18/10/10

Εκλεπτυσμένοι στροβιλισμοί




«ΠΟΡΤΕΣ» Όχι, δεν ξέρω τίποτα.


Ακατανόητοι στροβιλισμοί. Προορισμός κανείς. Το πίσω θρύψαλα. Το μπρος αδιάφορο. Αιωρούμαι ηλιθιωδώς σε δρόμους με φώτα, ανάμεσα σε πεζούς άγνωστους, σε πεζοδρόμια και σε πόρτες δυνατοτήτων και ευκαιρίας. Αυτάρεσκες πόρτες, μυστηριακές, πάντα απόμακρες. Κι απ’ έξω δεκάδες χέρια να χτυπάνε για να μπουν. ΔΕΟΣ. Έχω για άλλοθι το ότι δεν πατώ αλλά στροβιλίζομαι, αιωρούμαι ακούσια. Αφήνομαι έρμαιο –λέω -και ότι θέλει ας γίνει, μιας και όποτε θέλησα να ορίσω μια πορεία, δεν την κατάφερα ΠΟΤΕ. Κοιτώ τις πόρτες από πάνω. Μετατοπίστηκα σε άλλο επίπεδο? Ακούγεται τόσο ενδιαφέρον και αξιόλογο! Θα το ισχυρίζομαι λοιπόν από δω και μπρος. Θα μοιάζω εξαιρετικά σκεπτόμενος και καλλιεργημένος. Στέκομαι αφ υψηλού από θέση!



«ΑΝΑΣΑ» Όχι, δεν νιώθω τίποτα.

Περνούν οι εποχές, αλλάζουν χρώματα τα μάτια και ο ρυθμός της ανάσας, το βάθος της, η διάρκεια. Η ανάσα πάντα εκεί. Ακούραστη αυτή, εγώ κατάκοπος. Άλλωστε πότε νοιάστηκε για μένα? Ζωοφόρος ανάσα, εγωίστρια και κακομαθημένη. Αυτάρκης και επιβλητική. Καθοριστική ανάσα, ένδειξη ύπαρξης, ζωής άρα και κουράγιου, δύναμης, συνέχειας. Μοναδική ανάσα, αξιόλογη, αναγκαία, απαραίτητη. Καταλυτική ανάσα. Ηλίθια ανάσα. Βαρετή ανάσα. Πάντα εκεί, φρουρός και δυνάστης καταντάς ανάσα. Ξεροκέφαλη.



«ΣΤΑΓΟΝΑ» Όχι δεν αρκούμε σε τίποτα.

Τη μια φυσάει, την άλλη καίει, την άλλη βρέχει. Φθινόπωρο. Κι εγώ παλεύω ακόμα λίγο να αλλάξω χρώμα στη σταγόνα και να την κάνω παχύρρευστη. Όπως είναι τώρα την βαριέμαι. Μου είναι άχρηστη σχεδόν. Να πέσει πάνω στο δάχτυλό μου και να μείνει για πάντα εκεί. Παχύρρευστη, διάφανη σταγόνα ολοδική μου. Το χώμα τόσα χρόνια ποτίζεται. Φτάνει. Είναι καιρός να ποτιστούν και τα δάχτυλά μου. Ζητάω πολλά? Έτσι κι αλλιώς οι σταγόνες δεν κοστίζουν, άρα έχω δικαίωμα να αποκτήσω μερικές και να τις προσαρμόσω. Θα το παλέψω ακόμα λίγο.



«ΕΚΛΕΠΤΥΣΜΕΝΟΣ» Όχι, δεν καταλαβαίνω τίποτα.

Πως βρέθηκαν όλοι αυτοί τριγύρω? Εκλεπτυσμένες συναναστροφές της Κυριακής. Εκλεπτυσμένοι κόμποι υπερπροσπάθειας στο λαιμό να παραμείνω εκλεπτυσμένος. ΕΚΛΕΠΤΥΣΜΕΝΟΣ. Η επικοινωνίας μας ΠΡΕΠΕΙ. Είναι νοσηρή επιλογή η μοναξιά-λένε. Είναι λίγη η παρατήρηση μέσα από το τζάμι-λένε. Είναι δειλή η μακροχρόνια στάση-λένε. ΛΕΝΕ διαρκώς. Εκλεπτυσμένη δυστυχώς προσπάθεια η τελευταία. Όλοι αυτοί οι «τριγύρω» καθισμένοι σε ημικύκλιο να πιστεύουν πως κουβεντιάζοντας εκλεπτυσμένα τα κακώς κείμενα της εποχής. Κι εγώ σε ένα στενό μπαλκόνι να ισορροπώ (επικινδύνως-λένε) πάνω στα παλιά κάγκελα της δεκαετίας του ’80.
-Θα πέσω, δεν θα πέσω.
Δεν γλιστρούσε αρκετά το παλιό κάγκελο-ήταν η σκουριά πολλή και η ολισθηρότητα είχε ασθενήσει με τα χρόνια- και τα τελευταία κατάλοιπα εκλεπτυσμού μου δεν με άφησαν να σκύψω όσο χρειαζόταν.

20/6/10

Οδοιπορικό 700 χιλιόμετρα

                                                                                                                                                                          




Εφτά χρόνια πριν.



Κάποιος ταλαντούχος θα μπορούσε να γράψει ένα βιβλίο για εκείνη την ημέρα. Εγώ θα αρκεστώ σε μερικές γραμμές. Γιατί το να θυμάται κανείς είναι χρήσιμο. Ακόμα και για τον επαναπροσδιορισμό των καταστάσεων που μέσα στα χρόνια έχουν χάσει ίσως το σχήμα τους.



Σχήμα…



19 Ιουνίου 2003

Μια μέρα δίχως σχήμα. Η εικόνα που ερχόταν ήταν σχεδόν οβάλ αλλά κάποιες σκέψεις, κάποιες στιγμές, της πρόσθεταν οξείες γωνίες, από αυτές που αν χρειαζόταν θα γίνονταν καταφύγιο.



Ήταν όλα έτοιμα από την προηγούμενη. Βαλίτσες φορτωμένες με ότι υπήρχε και δεν υπήρχε. Λες και δεν θα επέστρεφα ποτέ. Μα θα ήταν -αν όλα πήγαιναν καλά-μόνο 4 μέρες. Η ζεστή Πέμπτη είχε ξημερώσει επιτέλους. Στην τσάντα μου τα εισιτήρια τακτοποιημένα όσο καλύτερα γινόταν. Σταθμός Λαρίσης-Θεσσαλονίκη με το τραίνο. Θεσσαλονίκη-Καβάλα με λεωφορείο του ΚΤΕΛ. (Επίσης ένα Αεροπορικό εισιτήριο από Θεσσαλονίκη για Αθήνα στην πιο μικρή και βαθιά τσέπη που υπήρχε).

Μπήκα στο βαγόνι και κάθισα. Δίπλα μου δεν κάθισε κανείς. «Τι ωραία» είπα. Δεν θα με αποσπάσει τίποτα. Κι έτσι κι έγινε. Όσο το τραίνο ξεμάκραινε από την πόλη μου τόσο ξεμάκραινε και η αυτοπεποίθηση μου, η οποία έτσι κι αλλιώς ποτέ δεν ήταν αρκετή. Τσιγάρα, καφές και το δανικό discman του αδελφού μου ήταν εξαίρετοι σύμμαχοι σε αυτό το ταξίδι. Το στρογγυλό καθρεφτάκι έβγαινε από την τσάντα κάθε δέκα λεπτά για να μου επιβεβαιώσει το πώς η ανασφάλεια είχε γίνει πια αρχηγός σε αυτό το έργο. «Ε όχι» σκέφτηκα, «ότι σκατά είναι να γίνει, θα γίνει». Το έβαλα ανάμεσα στα δυο καθίσματα. Σφιχτά. Δεν φαινόταν πια καθόλου. Ίσως να το έβρισκε κάποιος άλλος στο επόμενο ταξίδι αυτού του τραίνου και να του φαινόταν χρήσιμο.



Το πρώτο μισάωρο πέρασε με σκέψεις ηλίθιες. Μήπως ξέχασα κάτι? Μήπως δεν έγινε σωστή συνεννόηση και μπερδευτώ? Μήπως έχω πέσει τόσο έξω και αυτός που πάω να συναντήσω δεν είναι αυτός που πιστεύω? «Τι τα θες και τα σκαλίζεις» λέω. Τώρα το τραίνο δεν γύριζε πίσω. Θα πήγαινα κι ας έτρωγα τα μούτρα μου. Τα πήγαινε-έλα μου στο «Γρηγόρης-Μικρογεύματα»-τρία βαγόνια προς τα πίσω-γίνονταν όλο και πιο συχνά. Η ανάγκη μου να καπνίσω ήταν έντονη και ασταμάτητη. Κοιτούσα την ώρα συχνά. Περνούσε κανονικά. Ούτε αργά ούτε γρήγορα. Έρχονταν στιγμές που κι εγώ η ίδια δεν πίστευα την τρέλα που κουβαλούσα, όπως δεν την πίστευαν και οι δικοί μου, φίλοι…και «φίλοι». Άρχισαν να μου κρατάνε συντροφιά πειραχτικά μηνύματα στο κινητό μου. «Ακόμα στο ίδιο τραίνο είσαι? Δεν πήρες το πρώτο της επιστροφής?». «Έλα ρε τι αγχώνεσαι? Σιγά! Κοίτα να το απολαύσεις και μην σκέφτεσαι το μετά». Τα δεχόμουν όλα αβίαστα και απαντούσα-δεν θυμάμαι τι- με ένα ύφος μεθυσμένης χαζομάρας.



Είχαν περάσει ήδη δυο ώρες. Άκουγα για δεύτερη φορά την «Εκπομπή» με την Ελευθερία Αρβανιτάκη και τότε κόλλησα στο «Εγώ το μέλλον νοσταλγώ». Από τότε ως και την Θεσσαλονίκη έπαιζα στο repeat. Δεν μπορούσα να διαβάσω, να κοιμηθώ, να ξεχαστώ. Κολλημένη στο σχέδιο. Νόμιζα πως θα μπορούσα να τα οργανώσω τα πάντα έτσι ώστε να αποδειχθούν όλα ευχής έργον. ΜΠΟΥΡΔΕΣ. Χιλιάδες σκέψεις κατάστρωσης σχεδίου δράσεις αποδείχθηκαν περίτρανα τεράστιες ΜΠΟΥΡΔΕΣ. Ωστόσο μου κρατούσαν καλή παρέα. Ένιωθα πως είχα τον έλεγχο αυτών που θα ακολουθήσουν κι έτσι κρατούσα το κεφάλι μου ψηλά σε σημείο που κάποιες (αν και ελάχιστες φορές) έσκαγα κι ένα χαμόγελο σιγουριάς.



«Παρακαλούνται οι επιβάτες για Θεσσαλονίκη να ετοιμάζονται για αποβίβαση».



Θεσσαλονίκη. Ο πρώτος μου σταθμός. Εύκολα τα πράγματα. Σταθμός του τραίνου-Πιάτσα των ταξί-Πρακτορείο ΚΤΕΛ. Ήξερα πως όσο κι αν γυρίσω το κεφάλι μου δεν θα σκαλώσει το μάτι σε κανέναν γνωστό. Έτσι σταμάτησα να κοιτάζω τον κόσμο. Δεν είχα και πολλή ώρα άλλωστε. Σε είκοσι λεπτά το λεωφορείο θα ξεκινούσε για τον τελευταίο μου σταθμό. Είκοσι λεπτά που πέρασαν χωρίς να το καταλάβω, παρέα με έναν ελαφρύ στομαχόπονο, μάλλον από τους καφέδες και τα τσιγάρα.



Πολύ ωραία διαδρομή, σκεφτόμουν. Και όπως διαπίστωσα με τον καιρό, πράγματι είχα δίκιο. Βέβαια, η προσμονή μου να τον φτάσω, να τον δω, έδιναν μια νότα μαγείας σε όλα. Τα χρώματα ήταν πιο ζωντανά, οι κινήσεις σε όλα ήταν πιο αρμονικές, μέχρι και την βαρύτητα ένιωθα διαφορετική. Σαν να είχε ατονήσει πολύ και όλα σχεδόν να αιωρούνταν ένα εκατοστό από το έδαφος. Και μέσα στη μαγεία, ένα άγχος που άρχισε να κυριεύει το σώμα μου με παλινδρομικές γαστροοισοφαγικές συσπάσεις. Πάλευα να το κοντρολάρω. Μάταια. Όσο πλησίαζα τόσο με πλημμύριζε ένα κοκτέιλ χαμόγελων προσμονής και μορφασμών από την στομαχική τρικυμία.



Καβάλα.



Έφτασα γρήγορα. Έτσι μου φάνηκε. Κατέβηκα από το λεωφορείο και ξαφνικά με έπιασε βιασύνη. Έπρεπε να βρω γρήγορα το ξενοδοχείο, να φτάσω στο δωμάτιο, να κλειδώσω. Πέρασα, περπατώντας γρήγορα ανάμεσα από μαγαζιά, περίπτερα, παγκάκια πλάι στη θάλασσα, γλάρους που βολτάριζαν στα πεζοδρόμια, πλανόδιους πωλητές, ταβερνάκια με καρό τραπεζομάντηλα και ευωδιά βασιλικού. Αυτά βέβαια τα είδα κάποιες μέρες αργότερα. Εκείνη την ημέρα, έβλεπα μόνο την κάθετη ταμπέλα του ξενοδοχείου την οποία, για καλή μου τύχη είχα εντοπίσει από την πρώτη στιγμή. Τρέχοντας βρέθηκα μπροστά στην γυάλινη πόρτα του ξενοδοχείου, την άνοιξα γρήγορα, έκανα ένα βήμα. Η ανακούφιση και η ασφάλεια άρχισαν να παίρνουν λίγο χώρο μέσα μου. Είχα αφήσει πίσω μου την ζέστη του απογεύματος και την πολυκοσμία μιας πόλης άγνωστης και τόσο μακρινής από την δική μου πόλη. Ανέβηκα στο δωμάτιο, άνοιξα, μπήκα, κλείδωσα. «ΤΕΛΟΣ» είπα. «Έφτασες». Είχα τρεις ώρες μπροστά μου πριν το ραντεβού μαζί του. Μπήκα στο μπάνιο, άνοιξα το νερό και άφησα για ώρα να τρέξει επάνω μου, να ξεπλύνει ότι μπορούσε, όσο περισσότερο μπορούσε. Το νερό έτρεχε κι εγώ προσπαθούσα να κατανοήσω το πώς μπορεί ένας άνθρωπος να θέλει αλλά και να μην θέλει να περάσει η ώρα, ταυτόχρονα. Δεν το κατανόησα ποτέ. Και φυσικά η ώρα πέρασε δίχως να μου δώσει λογαριασμό.



-Είμαι από κάτω. Να ανέβω?

-Φυσικά και να ανέβεις!

Κι τότε τελείωσαν και άρχισαν όλα από την αρχή, εν μέσω ζάλης και εξαφάνισης κάθε έννοιας και ορισμού του χρόνου και του τόπου. Και ακολούθησαν ώρες που δεν θυμάμαι πως πέρασαν, χωρίς καμία σειρά και ειρμό. Μόνο το ξεδίψασμα της λαχτάρας θυμάμαι κάποιες στιγμές, κι αυτό γιατί ο ήλιος που έδυε κι ανέτειλε διακριτικά από τις γρίλιες μου θύμιζε πως βρίσκομαι σε πραγματικό χώρο και χρόνο και όχι σε κατάσταση REM. Κι αν η αίσθηση της πραγματικότητας επανήλθε και κρατάει καλά εδώ και εφτά χρόνια, η ανάμνηση εκείνης της μέρας εξακολουθεί να προκαλεί ένα τρεμούλιασμα στους προσαγωγείς μου και ένα φτερούγισμα στο στήθος μου!



Εγώ το μέλλον νοσταλγώ. Εδώ, εκεί, παντού. Γιατί, αν ο Υμηττός ως τότε έμοιαζε με νησί, το Παγγαίο άρχισε να μοιάζει με τον συνδετικό κρίκο με το «παραπάνω», προς το μονοπάτι για το απόλυτα όμορφο και ιδανικό. 


25/4/10

"Σιωπηλός Μονόλογος"




«…θα μου δώσεις πίσω τα παιδικά μου χρόνια.

Να παρακολουθήσω το θαύμα μιας αυλαίας, να σηκώνεται στο πρόσωπό σου. Τις φωνές σε μια αίθουσα συναυλιών να σβήνουν καθώς θα υψώνεται η μπαγκέτα, την πρώτη φορά που θα δεις τη Θάλασσα!

Θα ξαναζωντανέψεις το θαύμα!

Αγριολούλουδα, βότσαλα υγρά, φιλιά που βάφουν και κολλάνε από βύσσινο γλυκό!

Επέλεξε με καμάρι την πίστη σου. Λάτρεψε τον δάσκαλο, τον προφήτη, τον άνθρωπο, τον Θεό σου! Δείξε σεβασμό στο πλάσμα που μοιράζεσαι μαζί του τον κόσμο σας. Είμαστε αδιάρρηκτα δεμένοι ο ένας με τον άλλον…να προσέχεις!

Να ξαφνιάζεσαι, να ενθουσιάζεσαι. Να βρεις τον τόπο σου. Και στα απέραντα μυστήρια του χρόνου και του χώρου, να αισθάνεσαι τα χέρια μου γύρω απ’ τους ώμους σου.

Μη φοβηθείς…»

Επίσημη σελίδα του βιβλίου "Για ένα σου χαμόγελο!"




`

8/4/10

"Πικρά νυχτώνουν τα Σάββατα"











Με δυο χαλίκια και καπνό δυο χούφτες χτίσαμε τη ζωή μας.
Κι ήταν το Σάββατο το πρώτο που ανατρίχιασε το σβέρκο και τα μπράτσα σου.
Αυτό, που ίδρωσε τις παλάμες μου από βιασύνη και λαχτάρα.
Μη δεν προλάβαινα!
Κι ήταν το Σάββατο το πρώτο που θα σου χάριζα ακόμα και το πράσινο απ' τα μάτια μου αρκεί να σε ακουμπούσα μια στιγμή.

Σ' αγάπησα όπως αγαπούσε η χλόη τη δροσιά τα πρωινά του Αυγούστου!
Ακούς;

Κάναμε τρια βήματα και πέρασαν τα χρόνια.
Ξυπόλητοι και ασταθείς και μόνοι.
Και σπείραμε όνειρα γύρω και μέσα στου Σαββάτου την λαμποκοπιά.
Όνειρα από βαμβάκι και κανέλα.
Μα νύχτωσε.
Πόσο πικρά νυχτώνουν τα Σάββατα!

Και τώρα, ξημερωμένο πρωινό κάποιας Δευτέρας τα χάσαμε όλα πια.
Γίναν τα πάντα σου δικό μου τίποτα και το όλο μου, σκόνη στα παπούτσια σου.

Πέντε ακόμα νύχτες και θα ξημερώσει πάλι Σάββατο.
Το τελευταίο. Φοβάμαι πολύ και θα φοβάμαι για πάντα λίγο.
Δεν ήταν κρίμα ούτε τα χρόνια ούτε τα όνειρα.
Μα μ' έπνιξε ένα κρίμα από χθες. Να 'ναι δικό σου;
Αυτό το ίδιο κρίμα που με έπνιγε από εκείνο το πρώτο, το ζεστό Σαββάτο και που το έδιωχνα από το στέρνο μου κάθε που ανέπνεες πάνω στα χείλη μου. Μα αυτό γυρνούσε κι έκλεβε τις αχνές, ευλογημένες ρυτίδες του χαμόγελου μου. Να 'ταν δικό σου;

Τώρα η φλέβα του λαιμού μου στάζει αργά πάνω στον ώμο σου. Αργά χύνεται και κάθε απόθεμα αντοχής.

Σ 'αγαπάω.
Φεύγω κρυφά και μη με ψάξεις.
Και μη λυπάσαι αγάπη μου.
Ήταν το κρίμα που έφταιξε και μείναν τα βήματα μονά.
Να 'ναι δικό σου;
Ας είναι...

Με δυο χαλίκια και καπνό δυο χούφτες χτίσαμε τη ζωή μας.










`

17/3/10

www.amilla.gr To Δίκτυο των Καλλιτεχνών με μεράκι και διάθεση για δημιουργία!!

Εκεί που η τέχνη αποκτά ευκαιρία και που η ευκαιρία γίνεται στόχος όλων μας.

Η δράση που στόχο έχει την ανάδειξη νέων δημιουργών! Η δράση που έκανε πραγματικότητα το πρώτο βιβλίο μουσικής και ποίησης για ΤΟ ΧΑΜΟΓΕΛΟ ΤΟΥ ΠΑΙΔΙΟΥ.

Το δίκτυο που ΘΕΛΕΙ τους νεους δημιουργούς χορηγούς και χορηγούμενους για την ανάδειξη της τέχνης!


Το http://www.amilla.gr/ είναι ένα ανοιχτό σε όλους δίκτυο δημιουργίας, στήριξης και προώθησης υγιών δυνατοτήτων, για κάθε νέο δημιουργό.


Στηρίζεται στις αξίες και τις αρχές της ευγενούς άμιλλας.


Εμπνέεται από τις ιδιαιτερότητες της διαφορετικότητας, τις συμμετοχικές διαδικασίες, τα θέλω και τις προσδοκίες κάθε νέου δημιουργού, για το αύριο.


Αξιοποιεί με την ενεργή συμμετοχή των μελών του, κάθε δυνατή ευκαιρία ανάδειξης και προώθησης έργου, μέσα και από πλαίσια διαγωνιστικών δράσεων – άμιλλας.


ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ 1ου ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΥ ΣΤΙΧΟΥ-ΑΜΙΛΛΑ 2010
στο δίκτυο του www.amilla.gr




`

27/2/10

"ΔΕΝ ΜΕ ΠΕΙΘΕΙΣ"..κι όμως με έπεισε και τράβα μετά να βρεις την άκρη!

ΔΕΝ ΜΕ ΠΕΙΘΕΙΣ
Στίχοι: Βάγια Παπαποστόλου
Μουσική: Κωστής Μαραβέγιας

Δε με πείθουνε οι φίλοι σου και οι συναναστροφές σου.
Δε με πείθουν οι ιδέες και οι σχέσεις οι παλιές σου.
Δε με πείθει πια το όχι και το εύκολο το ναι σου.
Δε με πείθει η μιζέρια και οι μαύρες ενοχές σου.
Δε με πείθουνε οι λέξεις που διαλέγεις να μιλήσεις.
Δε με πείθει το σκοτάδι που διαλέγεις για να ζήσεις.
Δε με πείθουν οι αποφάσεις για όλα αυτά που θες να σβήσεις.
Δε με πείθουν οι βάσεις της ζωής που θες να χτίσεις.
Δε με πείθει η αγριάδα και το ύφος το σκληρό σου
κι αυθαίρετες δηλώσεις για ό,τι θεωρείς δικό σου.
Ούτε η κούραση που πάντα χαρακώνει το μυαλό σου
και σου κλέβει βήμα βήμα τη ζωντάνια απ’ το χορό σου.

Τα έχεις πάρει που λες στο κρανίο και ενώ θες να τα κάνεις όλα λαμπόγυαλο, αποφασίζεις να βγάλεις την οργή σου «εντέχνως».


Παίρνεις λοιπόν ένα χαρτί κι αρχίζεις να γράφεις…να γράφεις… «ΔΕΝ ΜΕ ΠΕΙΘΕΙΣ!!…ΔΕΝ ΜΕ ΠΕΙΘΕΙΣ, ΑΚΟΥΣ? ΝΑ Μ’ ΑΦΉΣΕΙΣ!!»

Και το ένα και το άλλο και δεν συμμαζεύεται η κατάσταση.

Έχουν φουσκώσει τα μάγουλα και το «σιχτίρ» έχει ανέβει στο λαιμό και σε καρυδώνει!

Και όλα άκυρα τα βρίσκεις και έχεις μουλαρώσει εντελώς και δεν σηκώνεις κουβέντα!

Και ουφ πια, ΠΑΡΑΤΑΜΕ και γρήγορα!

Κάποια στιγμή μετά από ώρα κι αφού τα έχεις βγάλει όλα από μέσα σου και τα έχεις μοιραστεί με το χαρτί και το μολύβι σου και έχεις ξελαφρώσει με το γάντι (και σιγά τα αίματα δηλαδή), παίρνεις το χαρτί και το βάζεις στο συρτάρι.



Περνάει ένας χρόνος, περνάνε δύο.

Ώσπου το χαρτί βγαίνει από το συρτάρι και παει και κολλάει πάνω στο ακορντεόν του Κωστή Μαραβέγια και γίνεται τραγούδι στο δίσκο MARAVEYAS ILEGAL.

Και ανακαλύπτεις ξαφνικά πόσο πλάκα έχει η ζωή που σου σπάει τον τσαμπουκά και τα νεύρα ενίοτε.

Κι εκεί τελικά που ΜΕ ΕΠΕΙΣΕ και με το παραπάνω κι όλα είχαν ξεχαστεί και η ζωή κυλούσε πλέον αρμονικά και συντροφικά, πιάνει το «ΔΕΝ ΜΕ ΠΕΙΘΕΙΣ» και παίζει σε ραδιόφωνα, συναυλίες…!

Και «ΔΕΝ ΜΕ ΠΕΙΘΕΙΣ» και ξανά «ΔΕΝ ΜΕ ΠΕΙΘΕΙΣ».



Και είναι από τη μια να καμαρώνεις κι απ’ την άλλη να ψάχνεις να βρεις μούτρα να εξηγήσεις στον άλλον πως ήταν μια ατυχής στιγμή….που έγινε επιτυχία.



Και μετά ψάχνεις να βρεις λογική και ειρμό στη ζωή.
Αμ δε...
Το απόλυτα χάος!




`

21/2/10

Και τον προσπέρασε...τι ώρα παει?






Τόσος κόσμος πλάι του πέρασε και τον προσπέρασε

τι να ζητάει…
Ποια, εγώ? Να τονώσω το εγώ μου μέσω της ασφάλειας που νιώθω λόγω του χώματος. Αυτού που τυχαία τη δεδομένη στιγμή πατούσα…και δεν θα έπρεπε να είμαι έρημη και μόνη και ξένη σαν κι αυτόν, τον επαρχιώτη της Ομόνοιας. Αχ Γιώργο, πόσο μόνη όμως κι εγώ ( κι ας μην… (επαρχιώτισσα) ένιωσα σ’ εκείνο το ραντεβού στην Ομόνοια το βράδυ εκείνο του Σαββάτου του ’93…Αθηναία των προαστίων. Μ 'ακόυς?



…επαρχιώτης στην Ομόνοια μες το ψιλόβροχο αρχές του Μάη
Ψυχές πολύβουες κι ούτε ένα πρόσωπο…

Ούτε ένα πρόσωπο, κανένα! Και πόσος φόβος και η μοναξιά της βαβούρας, έρμη και μόνη στην πόλη που μου έμαθαν σαν δική μου. Τρομάρα σας καημένοι μου, δεν (με) μάθατε τίποτα!

… τι καρτεράει, κλαρίνα παίζουν
κόσμος γλεντάει, τι ώρα πάει, τι ώρα πάει?

Η ώρα πάει 11.30 και ξημερώνει η κατάρας της Δευτέρας. Γαμώ σας όλους που μου στερείτε και που μου τρομάζετε ότι ψήγμα αληθινής, χαμογελαστής ελευθερίας έχω φυλάξει ως «θα ‘θελα». Και που αγχώνετε το ρεπό και το πόμολο της πόρτας μου. Ξεφτίλες, αφήστε με ήσυχη, με γδέρνετε από Δευτέρα πάλι!



Ξένος ως και στη χαρά του μεσονύχτι του Σαββάτου
τραγουδάκια μου κατάμονα…

Κι ακόμα πιο μόνα από κατάμονα. Και τι να φταίτε ταπεινά τραγούδια μου εσείς που δεν γίνεστε ταίρι της οθόνης και των προβολέων αυτής της Κυριακής του 2010.

…αν σας αντάμωνα θα έπεφτα κάτου

Αν σας αντάμωναν θα έπεφταν κάτω, μα δεν. Ποιος θρασύς κρατάει το κλειδί του συρταριού που τραγούδια μου εσείς, κρυμμένα ψιθυρίζετε χρόνια, κατάκοιτα, φυλακισμένα των φθηνών, λαμπερών, απαστράπτουσων, ιδεωδών της κατάντιας της εποχής μου. Μα χρόνια φτιάχνω πασπαρτού που θα κάνω δώρο στον εγγονό μου όταν γίνει 18. Και τότε θα καταστρέψω τα φθηνά και τα εφήμερά σας.

στο ρυθμό σας ονειρεύομαι και ξενιτεύομαι στα βήματα του
κάπου εδώ έχω γνωστούς αλλά τέτοιαν ώρα μη βαρύνω τους

Κι αυτό βεβαίως με έφαγε. Κεφάλι ψηλά, αξιοπρέπεια να δεσπόζει φρουρός σε όλες τις μοναξιές μου. Γιατί? «Μη βαρύνω τους» έλεγα…και όλο το βάρος έπεσε πάνω μου και αι σιχτίρ ηλίθιοι, δεν σας άξιζε μια.



Ζήτω η Ελλάδα…

Και γαμώ σε μαζί, περηφάνια καμία δεν έχω κι ας με πονάει. Της ρεμούλας και του χασκόγελου ήσουν (ήμουν, ήμασταν, θα είμαστε μια ζωή στον τόπο αυτό).

…και καθετί μοναχικό στον κόσμο αυτό
Ελασσώνα Λειβαδιά Μελβούρνη Μόναχο
Αλαμάνα και Γραβιά Αμέρικα
Βελεστίνο Άγιοι Σαράντα Εσκι Σεχήρ
Κώστας Κώστας Μανώλης Πέτρος Γιάννης Τάκης…

Γιάννης, Γιάννης Πέτρος, Τεο, Γιώργος, Καίτη.

Πλατεία Ναυαρίνου Διοικητηρίου κι Εξαρχείων

Πλατεία Ηρακλείου, Δραγούμη, Βαρβαρέσου
Βαγγέλης, Βασίλης, Άγγελος…

Ναρκίσσων και Υψηλάντου, Πεύκης κι 25ης Μαρτίου…

..εκεί που σε έχασα μάνα μου, μόνη και μοναδική μου μάνα και τώρα που να σε δικαιώσω πρέπει ως μάνα κι εγώ, σωστή και χρήσιμη κι ορόσημο για τα παιδιά μου, δεν έχω παιδιά!

η Ελλάδα που αντιστέκεται η Ελλάδα που επιμένει
κι όποιος δεν καταλαβαίνει δεν ξέρει που πατά και που πηγαίνει


Καλωσόρισες πουλί μου μοναξιά ελληνική μου
απ' αγάπη φεύγεις έρχεσαι πηγαινοέρχεσαι σαν την πνοή μου
κι απ' την έρημη την απόσταση παίρνει υπόσταση κάθε γιορτή μου
απ' τους δυο μας ποταμούς θα γευτεί μια νύχτα η έρημος καρπούς


(Νιόνιο μου την έσπασες μα σ' αγαπώ.
Νιόνιο κόλλησες...ας είναι. Ποια Σαλονίκη και ποια Αθήνα ρε Νιόνιο? Και άντε και γαμήσου στο φινάλε γιατί δεν σου την είχα τέτοια εμμονή. Χάλια όλα, δε βλέπεις? Σούπά ανάλατη είμαστε, βοράς και νότος.)

Σου το αφιέρωνω, εσένα. Ναι, σε σένα μιλάω κι ας μην το καταλαβαίνουν οι υπόλοιποι. Μήπως τώρα με κατάλαβες λιγάκι πιο πολύ...αν όχι, άντε παράτα με  κι εσύ. Είμαι κουρασμένη και ξημερώνει η καταραμένη Δευτέρα.




`

4/2/10

Στα κλαδιά του Μάνου Χατζιδάκι












`

31/1/10

"Ελλείψει θέματος..."


Χρώματα παντού στο μυαλό, χωρίς όνομα, αχρησιμοποίητα από αρχής κόσμου. Και μελωδίες ασύντακτες ακόμα, από νότες που χορεύουν ταγκό στα περβάζια της σοφίτας ή που έχουν εδώ και μέρες ξαπλώσει στο πόμολο της πόρτας του υπογείου και μουρμουρίζουν σκοπούς φάλτσους. Μια κούπα καφέ, φρέσκου με μυρωδιά αλλόκοτη που αχνίζει μπρος στο πρόσωπο και σου αφήνει υγρασία πυκνή μα διάφανη. Ένα κόκκινο κομπολόι από πέτρες ορυκτές, με υφή υγρού και σχήμα ακανόνιστο, να παίζει μόνο του μετρώντας ιδέες που ποτέ δεν σε επισκέφτηκαν. Ένα καρφί στον τοίχο που περιμένει μόνο του, καρφωμένο εδώ και χρόνια να θυμηθείς…κι εσύ κοιτάς και προσπαθείς… «Τι ήταν κρεμασμένο επάνω του?» Ένα τσιγάρο στο τασάκι απ’ τα Χριστούγεννα, να καίει και να καπνίζει με κόκκινη, πυρωμένη την άκρη του χωρίς να καίγεται, χωρίς να τελειώνει, μάταια παλεύει ένα μήνα να γεννήσει έστω και μια στάλα στάχτη. Κι ένα ξεφλουδισμένο πορτοκάλι σ’ ένα μπολ, στάζει το χυμό του από τον χειμώνα του ’76 μα κανείς δεν το ορέγεται. Στέκει μόνο, για λίγο ακόμα ζουμερό περιμένοντας κάποιον να το φιλήσει.

Είναι το πνίξιμο που νιώθεις όταν θέλεις να πεις τόσα πολλά αλλά δεν έχεις θέμα.

Και πόσο αβάστακτη είναι τελικά αυτή η αντίστροφη δυσκολία έκφρασης!





.




`

30/1/10

"ΗΤΑΝΕ ΑΕΡΑΣ" (η διασκευή)






`

22/1/10

ΔΕΚΑΕΤΙΕΣ και Διασ-ΤΑΣΕΙΣ φιλοσοφικίζουσες.




Περνώντας τα χρόνια και μετρώντας λίγες δεκαετίες ανακαλύπτεις μια μέρα πως τα στάδια από τα οποία έχεις περάσει είναι αρκετά και ενδιαφέροντα ως προς την πλευρά της φιλοσοφικής τους τάσης, τουλάχιστον.
Τρεις δεκαετίες = τρεις βασικές φιλοσοφικές τάσεις.


Δεκαετία πρώτη. Από 1 έως 10 ετών.

Τάση ονόματι «Τελεολογία»
με μεγάλες δόσεις από «Ενσυναίσθηση» «Εμβίωση»)

Πρόκειται για την τάση όλων των πραγμάτων προς κάποιο σκοπό, θεώρηση της σκοπιμότητας.
Ως παιδιά «πρέπει» να κάνουμε όσα κάνουμε και δεν πρέπει να κάνουμε άλλα τόσα και περισσότερα. Τρώμε για να μεγαλώσουμε, κοιμόμαστε για να μεγαλώσουμε, ακούμε τους μεγάλους για να μεγαλώσουμε σωστά (!)…και πάει λέγοντας η ανιαρή αυτή καθημερινότητα την καθώς πρέπει ανάπτυξης.



Δεκαετία δεύτερη. Από 10 έως 20 ετών.

Τάση ονόματι «Φαινομεναλισμός»

Γνωσιοθεωρητική κατεύθυνση που περιορίζει τη θεωρητική γνώση στον κόσμο των φαινομένων- γνωρίζουμε τα πράγματα όπως μας φαίνονται και όχι όπως αυτά είναι πραγματικά. Ναι ναι…σαν αυτό που λέμε «ρεαλισμός» κι ας φαινόταν σε όλους πως αυτή τη δεκαετία ο νέος άνθρωπος έχει τα μυαλά πάνω από το κεφάλι. ΛΑΘΟΣ. Τα μυαλά είναι μέσα στο κεφάλι απλά το κεφάλι δεν ξέρει προς τα πού να γείρει.



Δεκαετία τρίτη. Από 20 έως 30 ετών.

Τάση ονόματι «Εμπειρισμός»

Θεωρία που δέχεται σαν μοναδική πηγή της γνώσης την εμπειρία, με προεκτάσεις στον «Εμπειριοκριτισμό», κριτική της εμπειρίας ή "φιλοσοφία της καθαρής εμπειρίας", που έχει σαν σκοπό να ξεκαθαρίσει τη γνώση από όλα τα μεταφυσικά και τα a priori συστατικά της και έτσι να αποκαταστήσει μια "καθαρή εμπειρία".
Χα! Αυτό που λένε:
δεν γνωρίζω τίποτα (αν δεν πειστώ μετά από χιλιάδες επιχειρήματα και άρνηση μέχρι τελικής πτώσης)
δεν φοβάμαι τίποτα (διότι ποτέ μου δεν είδα τον χάρο, ούτε το πνεύμα της πρώην ιδιοκτήτριας του διπλανού παλιού σπιτιού , ούτε τους πολέμους και τις μάχες γιατί πάνε τώρα αυτά… όλα είναι τρανές βλακείες)
και βεβαίως ΔΕΝ είμαι τελικά ελεύθερος γιατί απλά ΔΕΝ γουστάρω να είμαι ελεύθερος και κόφτε τα όλα αυτά τα περί ιδανικού της ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ.

Για την επόμενη δεκαετία μάλλον δεν υπάρχει βεβαιότητα από πλευράς μου για την ώρα. Φόβοι ναι, υπάρχουν, όπως και περιέργεια. Κι αν ετούτο εδώ το blog υπάρχει ώσπου να υπάρξει και η βεβαιότητα για την δεκαετία αυτή τότε ένα μόνο ελπίζω! Να μην χρειαστεί να μιλήσω για την τάση του «Ηδονισμού».
Σας παρακαλώ πολύ, δεν θα 'θελα…!!


Κούκου.







`