31/8/06

Μέσα στα μάτια του

6/8/06

Αν και βράδυ - (Τα ασημένια βελανίδια)




























Αυτή ήταν!
Τα μάτια Της σαν ρόζοι οξιάς.
Καστανά, με χρονολογικές κηλίδες 3ων δεκαετιών,
Υπήρχαν για να σπάνε την μονοτονία του άσπρου, αλέκιαστου δέρματός Της.
Υπήρχαν και για να κοιτάζουν…σπάνια…

Εχθές βγήκε στο μπαλκόνι κι αν και βράδυ, Την είδα καθαρά!

Τα μαλλιά Της…ω!!!
Φυσικά, αχτένιστα, μακριά, σαν τις λεύκες που φυσιούνται.
Και στα τελειώματα, σαν την άμμο που σκουραίνει από τα βρεγμένα βήματα που συναντάει.
Μέχρι εδώ έφτανε η μυρωδιά τους!
Χώμα! Ναι, φρέσκο χώμα μύριζαν!
Τα μαλλιά Της…!!!

Μα η φωνή Της, πόσο «άλλη» ήταν εχθές, στο μπαλκόνι…αν και βράδυ…

Τρία χρόνια Την άκουγα να τραγουδάει.
Να τραγουδάει.
Να τραγουδάει.
Να τραγουδάει….μόνο!
Μόνο.

«Περιμένω μια πρόταση γάμου,
Να ‘χει άρωμα φρέσκου Σφενδάμου.
Να χρυσίζει σαν κόκκος της άμμου.
…περιμένω μια πρόταση γάμου»


Αυτό τραγουδούσε.
Τρία χρόνια μόνο αυτό
Και η μελωδία ήταν Σολ-#Ντο-Μι, με Λα μπάσο τη μία και Σι ύφεση την άλλη.

Εχθές όμως, αν και βράδυ δεν Την είχα ακούσει ακόμα να τραγουδάει.
Αν και βράδυ…
Μέχρι που Την είδα!!!
Ναι…Αυτή ήταν!!!

Ούτε στο μπαλκόνι τραγούδησε.
Και τότε ΤΟ πρόσεξα.
Τα μάτια Της έτρεχαν ρετσίνι. Πηχτό, ασημένιο ρετσίνι.
Ναι το είδα, αν και βράδυ…
Είχε φτιάξει –μου είπαν- κι ένα κομπολόι για τον αγαπημένο Της! Ήταν κεχριμπαρένιο από το ρετσίνι των ματιών Της!
Δεν το πίστεψα μα να!!! ΤΟ είδα!!!
Αν και βράδυ!
Μα πιο βράδυ?
Ήταν τόσο το φως Της που έφτανε μέχρι την κορφή του Παγγαίου!
Φώτιζε ως και το τελευταίο βελανίδι…πάνω…ψηλά…κι έπαιρνε κι αυτό ένα χρώμα ασημένιο!
Είχα αμφιβολίες…νόμιζα πως ονειρευόμουν, μα…όχι…Αυτή ήταν .Την είδα!!!

Πριν προλάβω να Της μιλήσω, είδα το άσπρο ΝυΧτικό Της να ανεμίζει.
Ήταν πάλλευκο, πολύ και πλούσιο σαν χιονοστιβάδα.
Ανέμιζε με αρχοντιά.
Κι Αυτή…ναι, Αυτή ήταν!!!…ανεβασμένη στα κάγκελα του μπαλκονιού, κοιτούσε τα ασημένια βελανίδια…
Όχι…δεν τραγουδούσε…
Κοίταξε για λίγο τους γυμνούς αστραγάλους Της.
Λαμπίριζαν ματωμένοι καθώς το ΝυΧτικό Της ανέμιζε.
Και τα ασημένια δάκρυα…ποτάμι πλούτου!

Άνοιξε τα χέρια Της!!!
Κι έπεσε…
…μα πριν προλάβει να ακουστεί ο γδούπος του κορμιού Της στα σπαρτά…

…έκλεισα τα μάτια μου.
Όχι.
Δεν μπορούσα να δω.
Με έπνιξε ένας κόμπος θλίψης και παράπονου.
Περίμενα να ακούσω τον γδούπο…αλλά τίποτα…
Ώσπου άρχισαν τα’ αυτιά μου να ανατριχιάζουν.
Άκουγα κάτι σαν μέταλλο…μέταλλο που κάνει γκελ..και επαναλαμβάνεται…

Το κορμί Της είχε γίνει Χάντρες!!!!
Ασημένιες χάντρες που χτύπαγαν στο έδαφος και πηδούσαν επάνω…μέχρι το φεγγάρι και το ακουμπούσαν…κι αυτό ήταν σαν υγρό που παλλόταν από μια πέτρα μου έπεφτε επάνω του…και ξανά έπαιρνε σχήμα μεμιάς!!!

Και ξαφνικά ΧΑΘΗΚΑΝ ΟΛΑ από τα μάτια μου!
ΟΛΑ!
Ξημέρωσε αμέσως και ο ήλιος με τύφλωσε.
Σάστισα!!!

Ακόμα στ’ αυτιά μου ηχούσε εκείνος Ο μεταλλικός Της ήχος…μα…
…μα…ηχούσε και κάτι άλλο.
Ήταν ένα αδύναμο κλάμα.
Το κλάμα του.
Και κάτι ψίθυροι… «-Δεν πρόλαβα…»…ή κάτι παρόμοιο.

Η πομπή είχε ξεκινήσει.
Το φέρετρο ήταν λευκό σαν το δέρμα Της.
Και τα λουλούδια φρέσκα…κόκκινα…σαν τους ματωμένους Της αστράγαλους.

-Εεεεεεεε…παλικάρι!!!!!!!!!!!!!!!!!!! Περίμενε λίγο!!!!!!!!!!!!!! Έχω κάτι να σου δώσω!!!!!!!!!
…φώναξα.
Μα δεν με άκουσε.
Είχα κρατήσει στη φτερούγα μου μια ασημένια χάντρα.
Μα αυτός δεν με άκουγε…ΔΕΝ άκουγε…ΔΕΝ άκουσε ΠΟΤΕ!

Τρία χρόνια του τραγουδούσε….κι αυτός ΠΟΤΕ ΔΕΝ Τ~Η~Ν ΑΚΟΥΣΕ!