27/12/09

Γκρέις Γουίστ- ΕΠΙΣΤΟΛΗ 1η

Επιστολή προς Γκάρι Τσάλμερς






Σου είχα αρνηθεί όλα τα τόσο λίγα που μου ζητούσες Γκάρι. Γιατί είχα αποφασίσει να ζω με «κανονικό» σύντροφο. Τώρα πια τελείωσα με τους συντρόφους. Δεν μου ταιριάζουν, δεν είχαν τίποτα να μου δώσουν. Αντιθέτως. Πάντα μου έπαιρναν και ότι έπαιρναν δεν κατάφερναν να το κάνουν τίποτα.



Ο ρόλος μου με τον καθέναν απ’ αυτούς ήταν ρόλος διερεύνησης, δυστυχώς. Έτρωγα χρόνια ολόκληρα να διαπιστώνω τα μελανά, φθηνά απωθημένα που κουβαλούσαν. Σκιές από το παρελθόν και πράγματα που δεν έκαναν, γυναίκες που δεν φίλησαν, ευκαιρίες που δεν άρπαξαν, αποφάσεις που δεν πήραν, μουνιά που δεν γάμησαν…Κι έτσι, φουκαριάρικα και μίζερα νόμιζαν πως μπορούσαν να το φορτώνουν σε μένα, τη σύντροφο, με κάθε τρόπο, πάντα έμμεσο, ελαφρώς φιλοσοφικά αναλυμένο, με λίγη σάλτσα κακοτυχίας, fake αυτομαστίγωμα και πάντα με την έπαρση της αυτογνωσίας. Γιατί πολύ απλά εν μέσω όλων αυτών έκαναν την υπέρβαση και αποφάσισαν να ζήσουν συντροφικά. καταπίνοντας όλα τα ηλίθια σύνδρομα που κουβαλούσαν για διάφορους λόγους ο καθένας. Κι όλα αυτά επάνω στο κεφάλι της συντρόφου. Και πολύ της ήταν. Και βεβαίως δεν έφταιγαν αυτοί που στο τέλος τα έκαναν μούσκεμα. Αυτή, η σύντροφος έφταιγε πάντα.



Τον τελευταίο τον λάτρεψα. Τα έδωσα όλα και όχι, δεν του τα χρεώνω. Σε κανέναν τους δεν το έκανα. Αδούλευτος κι αυτός, όπως και οι άλλοι. Ανακάλυψα πολλά. Αυτό το κύριο όμως, το βασικό, το από την πρώτη εφηβεία του απωθημένο ήταν αυτό που τελικά πιστεύω πως τον κατέστρεφε και μαζί με αυτόν και τη σύντροφό του. Έτσι λοιπόν του βρήκα τη γριά πουτάνα που έψαχνε, αυτή που ήθελε να την γαμήσει και μετά να του λέει παραμύθια. Και ήταν τόσο εύκολο Γκάρι! Αναρωτιέμαι, γιατί δεν το είχε κάνει από μόνος του να τελειώνουμε μια ώρα αρχύτερα. Όπως και να ‘χει δεν με πειράζει. Αρκεί που τελείωσα με οτιδήποτε συντροφικό, έμμεσα ή άμεσα.



Στις εφτά το πρωί της Τετάρτης θα μπω στο τρένο. Το βράδυ θα είμαι εκεί. Θα σε περιμένω στις 11 στο μπαρ της Στάνλιγκτον, εκεί που ξεκίνησε το πρώτο μας πιόμα. Δεν θέλω να μου μιλήσεις για την καθημερινότητά σου, τη ζωή σου. Δεν με ενδιαφέρει τίποτα από όλα αυτά. Με ενδιαφέρεις εσύ για τις λίγες μέρες που θα κάτσω. Και μετά θα φύγω για να μπορώ να ξαναέρχομαι. Και θα είμαι όπως με ήθελες. Χωρίς τίποτα και με τα πάντα που δεν σε αφορούν. Με διαλόγους περίεργους, ακατανόητους για τους άλλους. Με το «ναι» μου εύκολο σε οτιδήποτε ζητήσεις αρκεί να μην υποβόσκει καμία δέσμευση για μετά τη «συνεύρεσή» μας στο HOTEL “Galstens”. Σε θέλω Γκάρι. Μόνο αυτό. Θέλω εσένα χωρίς τίποτα από τα παραπάνω σου. Μόνο τη σκέψη σου την δεδομένη στιγμή, τα λόγια σου μέχρι το ξημέρωμα, το κορμί σου. Και μετά τίποτα μέχρι να έρθω ξανά. Να μαδάμε την ταπετσαρία του δωματίου μετά τον έρωτα για τον έρωτα, αυτόν που τόσο μου έχει λείψει, λέγοντας άσχετες αρλούμπες για τις πολιτικές εξελίξεις στους επόμενους αιώνες και για τις καλλιτεχνικές τάσεις και την κουλτούρα των Ίνκας, εάν υπήρχαν σήμερα.



Την Τετάρτη είναι τα γενέθλια μου. Θα μου φέρεις για δώρο την υπόσχεση του τίποτα κι εγώ θα σε κεράσω ένα σοκολατένιο καθόλου, πρωινό για μετά το ξημέρωμα.



Δική σου,

Γκρέις Γουίστ

ΝΤΑΛΕ-ΚΟΥΑΛΕ...και η έπαρση ως το ταβάνι





…διότι αγαπητοί,


τι σκατά να το κάνεις το ύφος αν δεν έχεις τη χάρη?
Άντε και το παίρνεις το ύφος το «έλα χωρίς ντροπή είμαι η γυναίκα ΕΤΟΙΜΗ ΓΙΑ ΟΛΑ»…τι να το κάνεις όμως αν το ύφος σου είναι σαν αυτό των φθηνών απομιμήσεων της TRESOR ?

Περιδιαβαίνοντας σε διάφορα ιντερνετικά στέκια διαπίστωσα λοιπόν πως το μεγαλύτερο ποσοστό των νεανίδων μοστράρουν φωτογραφίες με το ίδιο στήσιμο ακριβώς!
Και αναρωτιέμαι τι σκατά γίνετε και δεν το έχω πάρει χαμπάρι.
Μα όλες την ίδια πόζα?
Ναι μωρέ, αυτή την «σηκώνω ελαφρώς το λαιμό, στρίβω το κεφάλι προς τα αριστερά, βάζω το γυαλί ηλίου, κοιτάζω την κάμερα και σουφρώνοντας τα πίτα στο lip gloss χείλη, πατάω το κουμπάκι και βγάζω φωτογραφία» (και μαζί με το μούτρο βγαίνει και το χέρι τους που τραβάει τη φωτογραφία)
Ναι.
Μοντέλο και φωτογράφος ένα πράμα.
Σκέφτομαι πως υπάρχουν χίλιες δυο πόζες που μπορεί να πάρει ένας άνθρωπος σε μια φωτογραφία. Προς τί αυτή η εμμονή με τη συγκεκριμένη?
Και δεν είναι πως έχω κάτι με την πόζα και το συγκεκριμένο ύφος.
Έχω όμως με το ύφος που ΔΕΝ έχει χάρη.
Γιατί όπως και να το κάνουμε, το στρίψιμο του κεφαλιού, ο προτεταμένος λαιμός και το ενάμισι κιλό lip gloss ΔΕΝ αρκούν.

Δείτε λίγο τι σημαίνει «παίρνω πόζα και την υπερασπίζω με την ανάλογη χάρη» και μετά σφυράτε μου!




Με αφορμή τους στίχους του TOM WAITS στο "Big in Japan".

17/12/09

Τρία χρόνια πριν…




Είχα πάει να πάρω (μάλλον) χορδές από γνωστό κατάστημα μουσικών οργάνων. Εκεί ήταν ο Κώστας μου είπε πως με τον Μάκη είχαν ήδη δουλέψει και εξακολουθούσαν επάνω στη Jazz. Ο πρώτος, μπασίστας, ο δεύτερος, ντράμερ. Είχε προκύψει λοιπόν μια πρόταση για εμφάνιση σε πλατεία της πόλης παραμονή Χριστουγέννων. Υπήρχε λίγος χρόνος για προετοιμασία κι έτσι την επομένη θα γινόταν η πρώτη πρόβα αλλά και η γνωριμία μου με τον πιανίστα. Τον Διαμαντή. Είχα ακούσει αρκετά γι αυτόν. Για το ταλέντο του, το παρελθόν του αλλά και τα πάθη του. Δεν με εντυπωσίασε κάτι από τα λεγόμενα. Ποιος άλλωστε δεν έχει ένα ταλέντο, ένα παρελθόν και έστω ένα πάθος?

Καπνίζαμε έξω από το στουντιάκι του Μάκη περιμένοντας τον πιανίστα. Η ώρα περνούσε, ήπιαμε τον καφέ μας, ανοίξαμε το κρασί, πουθενά ο πιανίστας. Καμιά ώρα μετά τον ακούσαμε να έρχεται, αργά, σταθερά. Είχε ένα σχεδόν τελειωμένο τσιγάρο στο στόμα, φορούσε ένα μαύρο ημίπαλτο, πουλόβερ σκούρο μπλε και κρατούσε ένα μικρό μπουκάλι εμφιαλωμένο νερό. Έμοιαζε 45άρης. Συστηθήκαμε, ο Κώστας πήγε να κουρδίσει το μπάσο του, ο Μάκης να ρυθμίσει τα τομ και να βρει τα σκουπάκια του. Κάπου είχαν ξεπέσει ανάμεσα σε καλώδια, αναλόγια, βάσεις κιθάρας…Εγώ με τον Διαμαντή μείναμε έξω να καπνίζουμε. Μιλούσαμε για διάφορα, μου είπε να δουλέψουμε κάποια κομμάτια του, μάλλον θα μου ταίριαζαν, είπε, κι ας μη με είχε ακούσει ακόμα (!). Μιλήσαμε και για την Αθήνα, πατρίδα και των δυο μας. Μας έλειπε εξίσου εκείνες τις μέρες.

Η πρόβα ξεκίνησε. Όλοι άνετοι εκτός από μένα. Όχι, δεν ήταν περίεργο. Εγώ ήμουν πάντα η περίεργη που πάντα είχα ενστάσεις και δισταγμό για το αποτέλεσμα, κυρίως αυτού που αφορούσε εμένα. Τη φωνή. Ξενόγλωσσο και jazz υλικό πρώτη φορά δούλευα. Και οι τρεις τους όμως μια χαρά με στήριζαν. Ακόμα και ο Διαμαντής, που δεν με ήξερε κι από χθες. Απλά αυτός ήταν λίγο ιδιαίτερος. Έδειχνε πάντα αδιάφορος. Τα είχε όλα εύκολα. Ακόμα και τους δυο-τρεις τόνους πάνω στη φωνή μου. Και είχε και δίκιο ο άτιμος! Έπινε πάντα από το πλαστικό μπουκαλάκι, για το οποίο χρειάστηκα 3-4 πρόβες ώστε να καταλάβω πως αντί για νερό είχε τσίπουρο. Το «φάρμακο» όπως έλεγε. Είτε η πρόβα ήταν πρωί, είτε βράδυ, ο Διαμαντής έπινε από το «φάρμακό». Άλλες φορές ευδιάθετος άλλες αμίλητος, τις περισσότερος με μια βαθιά, υγρή μελαγχολία στα μάτια και μια χλομιασμένη κούραση στο πρόσωπό του. Δεν ήξερα πώς να νιώσω γι αυτόν.

Η μέρα της συναυλίας έφτασε. Μέσα στον ήλιο η πόλη και απέναντι από την πλατεία η θάλασσα να λαμπιρίζει κάνοντας κόντρα με τα λαμπιόνια στις κολώνες και στα δέντρα γύρω στα πεζοδρόμια. Όλος ο κόσμος πήγαινε κι ερχόταν με σκούφους, κασκόλ και πολύχρωμες σακούλες στα χέρια. Πιτσιρίκια με στριφογυριστά γλειφιτζούρια κοντοστέκονταν μπροστά στα τεράστια ηχεία, μια κοιτούσαν αυτά, μια το καρουζέλ τραβώντας τα παλτά της μαμάς τους: «Μαμά!!! Να κάνω?» Έφτασα στην πλατεία με διάθεση υπέροχη. Άγχος, ανασφάλεια μηδέν. Με είχε τόσο συνεπάρει η ατμόσφαιρα, η ζεστασιά και η λαμπρότητα του ήλιου εκείνη την παγωμένη μέρα. Παραμονή Χριστουγέννων, 12 το μεσημέρι. Πλησιάζω, ήταν όλοι εκεί, μουσικοί, ηχολήπτης. Και ο Διαμαντής με ένα χαμόγελο να σκάει μύτη από το κόκκινο κασκόλ του, δειλά, πάντα υπό την ήρεμη επίδραση του «φαρμάκου». Ήταν η πρώτη φορά που τον έβλεπα να χαμογελάει συνεχώς! Ξεκινήσαμε, τελειώσαμε, ο Διαμαντής χαμογελούσε. Το ίδιο κι εγώ, το κόκκινο καπέλο μου, το κόκκινο κασκόλ του…Το ευχαριστηθήκαμε όλοι! Πόσες φορές θα μου δοθεί η ευκαιρία να τραγουδήσω μπροστά στην αστραφτερή θάλασσα παραμονή Χριστουγέννων?

Σύντομα, μετά ένα μήνα σχεδόν βρεθήκαμε ξανά οι τέσσερις να παίζουμε σε κλειστό χώρο αυτή τη φορά. Αγαπημένος χώρος. Και πήγαν όλα πολύ καλά. Αλλά εκείνο το βράδυ ο Διαμαντής δεν χαμογελούσε. Σχεδόν δεν μας μιλούσε. Και το κόκκινο κασκόλ δεν το φορούσε. Εκείνο λοιπόν το βράδυ κατάλαβα πραγματικά τι ένιωθα γι αυτόν. Ένιωθα έναν ακατανόητο πόνο. Κι ένα φόβο όχι για τον ίδιον απέναντί μου αλλά για τη ζωή απέναντι σ’ αυτόν. Παρατήρησα πως ακόμα κι εκεί, στο μπαρ με την τεράστια ποικιλία «φαρμάκων», εκείνος προτιμούσε το δικό του, στο πλαστικό μπουκαλάκι εμφιαλωμένου. Περίμενα μέχρι τα μισά του προγράμματος, γύριζα και τον κοιτούσα μήπως κάτι είχε αλλάξει. Τίποτα. Κι αφού τελειώσαμε με όλα, τις κουβεντούλες με τον κόσμο, τα «που χάθηκες» και «πότε θα ξαναπαίξετε», ο Διαμαντής πήρε τα τσιγάρα και το πλαστικό του μπουκάλι, μας χαιρέτισε σχεδόν ανέκφραστα και έφυγε. Μετά από μέρες που έβαλα να ακούσω υλικό από πρόβες, ήρθαν όλα στο μυαλό μου. Οι κουβέντες που κάναμε για τις συνεργασίες του, τα καλαμπούρια για τις διάφορες καλλιτεχνικές «περσόνες» του παρελθόντος του, για την μητέρα του, τη γυναίκα του, τα αυτοκίνητο που είχε και έγινε βίδες μια φορά Αθήνα-Καβάλα. Μου ήρθαν στο μυαλό οι κόντρες και οι διαφωνίες μας. Η τρεμούλα και ο εκνευρισμός που μου δημιουργούσε χωρίς να το καταλαβαίνει κάθε φορά που έλεγε: «έλα μωρέ, σιγά, μια χαρά θα βγει το κομμάτι, σχεδόν έτοιμο είναι», ενώ το κομμάτι έβγαινε χάλια. Ο θαυμασμός που ένιωθα όταν ζωγράφιζε πάνω στο κλαβιέ του και όλες οι μελωδίες έμοιαζαν γι αυτόν τόσο οικίες και γνώριμες λες και ήταν συνθέσεις δικές του.

Χαθήκαμε από τότε. Τον σκεφτόμουν αραιά. Έμαθα πως είχε επιστρέψει στην Αθήνα για κάποιους μήνες. Είχε περάσει σχεδόν ένας χρόνος. Ακριβώς ένας χρόνος από την πρώτη φορά που παίξαμε μαζί με τον Διαμαντή και ένα απόγευμα χτυπάει το τηλέφωνο. Ήταν ο Σάββας, φίλος μουσικός κι αυτός. «Έχω ένα νέο για κάποιον γνωστό σου…φίλο σου…δεν ξέρω. Δυσάρεστο δυστυχώς.» Πάγωσα αλλά δεν πήγε το μυαλό μου. Κι όταν το άκουσα η παγωμάρα έγινε κάψιμο στα μάγουλα και το λαιμό μου που κατέβηκε γρήγορα προς τα κάτω, έφτασε στα χέρια μου και τα μούδιασε. Έκλεισα το τηλέφωνο. Ο Διαμαντής δεν ξύπνησε από χθες το βράδυ. Έτσι απλά, δεν ξύπνησε. Έφυγε στον ύπνό του μου είπαν. Και ήταν 20 Δεκεμβρίου του 2007. Τρία χρόνια από την πρώτη μας συνάντηση, δύο χρόνια από τώρα.

Διαμαντή, συγγνώμη ρε φίλε αν σε είχα κουράσει με την ανασφάλειά μου και το ψείρισμα της κάθε νότας, του κάθε μέτρου. Ήταν βλακεία μου. Εσύ είχες μάθει έτσι, εγώ αλλιώς. Και πάλι καλά τα καταφέραμε όμως! Και δεν μας το ‘χα! Βλέπω συχνά εκείνη την πρόσφατη φωτογραφίας σου σε κάποιο μπαλκόνι με θέα τη θάλασσα. Δεν πρόλαβα να σε ρωτήσω, νομίζω όμως πως ξέρω σε ποιο μπαλκόνι ήσουν…Άλλη όμως είναι η αγαπημένη μου φωτογραφία. Αυτή που έχεις εκείνο το μισό σου χαμόγελο. Ήταν μισό -όπως πάντα- αλλά τέτοιο που δεν θα το ξεχάσω ποτέ.




Στο πιανίστα, φίλο Διαμαντή Σιμίτα που δεν προλάβαμε να κάνουμε όσα είχαμε σκεφτεί…

11/12/09

Μεταλλάξεις









-










Ε α στα κομμάτια πια.
Που τα ‘χετε ρημάξει όλα.
Δεν φτάνει που πετάω 37 ώρες μέχρι να βρω λουλούδι σε αυτό το λιβάδι, αυτό το μοναδικό που υπάρχει είναι εντελώς μεταλλαγμένο και μάλιστα με τον χειρότερο τρόπο!
Γιατί βρε?
Τι σας έφταιξα?
Μα δεν βλέπεται την ταλαιπώρια μου? Τη θλίψη, την απελπισία μου? Τον κόπο ζωγραφισμένο στα έρμα, τα πρόωρα γερασμένα μάτια μου?
Ένα λουλουδάκι έψαχνα και μπροστά μου βρέθηκε αυτό το τέρας της φύσης! Δεν φτάνει που αντί για πέταλα έχει ολόκληρα καρότα…Τι άλλο θα δω πια η έρμη η μέλισσα!

-Όπα ρε φίλε! Για μένα λες?
-Ωχ, μιλάς κι όλας?
-Σώπα! Εδώ μιλάς εσύ!
-Μα σας παρακαλώ κύριε…
-Βρε άντε από δω που θα μας πεις και «τέρας της φύσης»! Έχεις κοιτάξει ποτέ τα μούτρα σου στον καθρέφτη? Που ‘ν’ τα πόδια σου βρε? Στα ‘φαγε η μαρμάγκα? Το κεντρί σου το είδες ποτέ που είναι σαν πινέζα φελλοπίνακα?
-Με προσβάλετε κύριε!
-Βρε ουστ από δω που σε προσβάλουμε κι όλας! Αναγκαστήκαμε και μεταλλαχτήκαμε για πάρτη σου και θα έρθεις να μας την πεις κι όλας!
-Για πάρτη μου?
-Ναι ρε, για πάρτη σου! Πάνε δες βρε την κεφάλα σου! Που σου ‘χουν φυτρώσει δυο λαγουδίσια αυτιά μέχρι εκεί πάνω!
-Μπαρδόν?
-Βρε ουστ βρεεεεεεεεεεεεεε…να χαθείς να χαθείς. Μια καλή κουβέντα δεν θα ακούσω από κανέναν!

10/12/09

"ΑΝΗΚΩ"...ρήμα πολλά υποσχόμενο





…ε κι εγώ λοιπόν προβληματίστηκα.
Δηλαδή για να Belong δικαίως σε κάτι ή σε κάποιον,
θα πρέπει αυτό το κάτι η ο κάποιος να …
make my life complete
και να …
make me feel so sweet?
Τι μου λες!
Ε τότε δεν χωράει αμφιβολία.
Δεν ανήκω ΠΟΥΘΕΝΑ και σε ΚΑΝΕΝΑN.
Ωστόσο, κάτι τέτοιο μοιάζει μοναχικό ασχέτως του ελευθεριακού του χαρακτήρα.

Α να χαθείτε, πικράθηκα πάλι!

5/12/09

Αυτά τα ΟΣΑ









Αυτά τα όσα,
που μ’ ένα νεύμα σου βαθιά αισθάνθηκα,
πλάι στο βήμα σου…


Αυτά τα όσα,
που με μια κίνηση μακριά μου χάθηκα,
κρυφά μου δάκρυσα…


Αυτά τα όσα,
που ορθά, περήφανα με πλημμυρίσανε
με τον ιδρώτα σου…


Αυτά τα όσα,
που τα καμάρωσα και σου τα θαύμασα
καινούριε μου «άγνωστε»…


Αυτά τα όσα,
νεκρά κι ακίνητα που μου τα ανέστησες
γλυκά κι ανέλπιστα…


Αυτά τα όσα,
και άλλα τόσα βαθιά σου εύχομαι!
Στο μπρος και πέρα σου,
με…..κι όπως λαχταράς
να στα επιστρέψουνε και να σε στέψουνε!


--Αφιερωμένο στον αγαπημένο φίλο μου, ηθοποιό Γιάννη Ζ. που μοιραστήκαμε από τις πιο γερές συγκινήσεις ανοίγοντας η αυλαία…--

ΠΛΕΟΝ (ο μικρός Νετούρ)



















-Γιατί κατσούφιασες?
-Σκέφτομαι, έχω προβλήματα μικρέ μου Νετούρ.
-Ακόμα προβλήματα έχεις παππού? Μα τι μπορεί να σε απασχολεί πλέον?
-Πλέον? Τι παει να πει πλέον?
-«ΠΛΕΟΝ» πάει να πει πως είσαι πλέον ένας γέρος, ακανόνιστου σουλουπίου, με τεράααστιους κύκλους γύρω από τα μάτια, μπαστούνι και σκουριασμένες ιδέες.
-Κι όμως, με απασχολούν πράγματα, με προβληματίζουν. Εσύ για παράδειγμα μικρέ μου Νετούρ. Πως μπορείς, πως αντέχεις να είσαι τόσο κυνικός ακόμα δεν έκλεισες έναν μήνα ζωής?
-Χα. Έρμε παππού. Πόσο πίσω έχεις μείνει? Μα άρχισα τα ιδιαίτερα «συμπεριφοράς» από τη στιγμή που γεννήθηκα! Δεν θυμάσαι? Η κόρη σου και ο γαμπρός σου αποφάσισαν να με θωρακίσουν με όσα εφόδια μπορούν προκειμένου να μπορέσω να αντεπεξέλθω στις αντιξοότητες αυτής της τόσο ρευστής πραγματικότητας στην οποία με έφεραν στη ζωή! Διαφορετικά –λένε- δεν θα καταφλερω να επιβιώσω.
-Μα μικρέ μου Νετούρ! Είναι δυνατόν να μιλάς έτσι? Που είναι η αθωότητα σου, η γλυκύτητα, το άδολο παιδικό σου βλέμμα?
-Παππού σύνελθε! Γίνεσαι γραφικός και δεν αντέχω!
-Ίσως παιδί μου να φταίει το χάσμα γενναίων. Ίσως να έχεις δίκιο, να έχω μείνει πίσω. Δεν πειράζει όμως, εγώ ήθελα απλά να σε πάρω να πάμε μια βόλτα. Έξω έχει λιακάδα και μια βόλτα στο πάρκο θα μας φτιάξει τη διάθεση.
-Από πότε έχεις να πας στο πάρκο παππού?
-Χρόοοονια. Από τότε που ήταν η μανούλα σου μικρή.
-Δεν υπάρχει πάρκο παππού. Μας τελείωσε το πάρκο! Δεν είχε να προσφέρει τίποτα σε μας τους νέους πλέον. Πού χρόνος για πάρκα, βόλτες και ανοησίες!
-Μα το πάρκο παιδί μου είναι υγεία! Ξεγνοιασιά, πάρε-δώσε με τη φύση, το χώμα!
-Πάππου κάνε μου τη χάρη, με καθυστερείς. Η ώρα πέρασε και έχω μάθημα με την κυρία Ντελέντ σε 5 λεπτά.
-Ω…χίλια συγγνώμη. Δεν ήθελα να σε καθυστερήσω! Πηγαίνω. Χαιρετισμούς στη δασκάλα σου, την κυρία Ντελέντ. Καλό μάθημα μικρό μου. Τι μάθημα είπαμε σου κάνει αυτή η κυρία καλέ μου Νετούρ?
-«Η χρησιμότητα της λοβοτομής στην τρίτη ηλικία» είναι το μάθημα που μου κάνει παππού. Και δεν θέλω να χάσω λεπτό! Πρέπει να προχωρήσω γρήγορα στα σημαντικά κεφάλαια και τις εφαρμογές!
-Καλέ μου Νετούρ…….