14/1/17

Στους νέους, μικρότερους μου ήρωες







Καθώς μεγάλωνα μα όσο ακόμα ήμουν μικρή, αυτό που με χαρακτήριζε περισσότερο ήταν η υπομονή. Μέσα σε όλα εκείνα που υπήρχαν στο παιδικό μυαλό μου, σε θέση περιωπής στεκόταν με καμάρι η άποψη μου για τους μεγάλους. Για τους ενήλικες. Ήταν οι ήρωες μου. Τους θαύμαζα! Σχεδόν όλους. Αυτοί ήξεραν, εγώ όχι ακόμα. Αυτοί μπορούσαν, εγώ όχι ακόμα. Κι αυτό μου ήταν μεν δύσκολο μα από την άλλη, πίστευα πως το οτι θα μεγαλώσω κι εγώ κάποια στιγμή, αυτομάτως θα με κάνει να ξέρω και να μπορώ τα πάντα...όπως αυτοί.

Είσαι μικρή ακόμα, δεν ξέρεις.
Είσαι μικρή ακόμα, δεν μπορείς.
Είσαι μικρή ακόμα, δεν κάνει.
Είσαι μικρή ακόμα...

Και μια μέρα, ένα απόγευμα για την ακρίβεια, έπαψα να είμαι μικρή. Και να ΄ταν μόνο αυτό! Από εκείνη την ημέρα, όλο μεγάλωνα. Και μεγάλωνα...και μεγάλωνα. Και όλο μεγαλώνω. 

Μεγάλωσες πια, έπρεπε να ξέρεις.
Μεγάλωσες πια, έπρεπε να μπορείς.
Μεγάλωσες πια, έχασες την ευκαιρία.
Μεγάλωσες πια...

Μπορεί, δεν ξέρω. 
Υπάρχει όμως κάτι που ξέρω. 
Οι ήρωες μου διαλύθηκαν. Και το χειρότερο; Τους διέλυσα εγώ η ίδια όταν κατάλαβα πως ούτε κι εκείνοι ποτέ ήξεραν, ούτε μπορούσαν, όπως νόμιζα. Με απογοήτευσαν και τους έδωσα μια και τους έκανα κομμάτια. Υπήρξαν δυνατοί και άτρωτοι και ολόσωστοι στο παιδικό μυαλό μου. Τσιμεντένιες κολώνες στις οποίες στήριξα τα παιδικά μου χρόνια και έβρισκα αγκαλιάζοντάς τες δύναμη να αντέχω να περιμένω να μεγαλώσω. Και τώρα πατώ επάνω τους, περιπλανώμενη σε μια χωματερή τσιμεντένιων ιδεών που έκανα κομμάτια γιατί κατάλαβα πως όχι, ούτε ήξεραν, ούτε μπορούσαν. Και όσο μεγαλώνω και γίνομαι κι εγώ μια απ αυτούς, τόσο από βαθύτερα ματώνουν τα πέλματά μου πάνω στα κομμάτια τους. 

Δεν ήξεραν ούτε μπορούσαν τίποτα. Τώρα, κι εγώ το ίδιο. Και δεν πειράζει αυτό, καθόλου. Πειράζει όμως πολύ το να μην “είσαι”, να μην “ξέρεις” ή να μην “μπορείς” και παράλληλα να επιμένεις στο αντίθετο. 

Αυτοί οι μικροί και ξέρουν και μπορούν. Και μάλιστα πολλά περισσότερα όσο πιο μικροί είναι. Πριν προλάβουν οι μεγάλοι να τους κόψουν το “βήχα” και να τους αφήνουν να πνίγονται στα φλέματα της κάθε τους ανάσας. Μας είναι δύσκολο εμάς των μεγάλων να αφήνουμε χώρο, να δίνουμε βήμα στα “μικρότερα” από μας...μα ξεχνάμε πως αυτά που τώρα είναι κοντά, μια μέρα θα μας κοιτούν από ψηλά. Και αν φτάσουν κι αυτά να χρειαστεί να μας διαλύσουν, όπως εγώ εσάς, “μεγάλοι” μου ήρωες, τότε η ευθύνη θα είναι αποκλειστικά δική μας.

Με αγάπη, σε όλους τους μικρότερους μου, τους νέους μου ήρωες!!

Έτσι αγαπιούνται οι Λιβελούλες




Έτσι αγαπιούνται οι Λιβελούλες.
Και ερωτεύονται πα στο νερό το ήσυχο τα απογεύματα.
Πλάι σε τριζόνια επίμονα και ζαλισμένους φρύνους . 
Κάτω απ' του ήλιου το ζεστό το τούλι, το διάφανο, σαν τα φτερά τους. 
Στέκουνε ασάλευτες, σχεδόν χωρίς ανάσα, σαν μικροσκοπικά αγάλματα από σίδερο και μετάξι πάνω σε γυαλί. 
Και σαν φυσήξει το άσπρο σύννεφο, αποχωρίζονται γεμάτες αγωνία για την αλήθεια του έρωτα τους. 
Αν υπήρξε, θα ζωγραφιστεί ο αέρας με μικρές, υπέροχες, λαχανιασμένες Λιβελούλες. 
Κι άλλες Λιβελούλες!
Κι άλλες Λιβελούλες!
Κι άλλες...!
Αν όχι, θα ερωτευτούν ξανά.
Γιατί έτσι αγαπιούνται οι Λιβελούλες.

Η θλίψη μιας μικρής Παρασκευής


17 Ιουλίου 2015

...αυτής που κουβάλησε στην πλάτη της μια Δευτέρα φοβισμένη.
Μια Τρίτη αγωνίας.
Μια Τετάρτη υπομονής.
Μια Πέμπτη, ανέκφραστη.
Δίχως το φως της Κυριακής. 
Δίχως τα γέλια του Σαββάτου.

Το καλοκαίρι άργησε και τώρα περισσεύει. 
Κι όλοι εμείς να χορεύουμε τον χορό της βροχής, γύρω από ένα καμένο δέντρο. 
Με ταμπούρλα και με σημαίες. Και με κραυγές να στάζουν απ' τα χείλη. 
Κατάρες, ανάθεμα και έρωτας μπερδεύτηκαν και γέννησαν το τέρας. 
-Πως θα το παλέψεις; ... με ρώτησε ένα παιδί. 
-Με την αγάπη ... του απάντησα. 
Κι εκείνο απομακρύνθηκε και πήγε να χάιδεψε τρυφερά μια χούφτα από γρασίδι κάτω απ' το καμένο δέντρο.
Ο χορός είχε τελειώσει...χωρίς βροχή.
Κι εμείς να ρίχνουμε την ευθύνη στο έρμο σύννεφο...
Τι κρίμα!

Ιστορίες ενός χαρτόκουτου Νο1




Είναι και κάτι φορές που νιώθεις σαν ένα μικρό χαρτόκουτο. Σαν ένα ευαίσθητο δοχείο βιωμάτων, εμπειριών, χαράς και λύπης που πας κι έρχεσαι...και ξανά πας, από χέρι σε χέρι, από πόρτα σε πόρτα, από εποχή σε εποχή.
Άλλοτε φοράς συσκευασία δώρου και χαρίζεσαι κι άλλοτε πουλιέσαι ακριβά, ή και φθηνά πολλές φορές.Κι άλλοτε απλώς υπάρχεις, εύθραυστος, χάρτινος, ευάλωτος. Είναι οι φορές εκείνες που σε παίρνει κάποιο αδέξιο χέρι και σε τσαλακώνει μέσα στη χούφτα του, ή σε τσαλαπατάει ένα παπούτσι λασπωμένο. Ή που πετάχτηκες αδιάφορα σε ανοιχτό κάδο απορριμάτων ...και έβρεξε κι έλιωσες, μικρό μου χαρτόκουτο! Κι έτσι ρημαγμένο,έχεις να κλάψεις για το χάρτινο σκαρί σου, μα και για το μέσα σου, αυτό που κουβαλούσες και σε κουβαλούσε υπομονετικά μια ολόκληρη ζωή, σαν άκακη, φιλήσυχη χελώνα του αγρού που σε άρπαξε το γεράκι και σε πέταξε στα βράχια...

Ο Άγιος Βασίλης και το τραπεζάκι





Δεκέμβριος 1981
.
..ήταν μοναχοπαίδι. Με τα καλά του αλλά και με τα άσχημά του. Όχι οτι είχε κακομάθει, κάθε άλλο. Τα άσχημα ήταν αυτή η υπερβολική ησυχία στο σπίτι και οι ατελείωτες ώρες παιδικής μοναξιάς. Ο αδελφός που δεν υπήρχε να τσακωθούν, η αδελφή που δεν υπήρχε να διαφωνήσουν. Αλλά και να αγαπηθούν όλοι μαζί εκείνο βράδυ που ο τεράστιος μπαμπούλας ήταν κρυμμένος στην ντουλάπα και κανείς δεν την πίστευε! Από την άλλη, η μικρή αυτή πίστευε εύκολα σχεδόν τα πάντα. Θα ήταν αδύνατον λοιπόν να μην πιστεύει στον ερχομό του Άγιου Βασίλη. Φυσικά και ερχόταν! Έτσι, κάθε που στο κρεμαστό ημερολόγιο της κουζίνας εμφανιζόταν ο μήνας που ξεκινούσε με το γράμμα-τριγωνάκι για τα κάλαντα, η μικρή ζούσε και για τη στιγμή που επιτέλους θα συναντούσε αυτόν τον καλοκάγαθο παππού, που ποτέ δεν την ξεχνούσε τέτοιες μέρες.
Εκείνη την χρονιά, πεντάχρονη πια μαθήτρια του νηπιαγωγείου είχε ζητήσει ένα τραπεζάκι. Είχε σκίσει ένα μεγάλο κομμάτι χαρτί από το μπλοκ ζωγραφικής και με τον χοντρό της, κόκκινο μαρκαδόρο αντέγραψε από το τετράδιο της μαμάς της αυτά που της είχε υπαγορεύσει λίγο πριν, μιας και η μικρή δεν ήξερε ακόμα να γράφει. Τεράστια γράμματα χόρευαν ατσούμπαλα επάνω στο χαρτί και με παιδική ευγένεια, αφέλεια μα και σοβαρότητα, διαβεβαίωναν τον Άγιο Βασίλη πως την χρονιά που πέρασε, η μικρή ήταν καλή και ήσυχη και γι αυτό, αν μπορούσε, θα ήθελε να της φέρει το κατά δικό της τραπεζάκι.
-Μα τραπεζάκι; Κι αν δεν μπορέσει να το κουβαλήσει ο Άγιος Βασίλης; ... της είχε πει η μαμά της. Εκείνη όμως επέμενε και αποφάσισε να το ρισκάρει. Ένιωθε πως μεγάλωσε πια και χρειαζόταν τον κατά δικό της χώρο να απλώνει τις πλαστελίνες της και της ξυλομπογιές της. Το τραπέζι της κουζίνας δεν τη βόλευε πια. Ενώ αν είχε το κατά δικό της τραπεζάκι, δεν θα μπορούσε κανείς να την διακόψει γιατί έπρεπε να στρωθεί το τραπέζι για φαγητό ή γιατί έπρεπε να αλλαχτεί το τραπεζομάντηλο.

Οι μέρες περνούσαν και η ανυπομονησία μεγάλωνε. Η μικρή στεκόταν κάθε μέρα στη μέση του δωματίου της με την καταπράσινη μοκέτα και έκανε σχέδια για το που θα μπορούσε να μπει το τραπεζάκι της. Και μετά, στεκόταν με τις ώρες μπρος στο παράθυρο και κοιτούσε τον ουρανό. Θα ήταν τετράγωνο ή μήπως στρογγυλό? Είχε σταματήσει πια να κάθεται στο τραπέζι της κουζίνας και στο μικρό της μυαλουδάκι είχαν στριμωχτεί εκατοντάδες ζωγραφιές αλλά και σχέδια με το παιδικό ψηφιδωτό της και τις πλαστελίνες της, που και αυτά όπως και η ίδια περίμεναν με αγωνία να ξεδιπλωθούν στο καινούριο τραπεζάκι!
Στην γειτονιά τους, ο Άγιος Βασίλης ερχότανε το βράδυ της παραμονής της Πρωτοχρονιάς και όχι τα Χριστούγεννα. Δεν προλάβαινε. Αυτό ήταν και καλό και κακό. Από τη μια ο Άγιος Βασίλης θα είχε ήδη μοιράσει τα μισά του δώρα οπότε ίσως να ήταν πιο εύκολο να της φέρει και το δικό της με την δεύτερη δόση, από την άλλη, αν ήταν πια πολύ κουρασμένος? Αν πράγματι η μαμά της είχε δίκιο και ο Άγιος Βασίλης, όσο και να ήθελε, δεν θα μπορούσε να κουβαλήσει το τραπεζάκι? Δεν έμενε παρά να περιμένει...
Όταν η μεγάλη μέρα έφτασε, η μικρή πετάχτηκε από το κρεβάτι, άνοιξε τη χρματιστή κουρτίνα της. Δεν έβρεχε, ούτε χιόνιζε. Δεν είχε καν σύννεφα. Ήταν μια όμορφη, λαμπερή, χειμωνιάτικη μέρα και όλα συνωμοτούσαν ώστε να βγει η ευχή της αληθινή. Οι ουράνιοι δρόμοι ήταν ανοιχτοί κι έτσι ο Άγιος Βασίλης ούτε θα χανόταν, ούτε θα δυσκολευόταν να βρει το σπίτι τους. Χαμογέλασε και πολλά μικρά, φτερωτά ζουζούνια πεταλούδισαν στο μικροσκοπικό της στήθος από χαρά. Όταν πια ήρθε το βράδυ και η ώρα πλησίαζε, στεκόταν σιωπηλή μπροστά στο παράθυρο του δωματίου της, μήπως και τον δει κάπου, σε κάποιο απέναντι ή διπλανό σπίτι. Ήξερε πως ήταν δύσκολο να τον δει όταν θα ερχόταν στο δικό τους σπίτι, γι αυτό περίμενε στα σκοτεινά και πολύ ήσυχα μήπως και πάρει το μάτι της έστω την άσπρη φούντα του σκούφου του, κάπου εκεί έξω, στον φωτισμένο δρόμο. Η μαμά της μπήκε στο δωμάτιο χωρίς να ανοίξει το φως και αγκάλιασε την μικρή που είχε κολλήσει το πρόσωπο της στο τζάμι. Ο μπαμπάς, όπως κάθε χρόνο έτσι και τότε, στάθηκε μπρος στον πίνακα με τους διακόπτες και μετρώντας αντίστροφα από το δέκα, έκλεισε το ρεύμα να υποδεχτούν τον νέο χρόνο αλλά και να δώσουν την ευκαιρία στο Άγιο Βασίλη να φέρει το δώρο της. 

Το σπίτι μύριζε φρεσκοψημένο κρέας αλλά και κανέλα από τα μπισκότα της μαμάς. Και είχε ζέστη. Και ήταν όλα όμορφα και ήρεμα. “Καλή χρονιά!!” Φώναξαν οι γονείς της και με μιας ο μπαμπάς την άρπαξε και άρχισε να την στριφογυρίζει γελώντας στο παιδικό της δωμάτιο, στο οποίο η μικρή, εδώ και μέρες είχε παραμερίσει τα πάντα για να κάνει χώρο για το τραπεζάκι. Το μεγάλο καλάθι με τα παιχνίδια, το ξύλινο “ντεντένι” της... Όλα στοιβαγμένα πίσω από την πόρτα. “Μπαμπά άνοιξε τα φώτα!!”. Αμηχανία. Με γουρλωμένα μάτια η μικρή κοιτούσε τριγύρω στο δωμάτιο. Το τραπεζάκι πουθενά. Το βλέμμα της κόλλησε στο πάτωμα. Για κάποια δευτερόλεπτα έμειναν όλοι σιωπηλοί. Ωσπου η μικρή είπε ψιθυρίζοντας με τρεμουλιαστή φωνή “τελικά δεν μπόρεσε να το κουβαλήσει, ε μαμά;”. Και τότε ο μπαμπάς της λιγωμένος της είπε πως αν ερχόταν ο Άγιος Βασίλης να αφήσει το τραπεζάκι στο δωμάτιο, θα τον έβλεπαν. Κι αυτό δεν θα ήταν σωστό! Ήταν λάθος, της είπε, που περίμεναν στο δωμάτιο. Και ήταν σίγουρος πως ο Άγιος Βασίλης θα βρήκε άλλο μέρος να το αφήσει. Και με μιας ανοίγει την μπαλκονόπορτα, βγαίνει στην βεράντα και πριν η μικρή καταλάβει, ο μπαμπάς αγκαλιά με το τραπεζάκι μπαίνει χοροπηδώντας στο δωμάτιο. “Να το!! Το έφερε!! Δεν σου το έλεγα εγώ; Να το !!” Η μικρή σάστισε. Έμεινε ακίνητη για λίγο και μετά έτρεξε έξω στην βεράντα να τον προλάβει, να τον δει έστω να φεύγει και να του φωνάξει πόσο πολύ τον αγαπάει. Αλλά δεν τον πρόλαβε ούτε φέτος. Μπήκε στο δωμάτιο αργά και αμίλητα. Πλησίασε το τραπεζάκι και κάθισε στα γόνατα δίπλα του. Ο Άγιος Βασίλης δεν είχε φέρει καρέκλα. Είχαν γίνει όλα τόσο γρήγορα και η μικρή ήταν τόσο μπερδεμένη. Από την μια η αγωνία που αρχικά δεν είχε δει το τραπεζάκι στο δωμάτιο, από την άλλη που δεν πρόλαβε να του πει μια κουβέντα και στη μια μεριά του δωματίου, το κατά δικό της τραπεζάκι! Πολλά μαζεμένα για ένα τόσο δα μικρό μυαλουδάκι. Και πως να τα διαχειριστεί όλα αυτά τόσο γρήγορα;


Από εκείνο το βράδυ, το τραπεζάκι αυτό έγινε ο καλύτερός της φίλος που την συντρόφευε καθημερινά για πολλές ώρες. Άσπρο, ξύλινο, στρογγυλό με μικρά ποδαράκια. Ήταν το ωραιότερο τραπεζάκι του κόσμου, φτιαγμένο αποκλειστικά για εκείνη. Το “κατά δικό της τραπεζάκι” ήταν αυτό που για τα επόμενα δυο χρόνια θα στήριζε με σιγουριά και σταθερότητα όλες τις ζωγραφιές της με τους χαμογελαστούς ήλιους και τις κυματιστές θάλασσες. Τα ανθρωπάκια χωρίς ρούχα από χρωματιστές πλαστελίνες και τις πρώτες της λέξεις σε εκείνο το τετράδιο το αγαπημένο, που επάνω είχε χώρο για ζωγραφιές και κάτω για γράμματα. Το “κατά δικό της τραπεζάκι” που μέχρι και σήμερα, μεγάλη πια, σκέφτεται συγκινημένη και με νοσταλγία, όχι τόσο για την ομορφιά που είχε σαν έπιπλο αλλά για τα όνειρα που έχτισε επάνω του, πάνω στα μικροσκοπικά, κοντά, ξύλινα ποδαράκια του..

Μάρκος Αυρήλιος



"Είμαστε όλοι πλάσματα μιας μέρας. Κοντεύει ο καιρός που θα τα ξεχάσεις όλα. Κοντεύει ο καιρός που θα σε ξεχάσουν όλοι. Να στοχάζεσαι πάντα ότι σε λίγο θα είσαι ο κανένας στο πουθενά"
Μάρκος Αυρήλιος
Πόσο μαύρο.
Έχουμε βαλθεί οι περισσότεροι να επενδύουμε στο έτσι κι αλλιώς αβέβαιο μέλλον, αδιαφορώντας για το παντελώς αδικοχαμένο παρελθόν και το τραγικά ανύπαρκτο παρόν.
Και το χειρότερο, αυτό παλεύει κι ο κάθε γονιός για το παιδί του.
Ο κάθε δημιουργός για το έργο του.
Όλα για ένα καλύτερο αύριο.
Για το σήμερα, κουβέντα...

Η ειλικρίνεια του Πιερότου



Οι Κλόουν με μελαγχολούσαν ανέκαθεν. Με κάνουν να νιώθω δύσκολα. Προτιμώ τους Πιερότους που είναι πάντα ο εαυτός τους. Κλαίνε φανερά, ακομπλεξάριστα, γιατί έτσι, αφού έτσι νιώθουν και αυτή είναι η αλήθεια τους.
Οι Κλόουν -κάθε είδους- με θλίβουν περισσότερο. Γιατί κρατούν την αλήθεια για τον εαυτό τους. Και διαφέρει τόσο από αυτό που έχουν κλιθεί από πάντα να δείχνουν.

Το δίλημμα



...είναι κάποια πρωινά που ξημερώνουν κάτι μέρες περίεργες. Πρωινά που σου φωνάζουν δυνατά πως “δεν είναι η μέρα σου σήμερα”. Που κι εσύ ο ίδιος δυσκολεύεσαι να πιστέψεις πως μέσα σε μόνο μια μέρα, καταφέρνουν να φυτρώσουν γύρω σου τόσα εμπόδια. Είναι σαν να έχεις βαδίσει για καιρό ένα δύσβατο μονοπάτι, με απότομες ανηφοριές και κατηφόρες επικίνδυνες...κι εκεί που έχεις φτάσει πιαστο ίσιωμα, ένα ένα τα δέντρα να πέφτουν μπροστά σου και να σου κλείνουν το δρόμο, σαν ένα αλλόκοτο ντόμινο που παίζει με το μυαλό, την αντοχή σου και την πίστη σου για το σκοπό σου. Κι εκεί είναι και το ενδιαφέρον κομμάτι της ιστορίας. Η απόφαση. Το πίσω, είναι γνωστό. Κάνεις μεταβολή κι επιστρέφεις στην αρχική, γνωστή σου βάση, χαλαλίζοντας τον μέχρι τότε κόπο σου προκειμένου να επιστρέψεις στα γνωστά λημέρια. Το μπρος είναι άγνωστο. Μπορεί και να έχεις πλησιάσει αρκετά. Μπορεί και όχι. Το μόνο σίγουρο είναι πως στο μπρος, έχεις να αντιμετωπίσεις ένα δρόμο που μοιάζει κλειστός μα σου υπόσχεται πολλά.
Και οι δυο πορείες έχουν την αξία τους
Η μία σου παρέχει ηρεμία και ασφάλεια.
Ή άλλη, προσδοκία και όνειρο.
Ποια απόφαση να πάρεις;

Παρασκευή σαρακοστής, άνοιξη απόγευμα, 8:00μμ





"...καθισμένη αφηρημένα στο πεζούλι της αυλής με μια κούπα μοσχομυριστό καφέ στο χέρι, χαζεύοντας τα πρασινοβέλουδα φύλλα από τον πλάτανο που θέριεψε θαρρείς μέσα σ' ένα βράδυ. Η δροσιά τρυπώνει κάτω από τη ζακέτα και μου ανατριχιάζει τα σβέρκο σαν να χορεύει επάνω μου ερωτευμένη πεταλούδα. Κάποιος γείτονας έκαψε νωρίτερα τα χόρτα και στη μύτη μου ξυπνούνε μνήμες καλοκαιριού. Από παιδί η μυρωδιά του φρεσκοκομμένου χόρτου μου έφερνε στον ουρανίσκο γεύση από καρπούζι. Καθώς χάνεται σιγά σιγά το φως, τα αηδόνια δυναμώνουν το τραγούδι. Τη μια ακούω αυτά, την άλλη τον ψάλτη από την εκκλησία της πλατείας, χωρίς να καταλαβαίνω τι λέει. Ποτέ μου δεν κατάλαβα, μα δεν πειράζει. Δεν είναι απαραίτητα η πίστη και τα λόγια σε αυτήν που σε κάνουν να νιώσεις την ομορφιά της Παρασκευής την σαρακοστή. Είναι όλα αυτά μαζί που "συνωμοτούν" κάθε χρόνο τέτοιες μέρες, για να πεισμώνω απέναντι σε όσα κοντράρουν με την μέσα κι έξω αισθητική μου και να επιμένω να μένω εκεί στο πεζούλι με την τρίχα όρθια, απολαμβάνοντας τα ολόγλυκα, ακαταλαβίστικα φάλτσα του ψάλτη, τα αυθάδικα τραγούδια των αηδονιών και τα κομμένα χορτάρια. Όλα με τον δικό τους Χαιρετισμό! Νύχτωσε..."

Άλλοθι ντεμέκ


Η πραγματική, η ζηλευτή καλλιέργεια ενός ανθρώπου, κρύβεται πίσω από την ειλικρίνεια τριών μόνο (δύσκολων ομολογουμένως) φράσεων:
Σε παρακαλώ...
Σ' ευχαριστώ...
Συγγνώμη...
Καμιά πανεπιστημιακή γνώση και κατάρτιση δεν εγγυώνται κάτι από τρία. Κι αυτό σημαίνει δύο πράγματα. Η έλλειψη της ακαδημαϊκής σπουδής σε οτιδήποτε, δεν είναι άλλοθι για τη γαϊδουριά και την υπεροψία. Όπως επίσης, η ύπαρξή της δεν την αποκλείει.
Ο θώκος φίλοι μου, όπως και το ύφος καρδιναλίων, απαιτεί γαλάζιο αίμα ή κερδισμένες μάχες πριν τη στέψη. Σε κάθε άλλη περίπτωση, είναι δικτατορία...ή γελοιότητα.