ
Ξαναγλαρώνεις. Κι εκεί που έχεις αρχίσει να τον παίρνεις ελαφρά, ο σκύλος αρχίζει και χαλάει τον κόσμο. Και όχι μόνο ο δικός σου αλλά και ο απέναντι και ο δίπλα και όλοι οι σκύλοι των δεξιά-αριστερά γειτονιών. “Σώπα αγόρι μου. Ήσυχα αγόρι μου. Σκάσε αγόρι μου. Ε βούλωσε το τέλος πάντων μη βγω έξω”. Μάταια. Βγαίνεις έξω γιατί πράγματι έχουν υπάρξει φορές όπου οι σκύλοι έχουν δίκιο, όπως τότε που ένα άλογο στις 3 τα ξημερώματα, έκοβε βόλτα πάνω-κάτω στο δρόμο, ξέμπαρκο. Αλλά πεταλωμένο. Και τακα-τακ...τακα-τα...τακα-τακ. Ψάχνεις για το άλογο. Πουθενά. Κοιτάς για κάνα σκύλο ξένο. Τίποτα. Σιχτιρίζεις και μπαίνεις και πάλι μέσα.

3:45πμ
Γλαρώνεις άλλη μια φορά όταν ένα δυνατό “ιααααουυυυυυυυυνιιιιααρρρρργγγγγγγγ” αποδεικνύεται τόσο ισχυρό που σε κάνει να πεταχτείς ένα μέτρο από το στρώμα και να ψάχνεις να βρεις αν η ψυχή σου είναι ακόμα μαζί σου ή έχει πετάξει για ψηλά. Ο σκύλος αρχίζει την κλάψα. Πρώτη σκέψη “κάποια από τις αυλίσιες γάτες έπαθε κακό!!!!”. Αυτή τη φορά βγαίνεις τρεχάλα και χωρίς σαγιονάρα. Χρησιμοποιείς ότι κάλεσμα γνωρίζεις αλλά τελικά, από τις 6 γάτες έρχονται μόνο οι 4. Αγχώνεσαι. Βάζεις με το νου σου το κακό, το πολύ κακό. Βγαίνεις στο δρόμο. Τίποτα. Πας στο επάνω δρόμο, τίποτα. Ησυχία και γάτες πουθενά, ούτε άλλο “ιααααουυυυυυυυυνιιιιααρρρρργγγγγγγγ”. Χωρίς σαγιονάρα και έχοντας πατήσει 28 χαλίκια μυτερά και έναν γυμνοσάλιαγκα, μπαίνεις στο σπίτι με μια κούραση μεγάλη και μια θλίψη βαθιά, πλένεις τα πόδια σου, ξανά ξαπλώνεις.

4:30πμ
Σε έχει πάρει ο ύπνος για τα καλά όταν η σπιτίσια γάτα (και με το δίκιο της δηλαδή (!)) είναι έξω από την πόρτα του δωματίου. Έχει ξυπνήσει πριν της ώρας της, έχει εκνευριστεί με τα τόσα μπες-βγες σου και έχει αποφασίσει να σε κάνει να πληρώσεις. “Ουαουάααααααου... Ουαουάααααααου... Ουαουάααααααου” ασταμάτητα, αποφασισμένη να σε κάνει να σηκωθείς. Σηκώνεσαι. Ανοίγεις την πόρτα, εισπράττεις μια νυχιά. Ψυχραιμία. Της βάζεις φαγητό, την χαϊδεύεις, εισπράττεις την δεύτερη. Ανάβεις τσιγάρο. Κυλάει ένα δάκρυ, από αυτό το “τι χρωστάω??” Οδηγείσαι έρμαιο από μια ανεξήγητη δύναμη στο ψυγείο. Ανοίγεις την κατσαρόλα. Χτυπάς δυο σουτζουκάκια σμυρναίικα αμάσητα. Αμάσητο και το τρίτο. Ξανα-μανα-ξαπλώνεις.

5:15πμ
...που να σε πιάσει ύπνος? Η πάπρικα στα σουτζουκάκια, θάνατος τέτοια ώρα. Αρχίζει η καούρα και είσαι πλέον βέβαιος πως έχεις φάει μούντζα χοντρή, σου έχουν κάνει μάγια, σε έχουν καταραστεί...Παίρνεις το μαξιλάρι σου και αλλάζεις δωμάτιο. Πας στο άλλο, αυτό που έχει μόνο παράθυρο και βλέπει στην πίσω αυλή. Που ούτε οι γάτες πάνε τη νύχτα (όσο νύχτα εχει μείνει δηλαδή), ούτε ο σκύλος...Κλείνεις την πόρτα. Ζέστη. Στα καθιστά στο κρεβάτι γιατί με την ξάπλα η καούρα σε κάνει να νιώθεις φλαμπέ, αρχίζεις να βυθίζεσαι σιγά σιγά παρότι μούσκεμα.

6:15
-Τασούλα?
-...
-Τασούλαα?
-...
-Τασούλααα?
-...
-Τασούλααααα?
-...
-Τασούλααααα?
-...
-Τασούλααααααα?
-...
-Τασούλαααααααα?
-...
-Τασούλααααααααα?
-...
-Τασούλαααααααααα?
-...
-Τασούλααααααααααα?
-...
-Τασούλαααααααααααα?
-...
-Τασούλααααααααααααα?
-...
Γουρλώνεις τα μάτια. Αναμένεις με τρελή αγωνία να ακούσεις την απόκριση της Τασούλας που μάταια ο κυρ Πέτρος ο άντρας της την ψάχνει. Η Τασούλα πουθενά και ο κυρ Πέτρος ακούραστος στην αυλή του (παραπίσω από την δική μας πίσω αυλή) δεν παρατάει την προσπάθεια. Παρακολουθείς εγκεφαλικά την αναζήτηση της Τασούλας με κομμένη την ανάσα, αναμένοντας για το πολυπόθητο “Ναι Πέτρο?” το οποίο δεν έρχεται ποτέ. Είσαι μεταξύ κουζινομάχαιρου ή σφυριού, να πας να το τελειώσεις το θέμα μια κι έξω. Για λίγο επικρατεί η λογική και παραμένεις στο κρεβάτι. Μια λάμπα εξ ουρανού και ως εκ θαύματος ανάβει πάνω από το κεφάλι σου σαν φωτοστέφανο και αποφασίζεις να βρεις τις ωτοασπίδες σου. Συρτάρια, κουτάκια, κασελάκια, μπαουλάκια, ραφάκια κάτω από το κρεβάτι, πίσω απ' το κρεβάτι...Τις βρίσκεις στο καλαθάκι του μπάνιου. Τις στρίβεις γερά. Τις χώνεις όσο πιο μέσα γίνεται. Ξαπλώνεις. Ααααααααααααχ!!! Αυτό είναι!!!

7:00πμ
Κάτι σε ενοχλεί. Σε ενοχλεί αφάνταστα. Στριφογυρνάς. Παθαίνεις δυσφορία. Ανοίγεις τα μάτια και τι να δεις? Ξημέρωσε και όλο αυτό το φως έχει πέσει πάνω σου, σου τρυπάει τα μάτια, τον εγκέφαλο, τη σπλήνα, την ψυχή σου. Οι σφυγμοί αριθμός 3ψήφιος που ξεκινάει από τον αριθμό 2. “Σήμερα θα πεθάνω” σκέφτεσαι. “Ή μήπως έχω πεθάνει από χθες βράδυ και είμαι στην κόλαση” συνεχίζεις να σκέφτεσαι. Σηκώνεσαι. Φτιάχνεις καφέ. Ανάβεις τσιγάρο. Αυτό ήταν. Πάει, πέρασε άλλο ένα εφιαλτικό καλοκαιρινό βράδυ...Και ήρθε κι άλλο.
ΔΕΝ ΘΑ ΑΝΤΕΞΩ...(το νιώθω να μου 'ρχεται). Κουκουβάγια σου λέει μετά...

26/7/13

Ο Φρίξος, η Γιούλα και η αυγόφετα

Ήταν που λες γύρω στο 2004-2005, όταν έφευγα από το σπίτι και έκανα 34 χιλιόμετρα πήγαινε-έλα για ένα ιδιαίτερο κιθάρας...και χωρίς αυτοκίνητο. Δύο λεωφορεία να πάω, δυο να γυρίσω και ένα 4ωρο μέσα στο νερό γι' αυτό, το ένα ιδιαίτερο τότε (βάζω μέσα αναμονές, λεωφορεία που έτρεχα από πίσω να προλάβω, μάταια...κλπ). Χαλάλι! Έκανα μάθημα στον Φρίξο, στον μεγάλο γιο της Γιούλας.
Σε ένα από αυτά τα μαθήματα, φάγαμε ζόρι κι εγώ κι ο Φρίξος. Κανείς μας δεν έφταιγε. Όλο το βάρος πέφτει στις άχαρες ασκήσεις που δυστυχώς, ΕΠΡΕΠΕ να κάνουμε.
“Θα τις κάνουμε” εγώ,
“Όχι δεν θέλω, δεν μου αρέσουν” ο Φρίξος.
Κάπως έτσι πέρασε εκείνη η ώρα και μας βρήκε το τελείωμα, δυστυχείς και τους δυο. Πριν φύγω, περνάω από την κουζίνα, όπου η γλυκύτατη μαμά Γιούλα ήταν πάνω από ένα τηγάνι και ένα τσούρμο πιτσιρίκια στριφογύριζαν γύρω της σαν μέλισσες.
-Α τελειώσατε καλή μου?
...μου λεει η Γιούλα χαμογελαστή. Δεν προλαβαίνω να απαντήσω...
-Έλα πριν φύγεις να σου δώσω μια αυγόφετα για το δρόμο!
Παίρνω την αυγόφετα και τα όσα κουράγια μου είχαν απομείνει από την μάχη Φρίξου-ασκήσεων και κατεβαίνω τα σκαλιά προβληματισμένη. Φτάνω στη στάση. Ερημιά. Κοιτάω την αυγόφετα. Πρώτη φορά έβλεπα. Δαγκώνω αδιάφορα. Αμαν! Δαγκώνω δεύτερη φορά...και τρίτη. Στην τέταρτη δαγκωνιά δεν υπήρχε πια αυγόφετα. Τι ήταν αυτό το πράγμα που έφαγα, αναρωτήθηκα με γουρλωμένο μάτι. Το λεωφορεία αργούσε και είχα μπει σε σοβαρές σκέψεις.
Να γυρίσω πίσω με την πρόφαση οτι κάτι ξέχασα, μπας και κεραστώ άλλο ένα από αυτό το θαύμα που το λένε αυγόφετα?
Να γυρίσω πίσω και ξεκάθαρα να πω “βάλε 5-6 σε ένα αλουμινόχαρτο γιατι έχω πάθει πολιτισμικογευστικό σοκ”?
Να φανώ εξιοπρεπείς και να παραμείνω στη στάση αναμένοντας το λεωφορείο και πλημμυρισμένη από οτι είχε απομείνει από την γεύση της αυγόφετας?
Έκανα το τρίτο...αλλά!!! Οταν επέστρεψα σπίτι άρχισα να περιγράφω τόσο δια τηλεφώνου όσο και με όποιον άλλο τρόπο είχα, σε όποιον έβρισκα γι αυτό που έτυχε στο δρόμο μου. Την αυγόφετα. Μιλούσα γι αυτή ως σαν να ήταν ότι πιο θεσπέσιο είχε χτυπήσει ποτέ τον ουρανίσκο μου. Οι αντιδράσεις δεν ήταν αυτές που περίμενα. Όλοι ήξεραν την αυγόφετα εξ απαλών ονύχων. Ε εντάξει λεω, θα είναι σπεσιαλιτέ της περιοχής. Εμείς στην Αθήνα δεν τα ξέραμε αυτά.
Πέρασε ο καιρός και πως θυμάμαι και ανοίγω κουβέντα με τα αδέλφια όταν βρεθήκαμε.
-Α ναι ρε συ Βάγια! Αυγόφετες μας έφτιαχνε η γιαγιά μερικές φορές. Ωραίες ε?
Τι ήταν να το ακούσω! Τέτοιο θράσος? Εμένα η γιαγιά γιατί δεν μου έφτιαξε ΠΟΤΕ αυγόφετα? Μου λες? Το ξεπερνώ με δυσκολία και περνάει και πάλι καιρός όπου βρίσκομαι με τον μπαμπά μου και το θέμα <<αυγόφετα>> επανέρχεται στο προσκήνιο.
-Αααα αυγόφετες ε!! Μας τις έφτιαχνε η γιαγιά σου απ' όταν ήμασταν πιτσιρίκια για πρωινό. Και τώρα κάνει καμια φορά.
Σοβαρεύω αυτόματα και το μόνο που καταφέρνω να πω είναι ένα “μάλιστα” με μορφασμό έντονου προβληματισμού. Το ποτήρι είχε ξεχειλίσει και με είχε πλημμυρίζει με μορφή ΚΑΤΑΦΟΡΗΣ ΑΔΙΚΙΑΣ. Δεν φτάνει που μου στέρησαν τόσο χρόνια την απόλαυση της αυγόφετας, μου στερούσαν συστηματικά ΟΛΟΙ και την απόλαυση της περιγραφής αυτού του πράγματος, αντιμετωπίζοντας το ως κάτι φυσικολογικό και πολλάκις δοκιμασμένο.

Ήθελα κλείνοντας λοιπόν να ευχαριστήσω την Γιούλα και τον Φρίξο για ότι μου πρόσφεραν σε σχέση με τους γευστικούς μου ορίζοντες και να πω ένα “Θεος σχωρέστες” για τις αυγόφετες που εν είδει δεκατιάνου (!) εξαφανίστηκαν πριν λίγο από το πιάτο...

10/4/13

Εκείνο το παιδί



...εκείνη η μελαγχολία του λούνα παρκ.
Εκείνη η αμηχανία εκείνου του παιδιού σε εκείνη την φρέσκια ηλικία,
με εκείνη την αγωνία να δείχνει πάντα πως ναι, περνάει καλά.

Εκείνο το παιδί...Τσαλακωμένο και κομμένο στα δυο.
Δυο γονείς, δυο κομμάτια.

Που περίμενε την ώρα εκείνη να ανέβει στην μεγάλη ρόδα.
Κι όταν φτάσει ψηλά, πολύ ψηλά,
να προλάβει να αφήσει ένα μικροσκοπικό δάκρυ να το πάρει ο αέρας.
Εκείνος ο αέρας ο σύντροφος, που στέγνωνε το μάγουλο μέχρι το βαγόνι να
επιστρέψει στο έδαφος.

Εκείνα τα μεσημέρια Κυριακής...κι εκείνη η αναμονή να περάσουν.
Κι εκείνος ο κόμπος στο λαιμό και η αγωνία...
να δείχνει πάντα πως ναι, περνάει καλά.

Εκείνο το παιδί που πρόσεχε πάντα να μην λερωθεί.
Να μην πεινάσει.
Να μην διψάσει.
Να μην ιδρώσει.
Να μην κουραστεί.
Να μην σε στεναχωρεί...

Εκείνο το παιδί.
Που σ' αγαπούσε.
Που του έλειπες.
Που σου έλειπε.
Που πνιγόταν απο πίκρα και απορία.
Όχι δεν περνούσε καλά εκείνο το παιδί...μα σ' αγαπούσε τόσο!!