29/5/06

Παραδέχτηκα



Παραδέχτηκα


Διαδρομές υποψίας τα χρόνια μουα
ναζήτηση ξένων κι απόντων.
Ξεφτισμένες ελπίδες τα πιόνια μου
σε παιχνίδια θολών συμφερόντων.

Κι όπως έπινα απ' το άδειο ποτήρι σου
τους χυμούς της στεγνής ηδονής μου
τότε ακούμπησε η αύρα του πόθου σου
τη δροσιά της βρεγμένης φωνής μου.

Τις κραυγές μου επάνω σου κέντησα
και τις στόλισα με υποσχέσεις,
μα εσύ ένιωσες πως κάθε υπόσχεση
ήταν μόνο χυδαίες διαθέσεις.

Τώρα πια ξενυχτώντας τους πόνους μου
στου σκαμμένου μου νου τις ρυτίδες
θα γλεντάω τους άγριους φόνους μου
σε λευκά φύλλα από εφημερίδες.

Περπατάω σκυφτός στα σεντόνια μου
μ' ένα "αχ" κι ένα "λιώνω" για σένα.
Μια σταγόνα σου μόνο στο σώμα μου...
κι ας κυλάει αργά, κουρασμένα..

Κι όσα δέχτηκα,
όπου εμπλέχτηκα,τα παραδέχτηκα
και είμαι εδώ.

Δεν χρεώνομαι


Δεν χρεώνομαι


Μου λαξέψαν την πορεία και δεν ξέρω που πηγαίνω.
Έσφαλε η ιστορία μα εγώ θα επιμένω.
Δρόμο πήρα, δρόμο αφήνω, δεν υπήρξα εγκλωβισμένος.
Κι αν βουλιάξει η ιστορία άλλος θα ‘ναι ο χαμένος.

Διεκδικώντας μια θέση στις ρωγμές αυτής της φράσης
κάνω αγώνα για ότι αντέξει, με ενδοιασμούς κι ενστάσεις.
Δεν γυρίζω το κεφάλι ούτε οι σκέψεις μου σωπαίνουν
κι ας νομίζουνε οι άλλο ιπως μπορούν να επεμβαίνουν.

Δεν γνωρίζουν πως αντέχω να φλερτάρω τα όνειρά μου.
Πέρασαν τριάντα χρόνια και δεν λύνω τα δεσμά μου.
Άφησες να σε στοιχειώνουν της ζωής τα λερωμένα
Εγώ τα φοράω και πάω, δεν χρεώνομαι ούτε ένα!

Ποιος είναι ο ανεπίδεκτος και ποια η επιτήδευση?
Κρατάω τις ιδέες μου, κράτησε την επίδειξη.
Υπάρχω ερωτευμένος κι ας είμαι επικίνδυνος.
Εσύ είσαι ο ακίνδυνος κι ο καλωδιωμένος.

Κι αν είμαι ο χαμένος,
λερώθηκα μα έζησα.
Εσύ είσαι ο κερδισμένος
κι ο αποστειρωμένος.

Το δέντρο



Το δέντρο


Σ’ ένα χωράφι τρίπολο φύτεψα ένα δέντρο.
Στης Αμοργού ήταν τη γη, στου Απόλλωνα το κιόσκι.
Η Ουρανία έκανε το όργωμα το πρώτο.
Η Μελπομένη το ζυγό, το τρίτο η Τερψιχόρη.
Η Θάλεια το κανάκευε, του τραγουδούσ’ η Ευτέρπη
και με νερό η Πολύμνια του δρόσιζε τις ρίζες.

Ολημερίς το κένταγε με φύλλα η Καλλιόπη,
οληνυχτίς το στόλιζε η Ερατώ με άνθια.
Ένα πρωί εκίνησαν οι αδελφές να πάνε,
να κουβαλήσουν στις ποδιές νερά απ’το μαντείο.
Μα ένα αγέρι φύσηξε από αετού φτερούγα
κι ο ουρανός σκοτείνιασε και χάσανε το φως τους.

Τρομάξανε οι αδελφές κι έχυσαν τα νερά τους
και τα νερά κυλήσανε και πότισαν το χώμα
και απ’ το χώμα φύτρωσαν Σάτυροι αγριεμένοι
και δεκαπέντε Σιληνοί με σπάθες πυρωμένες.
Οι αδελφές τρεμάμενες με δάκρυα στα μάτια
τααερικά ικέτεψαν, κακό να μην τις έβρει.

Τους έταξαν για αντάλλαγμα τροφή να τους εδώσουν
,και δώρο τους εκάνανε του Απόλλωνα το δέντρο.
Τους τάισαν τα φύλλα του, τα τρυφερά κλωνάρια
και τους επότισαν δροσιά απ’ τον ανθών το νέκταρ.

Έλα τώρα...μετά φύγε



Έλα τώρα...μετά φύγε


Mε κουράζει...με δακρύζει...
μα μου λείπει όταν δεν είναι!
Είναι ανάγκη μου κι ευχή μου,
μα...με κάνει κι υποφέρω....ώρες ώρες!

Όταν λείπει, νοσταλγία.
Όταν φέγγει, αγωνία.
Τι θα δείξει;
Τι θα κρύψει;
Κι αν θελήσω;
Πώς θα ψάξω αν δεν φωτίσει;;;

Με κουράζει....με δακρύζει...
«Έλα τώρα....μετά φύγε»,
δεν μπορώ να του ζητήσω!

Να τον κλείσω σε μπουκάλι;

Μπα...θα βρει να ξετρυπώσει.
Κι αν δεν βρει;
Κι αν τον θελήσω να φωτίσει όλη την πλάση;

Ώρες ώρες...
Τι θα γίνω;;;;

Μα...!!!

Πόσο ανόητη θα ήμουν;
Τόσο, όσο ανίκανη είμαι!!!
Ναι!
Το ήλιο να δαμάσω;;;
Mα...τα θαύματα νικιούνται;;

Η αλλαγή της ώρας



Η αλλαγή της ώρας


Έτρεξες στο παράθυρο που είναι γεμάτο στέγες,
σα μαγεμένη του φθινοπώρου αράχνη,
έτρεξες σαν σταγόνα που κυλάει πάνω στις πέτρες,
στη δακρυσμένη των πεύκων την πάχνη.

Ποιο αερικό πολιορκεί τα παλάτια σου;
Η ομίχλη μες στο άδειο δωμάτιο τρυπώνει.
Kρύος αέρας τρεμοπαίζει στα μάτια σου.
Πως πέρασε η ώρα! Νωρίς σουρουπώνει.

Οκτώ χρόνων παιδί μπροστά στη θέα του τοπίου,
τη μάνα σου φωνάζεις με σιωπή που σπάει το τζάμι.
Δεν γύρισε ακόμα και η αίσθηση του κρύου
παγώνει την καρδιά σου σαν το σώμα στο ποτάμι ………

Σβήνει το φως τ’ ουρανού του βαθυγάλαζου.
Ποια μοναξιά σε απειλεί στο σκοτάδι?
Βαριά και ανεξίτηλη η οσμή του καπνομάγαζου,

-«Μάνα μην αργείς!
Δε βλέπεις?
Έπεσε το βράδυ!»

Σιωπηλός μονόλογος























19-09-03

«…θα μου δώσεις πίσω τα παιδικά μου χρόνια. Να παρακολουθήσω το θαύμα μιας αυλαίας, να σηκώνεται στο πρόσωπό σου. Τις φωνές σε μια αίθουσα συναυλιών να σβήνουν καθώς θα υψώνεται η μπαγκέτα, την πρώτη φορά που θα δεις τη Θάλασσα! Θα ξαναζωντανέψεις το θαύμα! Αγριολούλουδα, βότσαλα υγρά, φιλιά που βάφουν και κολλάνε από
βύσσινο γλυκό!
Επέλεξε με καμάρι την πίστη σου. Λάτρεψε τον δάσκαλο, τον προφήτη, τον άνθρωπο, τον Θεό σου! Δείξε σεβασμό στο πλάσμα που μοιράζεσαι μαζί του τον κόσμο σας. Είμαστε αδιάρρηκτα δεμένοι ο ένας με τον άλλον…να προσέχεις!
Να ξαφνιάζεσαι, να ενθουσιάζεσαι. Να βρεις τον τόπο σου. Και στα απέραντα μυστήρια του χρόνου και του χώρου, να αισθάνεσαι τα χέρια μου γύρω απ’ τους ώμους σου. Μη φοβηθείς!…»

Η Νεράιδα των Πηγών


Η Νεράιδα των Πηγών


Ξαγρυπνώντας μια βραδιά μ’ ολόγιομο φεγγάρι,
σκύβω και προσεύχομαι στους άγνωστους Θεούς,
μια νεράιδα γαλανή με του ελαφιού τη χάρη
να μου στείλουν απ’ τους ουρανούς.

Πριν ακόμα σηκωθώ απ’ το βρεγμένο χώμα
κι έχοντας στα γόνατα το βάρος των ευχών,
μια αστραπή σπιθοβολάει απ’ τ’ ουρανού το στρώμα
και ξυπνάει η νεράιδα των πηγών.

Στα μαλλιά της πλέκονται πολύχρωμα γεράνια
και φοράει στεφάνι των ανέμων την πνοή.
Στους καρπούς μου αφήνει μυρωδιές από πλατάνια,
στην καρδιά μου δίνει το φιλί.

Γέμισε τις νύχτες μου με πορφυρές εικόνες,
αγιασμένες μουσικές, αγγελικούς χορούς.
Περπατάει δίπλα μου, με ραίνει ανεμώνες,
με ταΐζει άνθη απ’ τους αγρούς.

Γέννησε στις λίμνες μου τις πιο όμορφες γοργόνες
που έχουν για φουστάνι χρυσοκέντητους αφρούς.
Μου φοράει του βυθού ολόλευκους χιτώνες,
με κερνάει τους πιο γλυκούς καρπούς

Ήλιε μου


Ήλιε μου

Ήλιε μου σκύψε χαμηλά τον νου να ξεδιπλώσεις.
Κούρνιασε μες στο στήθος του ο κόσμος του να λάμψει.
Να γείρει το κεφάλι προς τη δύση
κι ένα φιλί στη φλέβα να καρφώσεις!

Ήλιε μου σκύψε χαμηλά στο χώμα να ριζώσεις.
Τρύπωσε μες στα βλέφαρα το βλέμμα να σε κάψει.
Δυο φλόγες να περάσουν κι από μένα
κι εσύ απ’ την ορμή τους να ματώσεις!

Ήλιε μου σκύψε χαμηλά σύννεφο ν’ αρματώσεις.
Ακούμπησε τα χείλη του δροσοσταλιά να στάξει.
Ονόματα στον άνεμο να δώσεις,
γραίγο να τον βαφτίσεις να τον σώσεις!

Ήλιε μου σκύψε χαμηλά την τύψη να ελαφρώσεις.
Το γόνατό του χάιδεψε στο βήμα να πετάξει.
Τις προσευχές, φτερά να του τις δέσεις,
όλα τα αηδόνια απ’ το κλουβί να ελευθερώσεις!

Ήλιε μου σκύψε χαμηλά την πίκρα του να λιώσεις.
Ακούμπησε τον πόνο του από χαρά να κλάψει.
Με ευγνωμοσύνη ταπεινά να προσκυνήσει,
να υποκλιθεί μπροστά σε αυτό που θα λυτρώσεις!

Ήλιε μου σκύψε χαμηλά το θείο να ανταμώσεις.
Την ομορφιά του γλέντησε βαθιά να αναστενάξει.
Σαν παπαρούνα ο πόθος του να γίνει,
τον πιο γλυκό καρπό του να φυτρώσεις!

Ήλιε μου σκύψε χαμηλά τις λίμνες να οργώσεις.
Ροδόνερο να τον κερνάς η δίψα του να πάψει.
Και νούφαρα ν’ ανθίσουνε στις χούφτες,
το πιο όμορφο να κόψεις να μου δώσεις!

Ήλιε μου σκύψε χαμηλά το θαύμα να κλειδώσεις.
Στάξε στο άνθος του κερί λαμπάδα για να ανάψει.
Με το Άγιο Φως φιτίλι για να κάψει
και τον Θεό κοντά σου να τον νιώσεις!

Μες στο βαγόνι



Μες στο βαγόνι


Μες στη μελαγχολική σιωπή του νου,
τα άδεια καθίσματα του βαγονιού κοιτάζω.
Ξέχασες και με έστησες στο ραντεβού,
νιώθω το τέλος και το δρόμο μου αλλάζω.

Κι όσα μου ‘δωσες
σ’ ένα φάκελο θα κλείσω.
Την ανάμνηση θα κρατάω μέσα μου σφιχτά.
Κι αν δεν άντεξες,
τα όνειρά μου δεν θa σβήσω.
Πάντα σ’ αγαπάω κι όπου πάω σ’ έχω συντροφιά.

Μια σου λέξη φεύγοντας με ακολουθεί,
μα πίσω δεν γυρνάω στο λέω κι ας λυπάμαι.
Την πληγή μου έκρυψα να μην τη βρει
αυτό το δίλημμα που ακόμα το φοβάμαι.

To δικό μου αερικό



To δικό μου αερικό


Μου είπες πως στα όνειρα οι νεράιδες περπατάνε
και πως σαν πιάσουν οι βροχές ραγίζουν και σκορπάνε.
Πως τις καρδιές αφήνουνε γυμνές κι ερημωμένες,
με παραθύρια σφαλιστά, πόρτες αμπαρωμένες.

Οι χαραυγές μου,παντρεύονται τις αντοχές μου και γίνονται πουλιά.
Τι ζήλεψες; Πες μου!
Περπάτησε στις προσευχές μου και πιες μια γουλιά.

Μα εσύ, δικό μου αερικό, ήρθες με μια σταγόνα
που δρόσισε τους κήπους μου και πότισε το χώμα.
Κι απ’ τη δροσιά σου ύφανα μεταξωτό μαντίλι
που έχει του αιγαίου χρώματα κι αλμύρα από κοχύλι.

Δεν θα γυρίσω πίσω -(ο διάλογος)


Δεν θα γυρίσω πίσω -(ο διάλογος)


-Κι αν το πρωί μυρτιές-μετάξια υφαίνεις
τις νύχτες τη χαρά μου κόμπο δένεις
και με ξυπνάς και μου ζητάς.

Κι αν σε ξυπνούσαν χάδια και στολίδια
στο πρώτο βλέμμα σου, αποκαΐδια
με ξαγρυπνάς, τι μου ζητάς;

-Να ζέψεις σύννεφο ακριβό και πίσω να γυρίσεις
τις υποσχέσεις και τα τάματα να μου θυμίσεις.

-Εγώ στα δάκρυα σου φλόγες ρίχνω
μα απ’ της φωτιάς το χρώμα, στάχτες πίνω
και με ξυπνάς και μου ζητάς.

Κι αν σου χαρίσαν σμύρνα και λιβάνι,
εσύ αντί κρασί, κερνάς μελάνι.
Mε ξαγρυπνάς, τι μου ζητάς;

-Να ζέψεις σύννεφο ακριβό και πίσω να γυρίσεις
τις υποσχέσεις και τα τάματα να μου θυμίσεις

Κι αν ότι γέννησα μου το ‘χεις θρέψει
τα κρίματα μου πλήθεια, αγκάθια η σκέψη
και σε ξυπνώ και σου ζητώ.

-Θα ζέψω σύννεφο ακριβό, δεν θα γυρίσω πίσω
τις υποσχέσεις και τα τάματα θα σου χαρίσω.

Αδυναμία ή δύναμη;


Αδυναμία ή δύναμη;


Ψύχεις τους υδρατμούς του νου
και τη βροχή μου στάζεις.
Στην άλω γύρω απ’ την ψυχή
τον ήλιο ξεμπροστιάζεις.

Όπου ανθίζω με πατάς,
όπου πετάω με θάβεις.
Τη μυρωδιά του πόνου μου
περήφανα θαυμάζεις.

Και προσπαθείς με τον βοριά
τον πάγο να θεριώσεις
Και με το απόλυτο μηδέν
το αίμα να παγώσεις.

Αδυναμία ή δύναμη;
Σβήνεις την Αλκυόνη
και στων Πλειάδων τη γιορτή
σκοτάδι με τυφλώνει.

Μα η ματιά δεν χάνεται.
Απ’ την ψυχή περνάει.
Σαν άγρια μέλισσα ξανθή
μια σπίθα σου πετάει.

Απ' το παράθυρο έξω


Απ' το παράθυρο έξω


Ήρθε η νύχτα με μια αγκαλιά ψιχάλες.
Δεν φοβήθηκα!!!
Τις έσταξε μεμιάς, όλες!
Απ’ το παράθυρο έξω τις έσταξε
κι αυτές ποτίσανε τον κήπο...τον αφράτεψαν.

Ήρθε η μέρα με μια αγκαλιά φως.
Δεν φοβήθηκα!!! Το σκόρπισε μεμιάς, όλο!
Απ’ το παράθυρο έξω το σκόρπισε
και αυτό ακούμπησε στο χώμα...και το έλαμψε.

Ήρθε ξανά η νύχτα με μια αγκαλιά σκοτάδι.
Φοβήθηκα!!! Το σκόρπισε με μιας όλο.
Απ’ το παράθυρο έξω το σκόρπισε
κι αυτό μαύρισε το χώμα...και το βούλιαξε.

Θα ‘ρθει η μέρα αγκαλιά με το λουλούδι μου?
Να μην φοβηθώ!!!
Να το κρατήσει απ’ το κοτσάνι, περήφανα?
Απ’ το παράθυρο έξω να το αφήσει
κι αυτό να ανθήσει στον κήπο μου...

και να γεννήσει...
...τις ομορφιές της αγκαλιάς


-που έχω ξεχάσει..

Συνοδοιπόρος σιωπηλός


Συνοδοιπόρος σιωπηλός


Σε μια θάλασσα λευκή με μαύρα κύματα,
ξενυχτάω τον ακάλεστο τον πόνο.
Σε έναν στίχο πώς να κλείσω όλα τα βήματα
που βυθίστηκαν και μάτωσαν το χρόνο.

Σε μια βάρκα που το μπάρκο δεν το γνώρισε
,ξενυχτάω την χαμένη σου πορεία.
Ατενίζω τη φουρτούνα που μας χώρισε
και τραβάω μια γραμμή στην ιστορία.

Τώρα είμαι ναυαγός πάνω στο σώμα σου,
στο δέρμα σου μετράω τους τόπους με το νύχι.
Είμαι ο μόνος που μεθάει από το πιόμα σου,
συνοδοιπόρος σιωπηλός σε ότι σου τύχει.

Σε μια βάρκα που έχει εσένα καπετάνιο της
είμαι πια ο λαθρεπιβάτης των φιλιών σου,
που τρυπώνει αργά της νύχτες στις κουκέτες σου
και ματώνει απ’ τις κραυγές των εραστών σου.

Σε μια θάλασσα που πνίγει όσα μου αξίζουνε,
κολυμπάω χωρίς σωσίβιο κι ελπίδες,
υπομένοντας τα χέρια που σε αγγίζουνε
σε έρωτες φθηνούς κι αισθήματα λεπίδες.

Τώρα είμαι ναυαγός πάνω στο σώμα σου,
στο δέρμα σου μετράω τους τόπους με το νύχι.
Είμαι ο μόνος που μεθάει από το πιόμα σου,
συνοδοιπόρος σιωπηλός σε ότι σου τύχει.

Oιωνοσκόπος - μέρος α'


Oιωνοσκόπος - μέρος α'

...κι αφού πληροφορήθηκα για την νέα δημιουργία, εκλύθηκα απ’ τη φύση να βρεθώ ξανά ως οιωνοσκόπος στην πιο αιχμηρή κορφή του βουνού. Στάθηκα να με κοιτάζει ο βοράς. Ανέπνευσα βαθιά, ο αέρας να γυαλίσει τις αισθήσεις. Να μου τις κάνει λείες, να κυλήσει επάνω η μελωδία.
«-Ω ναι! Έρχονται! Οι μουσικές! Έρχονται!»...
και μαζί με τις μουσικές ερχόταν και το όρνεο. Πετούσε κι ο ρυθμός του ήταν ταχύς. Από το βορά ερχόταν κι αυτό, όπως και οι μουσικές. Δεν άργησε καθόλου. Έφτασε όπως πάντα, νωρίτερα απ’ το νέο.
«-Ιέρακας ή γύπας;»
...αναρωτήθηκα. Ανέπνευσα ακόμα πιο βαθιά. Τα χέρια μου εκτεταμένα, το ένα ακουμπούσε την δύση, τον άλλο την ανατολή. Ώμοι, πήχης, καρποί ασάλευτοί και οι παλάμες να προκαλούν για το μεγάλο πέταγμα. Δύο στιγμές πέρασαν πάνω από τα μάτια μου που ήταν κλειστά. Το άκουγα το όρνιο. Φτερούγιζε περήφανο μπροστά από το μέτωπο μου.
«-Όχι προς δυσμάς!»
...ψέλλιζα και τα χείλη μου ήταν στεγνά. Παρακαλούσα νοητά τους χοηφόρους να στάξουν απότομα επάνω τους. Να δροσιστώ. Να συνεχίσω να ψελλίζω. Αυτή όμως έσπαγαν τα αγγεία τους, ξοδεύοντας τον οίνο σε μακρινές σπονδές. Η τρίτη στιγμή ήρθε.