Ως παιδί υπήρξα αρκετά μαζεμένη και συνεσταλμένη. Βαρετή και βαριεστημένη. Ως μοναχοπαίδι δε (έως τα 14 μου) δεν είχα αναπτύξει κάποια από τα χαρακτηριστικά που θα έπρεπε. Ο συνδυασμός αυτών των δυο χαρακτηριστικών, συχνά μου δημιουργούσε προβλήματα. Ένα από αυτά, που ευτυχώς λύθηκε πριν τα 14, ήταν και η αρχική αντιμετώπιση που είχα από τα αγόρια της γειτονιάς. Με βαρούσαν σε καθημερινή βάση κι εγώ με την ουρά στα σκέλια και με κλάματα, χτυπούσα το κουδούνι στο σπίτι:
-Ποιoς είναι?
-Έλα μαμά...άνοιξε μου!! (με κλάματα και αναφιλητά)
Η μαμά μου από την άλλη δεν με κανάκεψε ποτέ πάνω σε αυτό το θέμα. Αντιθέτως εκνευριζόταν. Ως που κάποια μέρα συνέβει το εξής φοβερό:
-Ποιoς είναι?
-Έλα μαμά...άνοιξε μου!!
-Πάλι στις βρέξανε?
-Ναι μαμά...θέλω να ανέβω σπίτι, άνοιξε μου!!
-Πρώτα θα τους τις βρέξεις κι εσύ και μετά θα σου ανοίξω.
-Μαμάαααααααααααααα!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!
Αφού το επεξεργάστηκα με τρόμο και είδα πως ήταν μονόδρομος μιας και η μαμά μου δεν αστειευόταν με κάτι τέτοια, πήρα την απόφαση να πάρω το αίμα μου πίσω. Πήγα και στάθηκα στο μέσο της αγοροπαρέας, έριξα μια πρώτο, στοχευμένη σφαλιάρα και στη συνέχεια χτυπούσα στα τυφλά. Σιγά τα αίματα να μου πεις! Ναι, αλλά αυτή ήταν και η στιγμή που άλλαξαν πολλά στη ζωή μου. Επέστρεψα στο σπίτι σαν μεθυσμένη, με ζαλάδα και έλλειψη προσανατολισμού. Από την επόμενη κι όλας μέρα είχα ενταχθεί ισάξια στην αγοροπαρέα που τόσο αγαπούσα! Με τα κορίτσια δεν μπορούσα να παίξω. Βαριόμουνα απίστευτα. Διατηρούσα τις πλεξούδες μου αλλά κυκλοφορούσα με κοτλέ παντελονάκια και καρό πουκάμισα. Αυτό ήταν επιλογή της μαμάς μου. Αλλά κι εγώ δεν διαφωνούσα. Αφενός ήταν ρούχα άνετα, αφετέρου δεν ξεχώριζα και πολύ από τα αγόρια. Στη γειτονιά, φουστανάκι δεν φόρεσα ποτέ.
Όλα τα παραπάνω πέρασαν ξανά από το μυαλό μου με αφορμή αυτή την ασπρόμαυρη φωτογραφία. Ήταν πραγματικά ένα από τα αγαπημένα μου παιχνίδια με τα αγόρια. Δεν ήμουν ποτέ μπροστάρης (αργότερα όμως, μετά τα 13 ήμουν μόνο μπροστάρης, αλλά αυτό είναι μια άλλη εξομολόγηση). Ήμουν όμως ισάξιο μέλος της “συμμορίας” στην Υψηλάντου και είχα τον σεβασμό των αγοριών. Πέρασαν μερικά χρόνια μέχρι η παρέα μου να με εμπιστευτεί να χτυπήσω εγώ το κουδούνι. Μέχρι τότε ήμουν στους μπροστά-μπροστά (θέση ευνοϊκή) που δεν κινδύνευαν πολύ. Που ήταν βέβαιο πως θα προλάβουν να κρυφτούν πίσω από κάποια μάντρα. Ήταν όμως τέτοια η ηδονή μου όταν άκουγα την εκνευρισμένη φωνή από το θυροτηλέφωνο να επαναλαμβάνει ξανά και ξανά αόριστες απειλές όπως “δεν θα σας πιάσω παλιόπαιδα?”. Όταν δε έβλεπα πως ο κουδουνοχτυπητής είχε προλάβει κι αυτός να κρυφτεί, με πονούσαν τα ζυγωματικά μου από το έντονο χαμόγελο και πεταλούδες χόρευαν πεντοζάλη στο στήθος μου από περηφάνια για την παρέα μου!! Ήμασταν πολύ δυνατοί, ήμασταν ατρόμητοι!! Κάθε χτυπημένο κουδούνι και μια νίκη!! Μια τεράστια νίκη που μου έδινε δύναμη να αντιμετωπίζω τα ορθογραφικά μου λάθη και τα κοκκινάδια στο τετράδιο της ορθογραφίες από την κυρία Τούλα την δασκάλα μου. Που μου έδινε δύναμη να υπομένω να σκουπίζω με το ρύγχος, εκατοστό-εκατοστό την πράσινη μοκέτα του δωματίου μου που καθημερινά γέμιζε με εκατοντάδες μικρά άσπρα σκουπιδάκια και η μαμά μου πάθαινε υστερία. Μπορούσα να αντέξω πολλά!!
Η μητέρα μου από την άλλη, δεν είχε υπολογίσει καλά τις συνέπειες εκείνου του:
“-Πρώτα θα τους τις βρέξεις κι εσύ και μετά θα σου ανοίξω.”
Μπορεί να σταμάτησα να τρώω ξύλο και να κλαίω, αλλά πλέον τα παπούτσια μου δεν φτούραγαν, τα παντελόνια μου γέμιζαν τρύπες, οι ραφές από τα φούτερ μου διαλύονταν μέσα σε 2-3 εβδομάδες. Είμαι σίγουρη όμως πως προτιμούσε αυτό παρά μια κόρη που μυξόκλαιγε κάθε απόγευμα. Όσο για μένα, της χρωστάω πολλά για εκείνη την πόρτα που δεν μου άνοιξε εκείνη τη μέρα. Μια έμεινε κλειστή για λίγο. Άλλες έμειναν ανοιχτές για πάντα