Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

12/1/09

O Αλλόκοτος με το κόκκινο σκουφί







-Μην κάνεις πίσω…Με φοβάσαι?
-Ναι
-Γιατί?
-Γιατί είσαι αλλόκοτος!
-Αλλόκοτος?
-Αλλόκοτος, ναι. Που ‘ναι το σώμα σου?
-Χάθηκε το σώμα μου. Πέρυσι την άνοιξη.
-Μπα? Και τώρα?
-
-
-Θες να γίνουμε φίλοι?
-Όχι
-Επειδή είμαι αλλόκοτος?
-Ναι, επειδή είσαι αλλόκοτος. Που ‘ναι το σπίτι σου?
-Χάθηκε το σπίτι μου. Πέρυσι το καλοκαίρι.
-Μπα? Και τώρα?
-
-
-Έλα, κάτσε λίγο να μου κάνεις παρέα!
-Όχι
-Γιατί?…
-Σου είπα. Γιατί είσαι αλλόκοτος! Που ‘ναι η ανάσα σου?
-Χάθηκε η ανάσα μου. Πέρυσι το φθινόπωρο.
-Μπα? Και τώρα?
-
-Δεν έχεις σώμα, δεν έχεις σπίτι, δεν έχεις ανάσα. Έχεις μόνο ένα γέρικο κεφάλι με σκουφί. Είσαι αλλόκοτος πολύ! Μήπως έχεις ΙΔΕΑ που είμαστε?
-Ναι έχω ΙΔΕΑ! Άμα σου πω θα με κάνεις φίλο σου?
-Θα σε κάνω φίλο μου, για λίγο όμως!
-Είμαστε στο Πουθενά και είναι Χειμώνας! Η τελευταία εποχή, η τελευταία μου ευκαιρία να πάψω να είμαι αλλόκοτος.
-Σοβαρά? Κι εγώ ποιος είμαι?
-Εσύ? Εσύ είσαι το σώμα μου, το σπίτι μου, η ανάσα μου.
-Α ναι? Κι εσύ ποιος είσαι?
-Εγώ είμαι εσύ. Δεν θυμάσαι? Εμείς οι δύο φτιάχνουμε ένα. Γι’ αυτό σου λέω, έλα να γίνουμε φίλοι.
-Όχι, θέλω να φύγω.
-Δεν με λυπάσαι?
-Όχι
-Σε παρακαλώ…μη με αφήνεις μόνο μου. Είναι χειμώνας!
-Όχι, θέλω να φύγω.
-Θα με πάρεις μαζί σου σώμα μου, ανάσα μου, σπίτι μου μονάκριβο?
ΠΑΡΕ ΜΕ ΜΑΖΙ ΣΟΥ!
ΣΩΜΑ ΜΟΥΥΥΥΥΥΥΥΥΥΥΥΥΥΥΥΥΥ
ΑΝΑΣΑ ΜΟΥΥΥΥΥΥΥΥΥΥΥΥΥΥΥΥΥΥΥΥΥΥΥΥΥΥ…..


Πάρε με...
Πάρε με....
Πάρε με.....
Πάρε με......



Όμως εκείνος έφυγε και o αλλόκοτος έμεινε λίγο ακόμα μόνος του, μέχρι που χάθηκε ο χειμώνας, έχασε το κεφάλι του και χάθηκε κι αυτός για πάντα. Έμεινε μόνο το κόκκινο σκουφί του να στέκεται πότε στα ξερά κλαδιά και πότε να ανεμίζει στα γκρίζα σύννεφα.






.-

20/7/08

Το λευκό της φόρεμα























-Για δες…σ’ αρέσει?
-Ναι αμέ!
-Μου πάει?
-Αν σου πάει λέει!
























-Μμμμ…μου είναι μακρύ.
-Μα έτσι είναι αυτά! Μακριά!
-Οοοχι, όχι τόσο.
-Τόσο κι άλλο τόσο!
-Στα μαλλιά δεν θέλω τίποτα.
-Όπως θέλεις εσύ!
-Της μοιάζω?
-Πολύ!
-Μόνο πολύ?
-Πάρα πολύ!
-Θα μου λείψει γιαγιά…

19/8/07

ΑΠΕΝΑΝΤΙ









-Όταν λες να περάσουμε απέναντι?
-Απέναντι! Δε βλέπεις? Απέναντι!
-Πως θα περάσουμε απέναντι?
-Από τη γέφυρα. Έχει λίγη ομίχλη αλλά δεν μας εμποδίζει!
-Από ποια γέφυρα?
-Αυτή την ξύλινη, την τοξοτή!
-Δεν βλέπω καμιά γέφυρα. Ούτε ξύλινη, ούτε τοξοτή, ούτε τίποτα.
-Αλήθεια το λες? Κι αυτό που βλέπω εγώ τι είναι?
-Δεν ξέρω.
-Δεν μπορεί! Είναι επιτακτική ανάγκη να περάσουμε απέναντι. Ακόμα κι αν δεν υπάρχει η γέφυρα που βλέπω πρέπει με κάποιον τρόπο να περάσουμε! Ίσως να υπάρχει κάποιο μονοπάτι. Ας ψάξουμε λίγο!
-Δεν υπάρχει τίποτα να ψάξουμε.
-Πως! Κάτι θα υπάρχει! Αν ψάξουμε θα βρούμε κάποιον τρόπο. Ακόμα και μονοπάτι να μην υπάρχει, θα βρούμε ένα άνοιγμα να περάσουμε!
-Να περάσουμε που?
-Να περάσουμε απέναντι!
-Δεν θα βρούμε κανένα άνοιγμα.
-Δεν μπορεί! Κάποιος τρόπος θα βρεθεί να περάσουμε απέναντι!
-Κανένας τρόπος.
-Μα γιατί?
-Γιατί ΔΕΝ υπάρχει πλέον ΑΠΕΝΑΝΤΙ.-

4/8/07

Το παράθυρο























-…έλα…δεν μπορείς να περπατήσεις λίγο πιο γρήγορα?
-Έρχομαι! Βιάζεσαι? Αφού ξέρεις, στην άμμο δεν μπορώ να περπατήσω καλά!
-Είναι ώρα τώρα που το βλέπω αυτό το σπίτι και με έχει φάει η περιέργεια…αλλόκοτο μου μοιάζει...
-Ε κοντεύουμε, σε πέντε λεπτάκια θα είμαστε εκεί.

-Πω πω! Απίστευτο! Κρινάκια της θάλασσας φυτεμένα σε γλάστρα! Και ανθισμένα μέρα μεσημέρι! Εγώ ήξερα ότι αυτά ανθίζουν για λίγα λεπτά μόνο, με την ανατολή του ήλιου και μόνο για μια μέρα!
-Είσαι σίγουρη?
-Βέβαια! Θυμάμαι πριν χρόνια κάπου στο Αιγαίο όπου έγινε ολόκληρο θέμα για ένα κρινάκι που άνθισε...ξυπνήσαμε άρον άρον για να προλάβουμε να το δούμε με ανοιγμένα τα πέταλα!
-Τι να πω...
-Πάμε λίγο πιο πέρα, φυσάει...μάλλον κάποιο παράθυρο ανοιγοκλείνει και χτυπάει από τον αέρα. Πάμε να δούμε μήπως φαίνεται τίποτα μέσα...
-Ναι έρχομαι.


-Έλα έλα…Δεν είναι δυνατόν!!!
-Πλάκα μας κάνουν? Τι είναι αυτό? Μήπως είναι καθρέφτης?
-Για κάτσε να δω...όχι...τι καθρέφτης? Δεν είναι καθρέφτης!
-Μα η θάλασσα είναι στα πέντε μέτρα πίσω μας, πως είναι δυνατόν μέσα από το παράθυρο, μέσα στο σπίτι να υπάρχει κι άλλη θάλασσα?? Θα τρελαθώ...ποιο είναι το έξω και ποιο το μέσα απ’ το παράθυρο?
-Χριστέ μουουουου...!!! Δε το πιστεύω αυτό που βλέπω!!!
-Η παραλία είναι δύο χιλιόμετρα. Στο χάρτη το είδα. Η παραλία είναι μια! Δεν υπάρχει καμιά λωρίδα γης στη μέση κι από την άλλη κι άλλη παραλία!
-Με δουλεύεις? Φυσικά και είναι μια η παραλία!
-Και μέσα στο σπίτι τι είναι? Θάλασσα δεν είναι κι αυτό? Και αμμουδιά...πιστό αντίγραφο της άμμου που πατάμε και της θάλασσας πίσω μας.
-Πρόσεξες? Απ’ έξω το σπίτι φαίνεται κλειστό, έχει τοίχους, σκεπή, όλα κανονικά. Αν κοιτάξεις όμως από το παράθυρο μέσα στο σπίτι, δεν υπάρχει τίποτα…μόνο η παραλία!

-Πάμε να φύγουμε!
-Κάτσε λιγάκι ακόμα...θέλω να...
-Πάμε να φύγουμε σου λέω! Κάτι ξέρανε οι άλλοι και μας λέγανε να μην έρθουμε. Κι εμείς γελάγαμε με την ιστορία της «περίεργης» του νησιού!! Να δω εγώ πόσοι θα γελάσουν με τη δική μας ιστορία!
-Εγώ δεν πρόκειται να πω τίποτα σε κανέναν! Δεν θα με πιστέψουν. Απλά θα τους φέρω να το δουν με τα ίδια τους τα μάτια!
-Κάνε ότι θέλεις! Εγω δεν ξανάρχομαι εδώ! Και πάμε να φύγουμε είπα! Τώρα!
-Πάμε ναι. Μα...τι ώρα είναι? Κοίτα...αρχίζει να νυχτώνει! Μέρα μεσημέρι γιατί δύει ο ήλιος????

12/9/06

Ενα "Αγνωστο Αντιο"

















…αυτός ο άγνωστος!
Για ποιόν να ήταν αυτά τα λουλούδια άραγε?
Και πως βρέθηκαν στα χέρια μου, στα άγνωστά του χέρια, από αυτόν τον άγνωστο?



















…μα που είναι?
Το τραίνο θα φύγει…κι εγώ με ένα μπουκέτο λουλούδια από έναν άγνωστο…
Από έναν τελείως άγνωστο…κι ο γνωστός μου, ο καλός μου, ο μονάκριβος, δεν φάνηκε ακόμα…
Και το «Αντίο» του?
Πώς θα αντέχω να μην το ‘χω?
Με τη φωνή και τη χροιά του…αυτή την αγαπημένη, την μονάκριβη?
Ποια αίσθηση θα με συντροφεύει στο ταξίδι αν δεν έχω το «Αντίο» του?
Και το «Αντίο» αυτού του άγνωστου?
Μήπως τελικά του ήμουνα γνωστή?
Μπα όχι…μια άγνωστη ήμουν που της είπαν ένα «Άγνωστο Αντίο»…
για συντροφιά...

9/9/06

Έχεις ξεχάσει που ακριβώς θέλεις να πας...











...

-Ποιο μάτζικ μπας?
-Έλα…έλα να δεις!!!
-Πού πας?
-Έλα έλα…πίσω…στην αυλή!!!

...

-Τι είναι αυτό ρε?
-Ε δε βλέπεις?
-Τι να δω καλέ? Που το βρήκες?
-Το βρήκα?…χα…καλό!!!
-Έλα ρε συ…πες!!!
-Δεν το βρήκα ρε σου λέω…Φύτρωσε!
-Ορίστε???
-Τι ορίστε? Φύτρωσε λέμε!
-Πως φύτρωσε?
-Ε πως φύτρωσε! Ξέρω ‘γω? Βγήκα να καπνίσω…μη με πάρει και κάνα μάτι…Σήμερα το πρωί! Όπως κι εχθές δηλαδή…Α! Σημειωτέον πως έχω να βγω από το σπίτι δυο μέρες. Κοινώς, εάν το άφηνε κάποιος στην αυλή θα τον άκουγα…Άρα??
-Άρα??
-Άρα φύτρωσε λέμε!!!!!
-Και τώρα?
-Ε άντε τι κάθεσαι? Πάνε ετοίμασε μια βαλίτσα κι έλα. Εγώ την έχω έτοιμη.
-Τι??
-Τι!! Κοίτα…το κλειδί που μου έδωσε ο παππούς πρόπερσι…είναι το κλειδί του λεωφορείου λέμε!!
-Μιλάς σοβαρά?
-Το δοκίμασα και πήρε μπρος!!
-Πωωωω….
-Πωωωω….άντε ρε Πω και πω!!…ακόμα εδώ είσαι? Φέρε τα πράγματα σου!!!

ΦΥΓΑΜΕΕΕΕΕΕΕΕΕ……………………………

6/8/06

Αν και βράδυ - (Τα ασημένια βελανίδια)




























Αυτή ήταν!
Τα μάτια Της σαν ρόζοι οξιάς.
Καστανά, με χρονολογικές κηλίδες 3ων δεκαετιών,
Υπήρχαν για να σπάνε την μονοτονία του άσπρου, αλέκιαστου δέρματός Της.
Υπήρχαν και για να κοιτάζουν…σπάνια…

Εχθές βγήκε στο μπαλκόνι κι αν και βράδυ, Την είδα καθαρά!

Τα μαλλιά Της…ω!!!
Φυσικά, αχτένιστα, μακριά, σαν τις λεύκες που φυσιούνται.
Και στα τελειώματα, σαν την άμμο που σκουραίνει από τα βρεγμένα βήματα που συναντάει.
Μέχρι εδώ έφτανε η μυρωδιά τους!
Χώμα! Ναι, φρέσκο χώμα μύριζαν!
Τα μαλλιά Της…!!!

Μα η φωνή Της, πόσο «άλλη» ήταν εχθές, στο μπαλκόνι…αν και βράδυ…

Τρία χρόνια Την άκουγα να τραγουδάει.
Να τραγουδάει.
Να τραγουδάει.
Να τραγουδάει….μόνο!
Μόνο.

«Περιμένω μια πρόταση γάμου,
Να ‘χει άρωμα φρέσκου Σφενδάμου.
Να χρυσίζει σαν κόκκος της άμμου.
…περιμένω μια πρόταση γάμου»


Αυτό τραγουδούσε.
Τρία χρόνια μόνο αυτό
Και η μελωδία ήταν Σολ-#Ντο-Μι, με Λα μπάσο τη μία και Σι ύφεση την άλλη.

Εχθές όμως, αν και βράδυ δεν Την είχα ακούσει ακόμα να τραγουδάει.
Αν και βράδυ…
Μέχρι που Την είδα!!!
Ναι…Αυτή ήταν!!!

Ούτε στο μπαλκόνι τραγούδησε.
Και τότε ΤΟ πρόσεξα.
Τα μάτια Της έτρεχαν ρετσίνι. Πηχτό, ασημένιο ρετσίνι.
Ναι το είδα, αν και βράδυ…
Είχε φτιάξει –μου είπαν- κι ένα κομπολόι για τον αγαπημένο Της! Ήταν κεχριμπαρένιο από το ρετσίνι των ματιών Της!
Δεν το πίστεψα μα να!!! ΤΟ είδα!!!
Αν και βράδυ!
Μα πιο βράδυ?
Ήταν τόσο το φως Της που έφτανε μέχρι την κορφή του Παγγαίου!
Φώτιζε ως και το τελευταίο βελανίδι…πάνω…ψηλά…κι έπαιρνε κι αυτό ένα χρώμα ασημένιο!
Είχα αμφιβολίες…νόμιζα πως ονειρευόμουν, μα…όχι…Αυτή ήταν .Την είδα!!!

Πριν προλάβω να Της μιλήσω, είδα το άσπρο ΝυΧτικό Της να ανεμίζει.
Ήταν πάλλευκο, πολύ και πλούσιο σαν χιονοστιβάδα.
Ανέμιζε με αρχοντιά.
Κι Αυτή…ναι, Αυτή ήταν!!!…ανεβασμένη στα κάγκελα του μπαλκονιού, κοιτούσε τα ασημένια βελανίδια…
Όχι…δεν τραγουδούσε…
Κοίταξε για λίγο τους γυμνούς αστραγάλους Της.
Λαμπίριζαν ματωμένοι καθώς το ΝυΧτικό Της ανέμιζε.
Και τα ασημένια δάκρυα…ποτάμι πλούτου!

Άνοιξε τα χέρια Της!!!
Κι έπεσε…
…μα πριν προλάβει να ακουστεί ο γδούπος του κορμιού Της στα σπαρτά…

…έκλεισα τα μάτια μου.
Όχι.
Δεν μπορούσα να δω.
Με έπνιξε ένας κόμπος θλίψης και παράπονου.
Περίμενα να ακούσω τον γδούπο…αλλά τίποτα…
Ώσπου άρχισαν τα’ αυτιά μου να ανατριχιάζουν.
Άκουγα κάτι σαν μέταλλο…μέταλλο που κάνει γκελ..και επαναλαμβάνεται…

Το κορμί Της είχε γίνει Χάντρες!!!!
Ασημένιες χάντρες που χτύπαγαν στο έδαφος και πηδούσαν επάνω…μέχρι το φεγγάρι και το ακουμπούσαν…κι αυτό ήταν σαν υγρό που παλλόταν από μια πέτρα μου έπεφτε επάνω του…και ξανά έπαιρνε σχήμα μεμιάς!!!

Και ξαφνικά ΧΑΘΗΚΑΝ ΟΛΑ από τα μάτια μου!
ΟΛΑ!
Ξημέρωσε αμέσως και ο ήλιος με τύφλωσε.
Σάστισα!!!

Ακόμα στ’ αυτιά μου ηχούσε εκείνος Ο μεταλλικός Της ήχος…μα…
…μα…ηχούσε και κάτι άλλο.
Ήταν ένα αδύναμο κλάμα.
Το κλάμα του.
Και κάτι ψίθυροι… «-Δεν πρόλαβα…»…ή κάτι παρόμοιο.

Η πομπή είχε ξεκινήσει.
Το φέρετρο ήταν λευκό σαν το δέρμα Της.
Και τα λουλούδια φρέσκα…κόκκινα…σαν τους ματωμένους Της αστράγαλους.

-Εεεεεεεε…παλικάρι!!!!!!!!!!!!!!!!!!! Περίμενε λίγο!!!!!!!!!!!!!! Έχω κάτι να σου δώσω!!!!!!!!!
…φώναξα.
Μα δεν με άκουσε.
Είχα κρατήσει στη φτερούγα μου μια ασημένια χάντρα.
Μα αυτός δεν με άκουγε…ΔΕΝ άκουγε…ΔΕΝ άκουσε ΠΟΤΕ!

Τρία χρόνια του τραγουδούσε….κι αυτός ΠΟΤΕ ΔΕΝ Τ~Η~Ν ΑΚΟΥΣΕ!

18/6/06

Παραμύθι Νο1



Tο Φορτηγό


«Μια φορά και ένα σκοτεινό μεσονύχτι, ήταν μια κουκουβάγια που καθότανε πάνω στο κλαδί μιας βελανιδιάς. Δύο τυφλοπόντικες προσπάθησαν να γλιστρήσουν από δίπλα, απαρατήρητοι. «Γιού-χου!» είπε η κουκουβάγια. «Μας είδατε;» τραυλίσανε εκείνοι, φοβισμένοι και κατάπληκτοι, γιατί δεν μπορούσαν να πιστέψουν ότι ήταν δυνατό κανείς να τους διακρίνει στο σκοτάδι. «Ου!» είπε η κουκουβάγια.. Οι τυφλοπόντικες τό 'βαλαν στα πόδια και είπανε στα άλλα ζώα του κάμπου και του δάσους ότι η κουκουβάγια ήταν το σπουδαιότερο και σοφότερο από όλα τα ζώα, επειδή μπορούσε να βλέπει στο σκοτάδι κι επειδή μπορούσε να απαντάει σε οποιαδήποτε ερώτηση. «Αυτό θα το δούμε», είπε ένα πουλί, ένας καρδινάλιος, και κάλεσε μια νύχτα την κουκουβάγια, όταν ήταν πάλι πολύ σκοτάδι. «Τι σχήμα φτιάχνω τώρα με τα δάχτυλά μου;» είπε ο καρδινάλιος. «Χι», είπε η κουκουβάγια, και λάθος δεν έκανε. «Μπορείτε να μου αναφέρετε λέξιν συνώνυμον του γελώ ή καγχάζω;» ρώτησε ο καρδινάλιος. «Χω», είπε η κουκουβάγια. «Διατί οι άνδρες επιμένουν συνήθως σε αποτυχημένους έρωτας;» «Χούι», είπε η κουκουβάγια..

Ο καρδινάλιος πέταξε στα άλλα ζώα και ανακοίνωσε ότι η κουκουβάγια ήτανε όντως το σπουδαιότερο και σοφότερο πλάσμα στον κόσμο, επειδή μπορούσε να βλέπει μέσα στο σκοτάδι και επειδή μπορούσε να απαντάει σε οποιαδήποτε ερώτηση. «Βλέπει και με το φως της ημέρας το ίδιο καλά άραγε;» ρώτησε μια κόκκινη αλεπού. «Ναι», πετάχτηκε σαν ηχώ ένας μασκαρδίνος. Και ένα κανίς: «Μπορεί να βλέπει και με το φως της ημέρας το ίδιο καλά;» Όλα τα άλλα ζώα ξέσπασαν σε γέλια με αυτή την ηλίθια ερώτηση και τα βάλανε με την κόκκινη αλεπού και την παρέα της και τους εξόρισαν από την περιοχή. Μετά στείλανε έναν αγγελιοφόρο στην κουκουβάγια και της ζητήσανε να γίνει ο ηγέτης τους.

Όταν η κουκουβάγια εμφανίστηκε στο πλήθος των ζώων ήταν καταμεσήμερο και ο ήλιος έλαμπε δυνατά. Η κουκουβάγια-ηγέτης περπατούσε πολύ αργά, πράγμα που έκανε την παρουσία της εξαιρετικά μεγαλοπρεπή, και ατένιζε γύρω της καρφώνοντας εδώ και εκεί τα μεγάλα της μάτια, πράγμα που της έδινε έναν αέρα εντυπωσιακής σοβαρότητας. «Είναι Θεός!» στρίγκλισε μια κότα και οι άλλοι ενώσανε τις φωνές τους και ξανάπανε: «Είναι Θεός!».

Πιάσανε λοιπόν και την ακολουθούσαν όπου και να πήγαινε, και όταν η κουκουβάγια άρχισε να σκοντάφτει σε διάφορα πράγματα, αρχίσανε και αυτοί να σκοντάφτουν σε πράγματα. Τέλος, εκείνη έφτασε σε μια ασφαλτοστρωμένη ωτοστράτα και άρχισε να βαδίζει στη μέση του καταστρώματος, και όλα τα άλλα πλάσματα από κοντά της. Τότε ένα γεράκι, που λειτουργούσε σαν μοτοσυκλετιστής συνοδείας, αντιλήφθηκε ένα φορτηγό να κατευθύνεται κατά πάνω τους με καμιά εκατοστή χιλιόμετρα την ώρα, και το ανέφερε στον καρδινάλιο, και αυτός το ανέφερε με τη σειρά του στην κουκουβάγια. «Υπάρχει κίνδυνος μπροστά», είπε ο καρδινάλιος. «Γιου-χου!» είπε η κουκουβάγια. Ο καρδινάλιος της λέει: «Δεν φοβόσαστε καθόλου;» «Ουχί», είπε η κουκουβάγια ήρεμα, γιατί δεν μπορούσε να δει το φορτηγό. «Είναι Θεός!» ξαναφώναξαν όλα τα ζώα, και ακόμα φωνάζανε όταν το φορτηγό έπεσε επάνω τους και τα σκόρπισε. Μερικά ζώα τραυματίστηκαν μονάχα, τα περισσότερα όμως, συμπεριλαμβανομένης της κουκουβάγιας, σκοτωθήκανε



Επιμύθιον: ...το ψάχνω....




Από το βιβλίο: «Μύθοι για την εποχή μας» του Τζέημς Θέρμπερ, εκδόσεις Οδυσσέας, 1982