18/10/10

Εκλεπτυσμένοι στροβιλισμοί




«ΠΟΡΤΕΣ» Όχι, δεν ξέρω τίποτα.


Ακατανόητοι στροβιλισμοί. Προορισμός κανείς. Το πίσω θρύψαλα. Το μπρος αδιάφορο. Αιωρούμαι ηλιθιωδώς σε δρόμους με φώτα, ανάμεσα σε πεζούς άγνωστους, σε πεζοδρόμια και σε πόρτες δυνατοτήτων και ευκαιρίας. Αυτάρεσκες πόρτες, μυστηριακές, πάντα απόμακρες. Κι απ’ έξω δεκάδες χέρια να χτυπάνε για να μπουν. ΔΕΟΣ. Έχω για άλλοθι το ότι δεν πατώ αλλά στροβιλίζομαι, αιωρούμαι ακούσια. Αφήνομαι έρμαιο –λέω -και ότι θέλει ας γίνει, μιας και όποτε θέλησα να ορίσω μια πορεία, δεν την κατάφερα ΠΟΤΕ. Κοιτώ τις πόρτες από πάνω. Μετατοπίστηκα σε άλλο επίπεδο? Ακούγεται τόσο ενδιαφέρον και αξιόλογο! Θα το ισχυρίζομαι λοιπόν από δω και μπρος. Θα μοιάζω εξαιρετικά σκεπτόμενος και καλλιεργημένος. Στέκομαι αφ υψηλού από θέση!



«ΑΝΑΣΑ» Όχι, δεν νιώθω τίποτα.

Περνούν οι εποχές, αλλάζουν χρώματα τα μάτια και ο ρυθμός της ανάσας, το βάθος της, η διάρκεια. Η ανάσα πάντα εκεί. Ακούραστη αυτή, εγώ κατάκοπος. Άλλωστε πότε νοιάστηκε για μένα? Ζωοφόρος ανάσα, εγωίστρια και κακομαθημένη. Αυτάρκης και επιβλητική. Καθοριστική ανάσα, ένδειξη ύπαρξης, ζωής άρα και κουράγιου, δύναμης, συνέχειας. Μοναδική ανάσα, αξιόλογη, αναγκαία, απαραίτητη. Καταλυτική ανάσα. Ηλίθια ανάσα. Βαρετή ανάσα. Πάντα εκεί, φρουρός και δυνάστης καταντάς ανάσα. Ξεροκέφαλη.



«ΣΤΑΓΟΝΑ» Όχι δεν αρκούμε σε τίποτα.

Τη μια φυσάει, την άλλη καίει, την άλλη βρέχει. Φθινόπωρο. Κι εγώ παλεύω ακόμα λίγο να αλλάξω χρώμα στη σταγόνα και να την κάνω παχύρρευστη. Όπως είναι τώρα την βαριέμαι. Μου είναι άχρηστη σχεδόν. Να πέσει πάνω στο δάχτυλό μου και να μείνει για πάντα εκεί. Παχύρρευστη, διάφανη σταγόνα ολοδική μου. Το χώμα τόσα χρόνια ποτίζεται. Φτάνει. Είναι καιρός να ποτιστούν και τα δάχτυλά μου. Ζητάω πολλά? Έτσι κι αλλιώς οι σταγόνες δεν κοστίζουν, άρα έχω δικαίωμα να αποκτήσω μερικές και να τις προσαρμόσω. Θα το παλέψω ακόμα λίγο.



«ΕΚΛΕΠΤΥΣΜΕΝΟΣ» Όχι, δεν καταλαβαίνω τίποτα.

Πως βρέθηκαν όλοι αυτοί τριγύρω? Εκλεπτυσμένες συναναστροφές της Κυριακής. Εκλεπτυσμένοι κόμποι υπερπροσπάθειας στο λαιμό να παραμείνω εκλεπτυσμένος. ΕΚΛΕΠΤΥΣΜΕΝΟΣ. Η επικοινωνίας μας ΠΡΕΠΕΙ. Είναι νοσηρή επιλογή η μοναξιά-λένε. Είναι λίγη η παρατήρηση μέσα από το τζάμι-λένε. Είναι δειλή η μακροχρόνια στάση-λένε. ΛΕΝΕ διαρκώς. Εκλεπτυσμένη δυστυχώς προσπάθεια η τελευταία. Όλοι αυτοί οι «τριγύρω» καθισμένοι σε ημικύκλιο να πιστεύουν πως κουβεντιάζοντας εκλεπτυσμένα τα κακώς κείμενα της εποχής. Κι εγώ σε ένα στενό μπαλκόνι να ισορροπώ (επικινδύνως-λένε) πάνω στα παλιά κάγκελα της δεκαετίας του ’80.
-Θα πέσω, δεν θα πέσω.
Δεν γλιστρούσε αρκετά το παλιό κάγκελο-ήταν η σκουριά πολλή και η ολισθηρότητα είχε ασθενήσει με τα χρόνια- και τα τελευταία κατάλοιπα εκλεπτυσμού μου δεν με άφησαν να σκύψω όσο χρειαζόταν.