10/4/13

Εκείνο το παιδί



...εκείνη η μελαγχολία του λούνα παρκ.
Εκείνη η αμηχανία εκείνου του παιδιού σε εκείνη την φρέσκια ηλικία,
με εκείνη την αγωνία να δείχνει πάντα πως ναι, περνάει καλά.

Εκείνο το παιδί...Τσαλακωμένο και κομμένο στα δυο.
Δυο γονείς, δυο κομμάτια.

Που περίμενε την ώρα εκείνη να ανέβει στην μεγάλη ρόδα.
Κι όταν φτάσει ψηλά, πολύ ψηλά,
να προλάβει να αφήσει ένα μικροσκοπικό δάκρυ να το πάρει ο αέρας.
Εκείνος ο αέρας ο σύντροφος, που στέγνωνε το μάγουλο μέχρι το βαγόνι να
επιστρέψει στο έδαφος.

Εκείνα τα μεσημέρια Κυριακής...κι εκείνη η αναμονή να περάσουν.
Κι εκείνος ο κόμπος στο λαιμό και η αγωνία...
να δείχνει πάντα πως ναι, περνάει καλά.

Εκείνο το παιδί που πρόσεχε πάντα να μην λερωθεί.
Να μην πεινάσει.
Να μην διψάσει.
Να μην ιδρώσει.
Να μην κουραστεί.
Να μην σε στεναχωρεί...

Εκείνο το παιδί.
Που σ' αγαπούσε.
Που του έλειπες.
Που σου έλειπε.
Που πνιγόταν απο πίκρα και απορία.
Όχι δεν περνούσε καλά εκείνο το παιδί...μα σ' αγαπούσε τόσο!!

17/8/12

Είναι που μου 'χεις λείψει


Είναι που μου 'λειψες.

Περνάει κι αυτό το καλοκαίρι και εκείνα που κάποτε ξυπνούσα βιαστικά για να τα ζήσω, τα έχω σχεδόν ξεχάσει. 

Θυμάμαι, με κρατούσες να πάμε στης αμμουδιάς από την μια άκρη στην άλλη. Και καθώς βούλιαζαν τα πόδια μας στην δροσιά της υγρής άμμου, τόσο άναβε ο πόθος μου να βουλιάξω μια για πάντα μέσα σου.

Βουτιά μες στο νερό της θάλασσας μέσα στα μάτια σου, μέσα στο στόμα σου, στο αύριο σου, στο χθες, στο σήμερα του τότε μας. Πόσο εκτυφλωτικά γυάλιζες!

Είναι που μου 'λειψες.

Είσαι μακριά κι εγώ ακόμα πιο πολύ.
Να 'χεις αλλάξει;

Ήταν εκείνες οι πεταλούδες στο στομάχι όταν σε αντίκριζα.
Ήταν εκείνη σου η γεύση.
Ήταν η μελωδία από το δέρμα σου που μου λίκνιζε το βλέφαρα.
Εσυ μαέστρος κι εγώ το βιολοντσέλο σου.

Οι μέρες μας γεμάτες προσδοκία.
Οι νύχτες μας, πάντα μικρές. Ποτέ δεν έφταναν να μας χωρέσουν ολοκληρωτικά.
Μα έτσι κι αλλιώς δεν χωρούσαμε πουθενά.
Μόνο ο ένας μέσα στον άλλον χωρούσαμε. Επικίνδυνο, έλεγα. Μα ήταν λάθος. Άλλωστε, ποιος πόθος είναι ακίνδυνος;

Είναι που μου 'χεις λείψει.

Νύχτωσε και σε σκέφτομαι από χθες. Καπνίζω και ψάχνω να σε βρω μέσα στην καύτρα του τσιγάρου μου. Μα όσο κι αν ανακατεύω τη στάχτη με το δάχτυλο, δεν γεννιούνται πεταλούδες. Κάνει παιχνίδια ο νους. Για μια στιγμή νόμιζα πως σε είδα να χορεύεις μέσα στο παγάκι του ποτού μου. Σάστισα και με μιας το έβαλα στο στόμα μου, να λιώσει. Μάταια σε έψαχνα με την άκρη της γλώσσας μου. Δεν ήσουν εκεί.

Μοιάζουν οι μέρες μου με φάλτσα ορχήστρα μουρλαμένων πνευστών.
Μένω με τα χέρια μου να κλείνουν τα αυτιά μου επί μέρες. Μουδιάζω εκεί στην ίδια στάση, με τα μάτια σφιγμένα. Κι όταν πια σιωπούν εκείνοι οι ήχοι, αρχίζω πάλι να σε ψάχνω παντού, χωρίς να κινούμαι.

Δεν μου αρέσει πια η θάλασσα. Νιώθω μόνη εκεί. Είμαι μόνη εκεί. 
Ερχόσουν πάντα και πάλευες να με κλέψεις από το νερό που με ακουμπούσε. Και με αγκάλιαζες αδύναμα μα επίμονα. Και τα μαλλιά σου κολυμπούσαν τόσο υπέροχα! Και μπλέκονταν με τα δικά μου και έφτιαχναν μπουκέτα από μάλλινα φύκια.
Τώρα δεν υπάρχει πια νερό. Μέχρι και η θάλασσα στέγνωσε και το πορτοκαλί μου μέσα ζαρώνει διαρκώς κοντεύοντας να μοιάσει με μαραμένη φλούδα από μανταρίνι. 

Σου έλεγα τότε σ' αγαπώ μα ήτανε ψέμα.
Τώρα όμως σ' αγαπώ. Αλήθεια!
Μα είσαι αλλού...κι εγώ ακόμα πιο πολύ...

Είναι που μου 'χεις λείψει.

14/7/12

Lullaby



Κάποτε μετρούσα τις ώρες.
Τώρα με μετρούν αυτές...
Έχει μείνει μόνο η ίδια ανυπομονησία για το ξημέρωμα.

Δεν ξοδεύομαι πια τα βράδια. Είναι τόσο ανόητο.
Παραμένω ένα κοινό, νυχτόβιο πτηνό, όπως από πάντα.
Μόνο η αισθητική ίσως άλλαξε...λίγο.
Δεν χτυπιέμαι πια, με κανέναν τρόπο, για κανέναν λόγο.

Ξαγρυπνάω ήρεμα, διαρκώς.
Και το ξημέρωμα είναι πάντα εκεί,
να με νανουρίζει με το Lullaby των Cure.
"Μα πόσο σκοτεινό αυτό το τραγούδι!" θα πούνε κάποιοι.
Ας λένε...έτσι πρέπει. Αν πάψουν να λένε, τι θα τους απομείνει? ΤΙΠΟΤΑ.
Εγώ συντονίζω τους παλμούς μου με ένα μπάσο και τα πιατίνια μιας ντραμς.
Και παραμένω ακίνητη, μην ξοδέψω τίποτα από την πανδαισία του ρυθμού.

Ρυθμός:
Δεν χρειάζεται -πάντα- να σε "περπατάει" και να σε ζαλίζει.
Δεν είναι αυτός ο λόγος ύπαρξης του, ανόητοι.
Φτάνει να συντονιστεί μαζί σου κι από κει και πέρα, κάντον οτι θες, αν μπορείς.

Κι όπως κάθε βράδυ,
νύχτωσε κι απόψε μια όμορφη, αστροφορούσα σκοτεινιά.
Καθόλου πρωτότυπο, θα μου πεις.
Δεν ξέρω πια αν μου αρέσουν τα πρωτότυπα. Αν υπάρχουν καν.
Κι ούτε με πειράζει. Και το κοινότυπο έχει την λάμψη του στα δικά μου μάτια.

Lullaby και ένα ακόμα στοίχημα, το ίδιο κάθε βράδυ.
Θα καταφέρω να στείλω μια καύτρα του τσιγάρου μου ψηλά?
Φυσάω με όλη μου την δύναμη αλλά ακόμα δεν τα κατάφερα...

Καληνύχτα.

21/10/11

"Τα ΟμιχλΩδη"








Εκτυπωθήκαμε...πληροφορίες εντός.

10/6/11

"Στάχτες"


ΣΥΝΘΕΣΗ: zero-project  www.zero-project.gr
ΣΤΙΧΟΙ: Βάγια Παπαποστόλου  www.vagiapapapostolou.gr







Στο μπαρ της νιότης σου      
ξανάρθες ήμερος,
γυμνός και μόνος σου
το «αχ» σου πίνοντας.

Ματιά ανήλιαγη,
καύτρα τρεμάμενη.
Στο απομεινάρι της
στάχτες του πάθους σου.

Τη θλίψη σου έσπειρες      
σε μήτρα άγνωστη.
Πόνοι γεννήθηκαν,
κόρες που σφάζονται.

Ρυθμός στο πόδι σου
τραγούδι πένθιμο
και στο ποτήρι σου
υγρό που εκρήγνυται.

Στο μπαρ της νιότης σου     
ξανάρθες ήμερος,
γυμνός και μόνος σου
το «αχ» σου πίνοντας.

Ματιά ανήλιαγη,
καύτρα τρεμάμενη.
Στο απομεινάρι της
στάχτες του πάθους σου.






7/6/11

"Μεσάνυχτοι φόβοι"


ΣΥΝΘΕΣΗ-ΕΡΜΗΝΕΙΑ: Βάγια Παπαποστόλου www.vagiapapapostolou.gr
ΣΤΙΧΟΙ: Στάλια Παγωνά
ΕΝΟΡΧΗΣΤΡΩΣΗ: zero-project www.zero-project.gr






Φοβάμαι…                              
Τα ζευγάρια εκείνα
Με τα μάτια τα άδεια                   
Που χορτάσαν την πείνα
Για μεσάνυχτα χάδια
                                                            
Φοβάμαι…
Τα ζευγάρια εκείνα
Που ξεβάφουν στο πλήθος
Κι αγαπούν με το μήνα
Όταν χάνεται ο μύθος

Ξύπνα, φοβάμαι…
Την αγάπη αγκαλιά να κρατάμε μη φύγει…
Ξύπνα, να πάμε
Μες στη νύχτα ξανά, σε μια τρέλα ταξίδι
Ξέρω, είναι αργά, μα η αγάπη επείγει…
                                                                         

Ξύπνα, φοβάμαι…
Πως ξεχνιέται η ζωή, στης ζωής το κυνήγι
Ξύπνα, να πάμε
Μια ακόμα φορά, της καρδιάς το παιχνίδι
Ξέρω, είναι αργά, μα η αγάπη επείγει…

Φοβάμαι…
Τις αγάπες που ζήσαν
Με φιλιά μετρημένα
Και μια μέρα γεννήσαν
Δύο σώματα ξένα

Φοβάμαι…                                                           
Τις αγάπες που ανθίσαν
Δίχως φως κι οξυγόνο
Μα μια μέρα λυγίσαν
Και χαθήκαν στο χρόνο

3/4/11

"Θέρισε Φως"

















Σύνθεση / ερμηνεία: Zero-Project
Στίχοι: Βάγια Παπαποστόλου


Αρχείο ήχου





Θέρισε φως

Κράτα ψηλά το κεφάλι, μη σωπαίνεις τις σκέψεις
Άσε τους άλλους να λύνουν εσύ παλεύεις να δέσεις.
Διεκδικώντας μια θέση στις ρωγμές κάποιας φράσης,
αγώνα κάνε να αντέξεις, με αντιρρήσεις κι ενστάσεις.

Τόπο βρες να χωρέσεις, τρόπο να καταφέρεις
με θάρρος γνώση και τόλμη τη γνώμη σου να εκφέρεις.
Και αν σε ζαλίζει η δύνη της ζωής που τραβάς
σκέψου μονάχα τι σου δίνει αυτό που ζεις κι αγαπάς.

Σπέρνουν λύπη, θέρισε φως.
Γίναν’ εχθροί, μείνε αδελφός.
Ψέμα, θλίψη, λόγος θαμπός.
Σπάσε τα όρια, ξέρεις το πως.

Μ’ εκ διαμέτρου αντιθέσεις σε συνεχείς παραβάσεις,
κατάφερε να αντέξεις όσα θες να ξεχάσεις.
Η πορεία λαξεύει και δεν ξέρεις που πας,
έχε πυξίδα τα λόγια της φωνής που αγαπάς.

Πας να σηκώσεις φωνή, μα η ανάσα στερεύει.
Γίνεται η νύχτα βουβή, μία σου λέξη γυρεύει.
Έχεις ελπίδα κρυφή που τη φυλάκισε η σκέψη·
άσ’ την ψηλά να πετάξει στους ουρανούς να αλητέψει.

Σπέρνουν λύπη, θέρισε φως.
Γίναν’ εχθροί, μείνε αδελφός.
Ψέμα, θλίψη, λόγος θαμπός.
Σπάσε τα όρια, ξέρεις το πως.

Έγινες πέτρα και κυλάς στις κατηφόρες δίχως φρένα.
Ψάχνεις δροσιά στα μάτια ενός επίπλαστου Θεού
και τρέμεις μη χαθείς μες στην ομίχλη που θολώνει το μυαλό σου.
Έγινε η θλίψη γροθιά που σου χτυπάει το στήθος
κι εσύ φοβάσαι μην πνιγείς μέσα στο δάκρυ που μουσκεύει κάθε βράδυ σου.
Κι έμεινε η μέρα σου αξημέρωτη.

Βουλιάζεις έχοντας πάρει αγκαλιά το πιο κρυφό σου «θέλω».
Αυτό το «θέλω» που ρήμαξε και φύτρωσε στο βλέμμα σου το πιο πυκνό σκοτάδι.
Γονατιστός και φορτωμένος ξεθωριασμένους στόχους ψάχνεις το βέλος σου.
Αυτό που κάρφωσες με δύναμη σε ξένα ιδανικά.
Πίνεις το αύριο σε μια μέθη που ζαλίζει το εγώ σου και το βήμα για το μπρος...
Και διψασμένος παίρνεις φόρα κι επιστρέφεις... ΠΑΝΤΑ ΠΙΣΩ...


Σπέρνουν λύπη, θέρισε φως.
Γίναν’ εχθροί, μείνε αδελφός.
Ψέμα, θλίψη, λόγος θαμπός.
Σπάσε τα όρια, ξέρεις το πως.

18/3/11

Θάλασσα δίχως ουρανό




Μουσική: Θανάσης ΛαφαζανίδηςΣτίχοι: Μαρία Κυβερνητάκη
Ερμηνεία: Βάγια Παπαποστόλου - Κωνσταντίνος Δώρας


Θάλασσα δίχως Ουρανό
νερό σ' ένα κανάτι
να ξεδιψάσεις δε μπορείς
γεμάτο είν' αλάτι

Θάλασσα δίχως Ουρανό
εικόνα δίχως χρώμα
μουτζούρα πάνω σε χαρτί
γλάστρα με δίχως χώμα

Θάλασσα δίχως Ουρανό
νύχτα χωρίς αστέρια
σκοτάδι δίχως τελειωμό
ζωή μες στη μιζέρια

Θάλασσα δίχως Ουρανό
αν γίνω, θα πεθάνω
χωρίς εσένα πλάι μου
να ζω, τί να το κάνω

21/1/11

"Γυναίκα" ~ ZERO- PROJECT






"ΓΥΝΑΙΚΑ"
Στίχοι : JB-Anastasia
Φωνητικά: Vagia Papapostolou-Zero Project
Cover photo: Fenia Labropoulou

"...Κρύψου ξανά γυναίκα μόνη
 κι άσε να ψάξω να σε βρω.
Με σιγουριά κάπου σκαλώνει
το άρωμα σ’ άκρη μοναχό.

Κρύψου ξανά μες στο σκοτάδι
κι η μοναξιά μου αχτίδα σου.
Γέρνοντας μόνο το αγκάθι
της μυρωδιάς σου πάνω μου..."

18/10/10

Εκλεπτυσμένοι στροβιλισμοί




«ΠΟΡΤΕΣ» Όχι, δεν ξέρω τίποτα.


Ακατανόητοι στροβιλισμοί. Προορισμός κανείς. Το πίσω θρύψαλα. Το μπρος αδιάφορο. Αιωρούμαι ηλιθιωδώς σε δρόμους με φώτα, ανάμεσα σε πεζούς άγνωστους, σε πεζοδρόμια και σε πόρτες δυνατοτήτων και ευκαιρίας. Αυτάρεσκες πόρτες, μυστηριακές, πάντα απόμακρες. Κι απ’ έξω δεκάδες χέρια να χτυπάνε για να μπουν. ΔΕΟΣ. Έχω για άλλοθι το ότι δεν πατώ αλλά στροβιλίζομαι, αιωρούμαι ακούσια. Αφήνομαι έρμαιο –λέω -και ότι θέλει ας γίνει, μιας και όποτε θέλησα να ορίσω μια πορεία, δεν την κατάφερα ΠΟΤΕ. Κοιτώ τις πόρτες από πάνω. Μετατοπίστηκα σε άλλο επίπεδο? Ακούγεται τόσο ενδιαφέρον και αξιόλογο! Θα το ισχυρίζομαι λοιπόν από δω και μπρος. Θα μοιάζω εξαιρετικά σκεπτόμενος και καλλιεργημένος. Στέκομαι αφ υψηλού από θέση!



«ΑΝΑΣΑ» Όχι, δεν νιώθω τίποτα.

Περνούν οι εποχές, αλλάζουν χρώματα τα μάτια και ο ρυθμός της ανάσας, το βάθος της, η διάρκεια. Η ανάσα πάντα εκεί. Ακούραστη αυτή, εγώ κατάκοπος. Άλλωστε πότε νοιάστηκε για μένα? Ζωοφόρος ανάσα, εγωίστρια και κακομαθημένη. Αυτάρκης και επιβλητική. Καθοριστική ανάσα, ένδειξη ύπαρξης, ζωής άρα και κουράγιου, δύναμης, συνέχειας. Μοναδική ανάσα, αξιόλογη, αναγκαία, απαραίτητη. Καταλυτική ανάσα. Ηλίθια ανάσα. Βαρετή ανάσα. Πάντα εκεί, φρουρός και δυνάστης καταντάς ανάσα. Ξεροκέφαλη.



«ΣΤΑΓΟΝΑ» Όχι δεν αρκούμε σε τίποτα.

Τη μια φυσάει, την άλλη καίει, την άλλη βρέχει. Φθινόπωρο. Κι εγώ παλεύω ακόμα λίγο να αλλάξω χρώμα στη σταγόνα και να την κάνω παχύρρευστη. Όπως είναι τώρα την βαριέμαι. Μου είναι άχρηστη σχεδόν. Να πέσει πάνω στο δάχτυλό μου και να μείνει για πάντα εκεί. Παχύρρευστη, διάφανη σταγόνα ολοδική μου. Το χώμα τόσα χρόνια ποτίζεται. Φτάνει. Είναι καιρός να ποτιστούν και τα δάχτυλά μου. Ζητάω πολλά? Έτσι κι αλλιώς οι σταγόνες δεν κοστίζουν, άρα έχω δικαίωμα να αποκτήσω μερικές και να τις προσαρμόσω. Θα το παλέψω ακόμα λίγο.



«ΕΚΛΕΠΤΥΣΜΕΝΟΣ» Όχι, δεν καταλαβαίνω τίποτα.

Πως βρέθηκαν όλοι αυτοί τριγύρω? Εκλεπτυσμένες συναναστροφές της Κυριακής. Εκλεπτυσμένοι κόμποι υπερπροσπάθειας στο λαιμό να παραμείνω εκλεπτυσμένος. ΕΚΛΕΠΤΥΣΜΕΝΟΣ. Η επικοινωνίας μας ΠΡΕΠΕΙ. Είναι νοσηρή επιλογή η μοναξιά-λένε. Είναι λίγη η παρατήρηση μέσα από το τζάμι-λένε. Είναι δειλή η μακροχρόνια στάση-λένε. ΛΕΝΕ διαρκώς. Εκλεπτυσμένη δυστυχώς προσπάθεια η τελευταία. Όλοι αυτοί οι «τριγύρω» καθισμένοι σε ημικύκλιο να πιστεύουν πως κουβεντιάζοντας εκλεπτυσμένα τα κακώς κείμενα της εποχής. Κι εγώ σε ένα στενό μπαλκόνι να ισορροπώ (επικινδύνως-λένε) πάνω στα παλιά κάγκελα της δεκαετίας του ’80.
-Θα πέσω, δεν θα πέσω.
Δεν γλιστρούσε αρκετά το παλιό κάγκελο-ήταν η σκουριά πολλή και η ολισθηρότητα είχε ασθενήσει με τα χρόνια- και τα τελευταία κατάλοιπα εκλεπτυσμού μου δεν με άφησαν να σκύψω όσο χρειαζόταν.

20/6/10

Οδοιπορικό 700 χιλιόμετρα

                                                                                                                                                                          




Εφτά χρόνια πριν.



Κάποιος ταλαντούχος θα μπορούσε να γράψει ένα βιβλίο για εκείνη την ημέρα. Εγώ θα αρκεστώ σε μερικές γραμμές. Γιατί το να θυμάται κανείς είναι χρήσιμο. Ακόμα και για τον επαναπροσδιορισμό των καταστάσεων που μέσα στα χρόνια έχουν χάσει ίσως το σχήμα τους.



Σχήμα…



19 Ιουνίου 2003

Μια μέρα δίχως σχήμα. Η εικόνα που ερχόταν ήταν σχεδόν οβάλ αλλά κάποιες σκέψεις, κάποιες στιγμές, της πρόσθεταν οξείες γωνίες, από αυτές που αν χρειαζόταν θα γίνονταν καταφύγιο.



Ήταν όλα έτοιμα από την προηγούμενη. Βαλίτσες φορτωμένες με ότι υπήρχε και δεν υπήρχε. Λες και δεν θα επέστρεφα ποτέ. Μα θα ήταν -αν όλα πήγαιναν καλά-μόνο 4 μέρες. Η ζεστή Πέμπτη είχε ξημερώσει επιτέλους. Στην τσάντα μου τα εισιτήρια τακτοποιημένα όσο καλύτερα γινόταν. Σταθμός Λαρίσης-Θεσσαλονίκη με το τραίνο. Θεσσαλονίκη-Καβάλα με λεωφορείο του ΚΤΕΛ. (Επίσης ένα Αεροπορικό εισιτήριο από Θεσσαλονίκη για Αθήνα στην πιο μικρή και βαθιά τσέπη που υπήρχε).

Μπήκα στο βαγόνι και κάθισα. Δίπλα μου δεν κάθισε κανείς. «Τι ωραία» είπα. Δεν θα με αποσπάσει τίποτα. Κι έτσι κι έγινε. Όσο το τραίνο ξεμάκραινε από την πόλη μου τόσο ξεμάκραινε και η αυτοπεποίθηση μου, η οποία έτσι κι αλλιώς ποτέ δεν ήταν αρκετή. Τσιγάρα, καφές και το δανικό discman του αδελφού μου ήταν εξαίρετοι σύμμαχοι σε αυτό το ταξίδι. Το στρογγυλό καθρεφτάκι έβγαινε από την τσάντα κάθε δέκα λεπτά για να μου επιβεβαιώσει το πώς η ανασφάλεια είχε γίνει πια αρχηγός σε αυτό το έργο. «Ε όχι» σκέφτηκα, «ότι σκατά είναι να γίνει, θα γίνει». Το έβαλα ανάμεσα στα δυο καθίσματα. Σφιχτά. Δεν φαινόταν πια καθόλου. Ίσως να το έβρισκε κάποιος άλλος στο επόμενο ταξίδι αυτού του τραίνου και να του φαινόταν χρήσιμο.



Το πρώτο μισάωρο πέρασε με σκέψεις ηλίθιες. Μήπως ξέχασα κάτι? Μήπως δεν έγινε σωστή συνεννόηση και μπερδευτώ? Μήπως έχω πέσει τόσο έξω και αυτός που πάω να συναντήσω δεν είναι αυτός που πιστεύω? «Τι τα θες και τα σκαλίζεις» λέω. Τώρα το τραίνο δεν γύριζε πίσω. Θα πήγαινα κι ας έτρωγα τα μούτρα μου. Τα πήγαινε-έλα μου στο «Γρηγόρης-Μικρογεύματα»-τρία βαγόνια προς τα πίσω-γίνονταν όλο και πιο συχνά. Η ανάγκη μου να καπνίσω ήταν έντονη και ασταμάτητη. Κοιτούσα την ώρα συχνά. Περνούσε κανονικά. Ούτε αργά ούτε γρήγορα. Έρχονταν στιγμές που κι εγώ η ίδια δεν πίστευα την τρέλα που κουβαλούσα, όπως δεν την πίστευαν και οι δικοί μου, φίλοι…και «φίλοι». Άρχισαν να μου κρατάνε συντροφιά πειραχτικά μηνύματα στο κινητό μου. «Ακόμα στο ίδιο τραίνο είσαι? Δεν πήρες το πρώτο της επιστροφής?». «Έλα ρε τι αγχώνεσαι? Σιγά! Κοίτα να το απολαύσεις και μην σκέφτεσαι το μετά». Τα δεχόμουν όλα αβίαστα και απαντούσα-δεν θυμάμαι τι- με ένα ύφος μεθυσμένης χαζομάρας.



Είχαν περάσει ήδη δυο ώρες. Άκουγα για δεύτερη φορά την «Εκπομπή» με την Ελευθερία Αρβανιτάκη και τότε κόλλησα στο «Εγώ το μέλλον νοσταλγώ». Από τότε ως και την Θεσσαλονίκη έπαιζα στο repeat. Δεν μπορούσα να διαβάσω, να κοιμηθώ, να ξεχαστώ. Κολλημένη στο σχέδιο. Νόμιζα πως θα μπορούσα να τα οργανώσω τα πάντα έτσι ώστε να αποδειχθούν όλα ευχής έργον. ΜΠΟΥΡΔΕΣ. Χιλιάδες σκέψεις κατάστρωσης σχεδίου δράσεις αποδείχθηκαν περίτρανα τεράστιες ΜΠΟΥΡΔΕΣ. Ωστόσο μου κρατούσαν καλή παρέα. Ένιωθα πως είχα τον έλεγχο αυτών που θα ακολουθήσουν κι έτσι κρατούσα το κεφάλι μου ψηλά σε σημείο που κάποιες (αν και ελάχιστες φορές) έσκαγα κι ένα χαμόγελο σιγουριάς.



«Παρακαλούνται οι επιβάτες για Θεσσαλονίκη να ετοιμάζονται για αποβίβαση».



Θεσσαλονίκη. Ο πρώτος μου σταθμός. Εύκολα τα πράγματα. Σταθμός του τραίνου-Πιάτσα των ταξί-Πρακτορείο ΚΤΕΛ. Ήξερα πως όσο κι αν γυρίσω το κεφάλι μου δεν θα σκαλώσει το μάτι σε κανέναν γνωστό. Έτσι σταμάτησα να κοιτάζω τον κόσμο. Δεν είχα και πολλή ώρα άλλωστε. Σε είκοσι λεπτά το λεωφορείο θα ξεκινούσε για τον τελευταίο μου σταθμό. Είκοσι λεπτά που πέρασαν χωρίς να το καταλάβω, παρέα με έναν ελαφρύ στομαχόπονο, μάλλον από τους καφέδες και τα τσιγάρα.



Πολύ ωραία διαδρομή, σκεφτόμουν. Και όπως διαπίστωσα με τον καιρό, πράγματι είχα δίκιο. Βέβαια, η προσμονή μου να τον φτάσω, να τον δω, έδιναν μια νότα μαγείας σε όλα. Τα χρώματα ήταν πιο ζωντανά, οι κινήσεις σε όλα ήταν πιο αρμονικές, μέχρι και την βαρύτητα ένιωθα διαφορετική. Σαν να είχε ατονήσει πολύ και όλα σχεδόν να αιωρούνταν ένα εκατοστό από το έδαφος. Και μέσα στη μαγεία, ένα άγχος που άρχισε να κυριεύει το σώμα μου με παλινδρομικές γαστροοισοφαγικές συσπάσεις. Πάλευα να το κοντρολάρω. Μάταια. Όσο πλησίαζα τόσο με πλημμύριζε ένα κοκτέιλ χαμόγελων προσμονής και μορφασμών από την στομαχική τρικυμία.



Καβάλα.



Έφτασα γρήγορα. Έτσι μου φάνηκε. Κατέβηκα από το λεωφορείο και ξαφνικά με έπιασε βιασύνη. Έπρεπε να βρω γρήγορα το ξενοδοχείο, να φτάσω στο δωμάτιο, να κλειδώσω. Πέρασα, περπατώντας γρήγορα ανάμεσα από μαγαζιά, περίπτερα, παγκάκια πλάι στη θάλασσα, γλάρους που βολτάριζαν στα πεζοδρόμια, πλανόδιους πωλητές, ταβερνάκια με καρό τραπεζομάντηλα και ευωδιά βασιλικού. Αυτά βέβαια τα είδα κάποιες μέρες αργότερα. Εκείνη την ημέρα, έβλεπα μόνο την κάθετη ταμπέλα του ξενοδοχείου την οποία, για καλή μου τύχη είχα εντοπίσει από την πρώτη στιγμή. Τρέχοντας βρέθηκα μπροστά στην γυάλινη πόρτα του ξενοδοχείου, την άνοιξα γρήγορα, έκανα ένα βήμα. Η ανακούφιση και η ασφάλεια άρχισαν να παίρνουν λίγο χώρο μέσα μου. Είχα αφήσει πίσω μου την ζέστη του απογεύματος και την πολυκοσμία μιας πόλης άγνωστης και τόσο μακρινής από την δική μου πόλη. Ανέβηκα στο δωμάτιο, άνοιξα, μπήκα, κλείδωσα. «ΤΕΛΟΣ» είπα. «Έφτασες». Είχα τρεις ώρες μπροστά μου πριν το ραντεβού μαζί του. Μπήκα στο μπάνιο, άνοιξα το νερό και άφησα για ώρα να τρέξει επάνω μου, να ξεπλύνει ότι μπορούσε, όσο περισσότερο μπορούσε. Το νερό έτρεχε κι εγώ προσπαθούσα να κατανοήσω το πώς μπορεί ένας άνθρωπος να θέλει αλλά και να μην θέλει να περάσει η ώρα, ταυτόχρονα. Δεν το κατανόησα ποτέ. Και φυσικά η ώρα πέρασε δίχως να μου δώσει λογαριασμό.



-Είμαι από κάτω. Να ανέβω?

-Φυσικά και να ανέβεις!

Κι τότε τελείωσαν και άρχισαν όλα από την αρχή, εν μέσω ζάλης και εξαφάνισης κάθε έννοιας και ορισμού του χρόνου και του τόπου. Και ακολούθησαν ώρες που δεν θυμάμαι πως πέρασαν, χωρίς καμία σειρά και ειρμό. Μόνο το ξεδίψασμα της λαχτάρας θυμάμαι κάποιες στιγμές, κι αυτό γιατί ο ήλιος που έδυε κι ανέτειλε διακριτικά από τις γρίλιες μου θύμιζε πως βρίσκομαι σε πραγματικό χώρο και χρόνο και όχι σε κατάσταση REM. Κι αν η αίσθηση της πραγματικότητας επανήλθε και κρατάει καλά εδώ και εφτά χρόνια, η ανάμνηση εκείνης της μέρας εξακολουθεί να προκαλεί ένα τρεμούλιασμα στους προσαγωγείς μου και ένα φτερούγισμα στο στήθος μου!



Εγώ το μέλλον νοσταλγώ. Εδώ, εκεί, παντού. Γιατί, αν ο Υμηττός ως τότε έμοιαζε με νησί, το Παγγαίο άρχισε να μοιάζει με τον συνδετικό κρίκο με το «παραπάνω», προς το μονοπάτι για το απόλυτα όμορφο και ιδανικό. 


25/4/10

"Σιωπηλός Μονόλογος"




«…θα μου δώσεις πίσω τα παιδικά μου χρόνια.

Να παρακολουθήσω το θαύμα μιας αυλαίας, να σηκώνεται στο πρόσωπό σου. Τις φωνές σε μια αίθουσα συναυλιών να σβήνουν καθώς θα υψώνεται η μπαγκέτα, την πρώτη φορά που θα δεις τη Θάλασσα!

Θα ξαναζωντανέψεις το θαύμα!

Αγριολούλουδα, βότσαλα υγρά, φιλιά που βάφουν και κολλάνε από βύσσινο γλυκό!

Επέλεξε με καμάρι την πίστη σου. Λάτρεψε τον δάσκαλο, τον προφήτη, τον άνθρωπο, τον Θεό σου! Δείξε σεβασμό στο πλάσμα που μοιράζεσαι μαζί του τον κόσμο σας. Είμαστε αδιάρρηκτα δεμένοι ο ένας με τον άλλον…να προσέχεις!

Να ξαφνιάζεσαι, να ενθουσιάζεσαι. Να βρεις τον τόπο σου. Και στα απέραντα μυστήρια του χρόνου και του χώρου, να αισθάνεσαι τα χέρια μου γύρω απ’ τους ώμους σου.

Μη φοβηθείς…»

Επίσημη σελίδα του βιβλίου "Για ένα σου χαμόγελο!"




`

8/4/10

"Πικρά νυχτώνουν τα Σάββατα"











Με δυο χαλίκια και καπνό δυο χούφτες χτίσαμε τη ζωή μας.
Κι ήταν το Σάββατο το πρώτο που ανατρίχιασε το σβέρκο και τα μπράτσα σου.
Αυτό, που ίδρωσε τις παλάμες μου από βιασύνη και λαχτάρα.
Μη δεν προλάβαινα!
Κι ήταν το Σάββατο το πρώτο που θα σου χάριζα ακόμα και το πράσινο απ' τα μάτια μου αρκεί να σε ακουμπούσα μια στιγμή.

Σ' αγάπησα όπως αγαπούσε η χλόη τη δροσιά τα πρωινά του Αυγούστου!
Ακούς;

Κάναμε τρια βήματα και πέρασαν τα χρόνια.
Ξυπόλητοι και ασταθείς και μόνοι.
Και σπείραμε όνειρα γύρω και μέσα στου Σαββάτου την λαμποκοπιά.
Όνειρα από βαμβάκι και κανέλα.
Μα νύχτωσε.
Πόσο πικρά νυχτώνουν τα Σάββατα!

Και τώρα, ξημερωμένο πρωινό κάποιας Δευτέρας τα χάσαμε όλα πια.
Γίναν τα πάντα σου δικό μου τίποτα και το όλο μου, σκόνη στα παπούτσια σου.

Πέντε ακόμα νύχτες και θα ξημερώσει πάλι Σάββατο.
Το τελευταίο. Φοβάμαι πολύ και θα φοβάμαι για πάντα λίγο.
Δεν ήταν κρίμα ούτε τα χρόνια ούτε τα όνειρα.
Μα μ' έπνιξε ένα κρίμα από χθες. Να 'ναι δικό σου;
Αυτό το ίδιο κρίμα που με έπνιγε από εκείνο το πρώτο, το ζεστό Σαββάτο και που το έδιωχνα από το στέρνο μου κάθε που ανέπνεες πάνω στα χείλη μου. Μα αυτό γυρνούσε κι έκλεβε τις αχνές, ευλογημένες ρυτίδες του χαμόγελου μου. Να 'ταν δικό σου;

Τώρα η φλέβα του λαιμού μου στάζει αργά πάνω στον ώμο σου. Αργά χύνεται και κάθε απόθεμα αντοχής.

Σ 'αγαπάω.
Φεύγω κρυφά και μη με ψάξεις.
Και μη λυπάσαι αγάπη μου.
Ήταν το κρίμα που έφταιξε και μείναν τα βήματα μονά.
Να 'ναι δικό σου;
Ας είναι...

Με δυο χαλίκια και καπνό δυο χούφτες χτίσαμε τη ζωή μας.










`

17/3/10

www.amilla.gr To Δίκτυο των Καλλιτεχνών με μεράκι και διάθεση για δημιουργία!!

Εκεί που η τέχνη αποκτά ευκαιρία και που η ευκαιρία γίνεται στόχος όλων μας.

Η δράση που στόχο έχει την ανάδειξη νέων δημιουργών! Η δράση που έκανε πραγματικότητα το πρώτο βιβλίο μουσικής και ποίησης για ΤΟ ΧΑΜΟΓΕΛΟ ΤΟΥ ΠΑΙΔΙΟΥ.

Το δίκτυο που ΘΕΛΕΙ τους νεους δημιουργούς χορηγούς και χορηγούμενους για την ανάδειξη της τέχνης!


Το http://www.amilla.gr/ είναι ένα ανοιχτό σε όλους δίκτυο δημιουργίας, στήριξης και προώθησης υγιών δυνατοτήτων, για κάθε νέο δημιουργό.


Στηρίζεται στις αξίες και τις αρχές της ευγενούς άμιλλας.


Εμπνέεται από τις ιδιαιτερότητες της διαφορετικότητας, τις συμμετοχικές διαδικασίες, τα θέλω και τις προσδοκίες κάθε νέου δημιουργού, για το αύριο.


Αξιοποιεί με την ενεργή συμμετοχή των μελών του, κάθε δυνατή ευκαιρία ανάδειξης και προώθησης έργου, μέσα και από πλαίσια διαγωνιστικών δράσεων – άμιλλας.


ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ 1ου ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΥ ΣΤΙΧΟΥ-ΑΜΙΛΛΑ 2010
στο δίκτυο του www.amilla.gr




`

27/2/10

"ΔΕΝ ΜΕ ΠΕΙΘΕΙΣ"..κι όμως με έπεισε και τράβα μετά να βρεις την άκρη!

ΔΕΝ ΜΕ ΠΕΙΘΕΙΣ
Στίχοι: Βάγια Παπαποστόλου
Μουσική: Κωστής Μαραβέγιας

Δε με πείθουνε οι φίλοι σου και οι συναναστροφές σου.
Δε με πείθουν οι ιδέες και οι σχέσεις οι παλιές σου.
Δε με πείθει πια το όχι και το εύκολο το ναι σου.
Δε με πείθει η μιζέρια και οι μαύρες ενοχές σου.
Δε με πείθουνε οι λέξεις που διαλέγεις να μιλήσεις.
Δε με πείθει το σκοτάδι που διαλέγεις για να ζήσεις.
Δε με πείθουν οι αποφάσεις για όλα αυτά που θες να σβήσεις.
Δε με πείθουν οι βάσεις της ζωής που θες να χτίσεις.
Δε με πείθει η αγριάδα και το ύφος το σκληρό σου
κι αυθαίρετες δηλώσεις για ό,τι θεωρείς δικό σου.
Ούτε η κούραση που πάντα χαρακώνει το μυαλό σου
και σου κλέβει βήμα βήμα τη ζωντάνια απ’ το χορό σου.

Τα έχεις πάρει που λες στο κρανίο και ενώ θες να τα κάνεις όλα λαμπόγυαλο, αποφασίζεις να βγάλεις την οργή σου «εντέχνως».


Παίρνεις λοιπόν ένα χαρτί κι αρχίζεις να γράφεις…να γράφεις… «ΔΕΝ ΜΕ ΠΕΙΘΕΙΣ!!…ΔΕΝ ΜΕ ΠΕΙΘΕΙΣ, ΑΚΟΥΣ? ΝΑ Μ’ ΑΦΉΣΕΙΣ!!»

Και το ένα και το άλλο και δεν συμμαζεύεται η κατάσταση.

Έχουν φουσκώσει τα μάγουλα και το «σιχτίρ» έχει ανέβει στο λαιμό και σε καρυδώνει!

Και όλα άκυρα τα βρίσκεις και έχεις μουλαρώσει εντελώς και δεν σηκώνεις κουβέντα!

Και ουφ πια, ΠΑΡΑΤΑΜΕ και γρήγορα!

Κάποια στιγμή μετά από ώρα κι αφού τα έχεις βγάλει όλα από μέσα σου και τα έχεις μοιραστεί με το χαρτί και το μολύβι σου και έχεις ξελαφρώσει με το γάντι (και σιγά τα αίματα δηλαδή), παίρνεις το χαρτί και το βάζεις στο συρτάρι.



Περνάει ένας χρόνος, περνάνε δύο.

Ώσπου το χαρτί βγαίνει από το συρτάρι και παει και κολλάει πάνω στο ακορντεόν του Κωστή Μαραβέγια και γίνεται τραγούδι στο δίσκο MARAVEYAS ILEGAL.

Και ανακαλύπτεις ξαφνικά πόσο πλάκα έχει η ζωή που σου σπάει τον τσαμπουκά και τα νεύρα ενίοτε.

Κι εκεί τελικά που ΜΕ ΕΠΕΙΣΕ και με το παραπάνω κι όλα είχαν ξεχαστεί και η ζωή κυλούσε πλέον αρμονικά και συντροφικά, πιάνει το «ΔΕΝ ΜΕ ΠΕΙΘΕΙΣ» και παίζει σε ραδιόφωνα, συναυλίες…!

Και «ΔΕΝ ΜΕ ΠΕΙΘΕΙΣ» και ξανά «ΔΕΝ ΜΕ ΠΕΙΘΕΙΣ».



Και είναι από τη μια να καμαρώνεις κι απ’ την άλλη να ψάχνεις να βρεις μούτρα να εξηγήσεις στον άλλον πως ήταν μια ατυχής στιγμή….που έγινε επιτυχία.



Και μετά ψάχνεις να βρεις λογική και ειρμό στη ζωή.
Αμ δε...
Το απόλυτα χάος!




`

21/2/10

Και τον προσπέρασε...τι ώρα παει?






Τόσος κόσμος πλάι του πέρασε και τον προσπέρασε

τι να ζητάει…
Ποια, εγώ? Να τονώσω το εγώ μου μέσω της ασφάλειας που νιώθω λόγω του χώματος. Αυτού που τυχαία τη δεδομένη στιγμή πατούσα…και δεν θα έπρεπε να είμαι έρημη και μόνη και ξένη σαν κι αυτόν, τον επαρχιώτη της Ομόνοιας. Αχ Γιώργο, πόσο μόνη όμως κι εγώ ( κι ας μην… (επαρχιώτισσα) ένιωσα σ’ εκείνο το ραντεβού στην Ομόνοια το βράδυ εκείνο του Σαββάτου του ’93…Αθηναία των προαστίων. Μ 'ακόυς?



…επαρχιώτης στην Ομόνοια μες το ψιλόβροχο αρχές του Μάη
Ψυχές πολύβουες κι ούτε ένα πρόσωπο…

Ούτε ένα πρόσωπο, κανένα! Και πόσος φόβος και η μοναξιά της βαβούρας, έρμη και μόνη στην πόλη που μου έμαθαν σαν δική μου. Τρομάρα σας καημένοι μου, δεν (με) μάθατε τίποτα!

… τι καρτεράει, κλαρίνα παίζουν
κόσμος γλεντάει, τι ώρα πάει, τι ώρα πάει?

Η ώρα πάει 11.30 και ξημερώνει η κατάρας της Δευτέρας. Γαμώ σας όλους που μου στερείτε και που μου τρομάζετε ότι ψήγμα αληθινής, χαμογελαστής ελευθερίας έχω φυλάξει ως «θα ‘θελα». Και που αγχώνετε το ρεπό και το πόμολο της πόρτας μου. Ξεφτίλες, αφήστε με ήσυχη, με γδέρνετε από Δευτέρα πάλι!



Ξένος ως και στη χαρά του μεσονύχτι του Σαββάτου
τραγουδάκια μου κατάμονα…

Κι ακόμα πιο μόνα από κατάμονα. Και τι να φταίτε ταπεινά τραγούδια μου εσείς που δεν γίνεστε ταίρι της οθόνης και των προβολέων αυτής της Κυριακής του 2010.

…αν σας αντάμωνα θα έπεφτα κάτου

Αν σας αντάμωναν θα έπεφταν κάτω, μα δεν. Ποιος θρασύς κρατάει το κλειδί του συρταριού που τραγούδια μου εσείς, κρυμμένα ψιθυρίζετε χρόνια, κατάκοιτα, φυλακισμένα των φθηνών, λαμπερών, απαστράπτουσων, ιδεωδών της κατάντιας της εποχής μου. Μα χρόνια φτιάχνω πασπαρτού που θα κάνω δώρο στον εγγονό μου όταν γίνει 18. Και τότε θα καταστρέψω τα φθηνά και τα εφήμερά σας.

στο ρυθμό σας ονειρεύομαι και ξενιτεύομαι στα βήματα του
κάπου εδώ έχω γνωστούς αλλά τέτοιαν ώρα μη βαρύνω τους

Κι αυτό βεβαίως με έφαγε. Κεφάλι ψηλά, αξιοπρέπεια να δεσπόζει φρουρός σε όλες τις μοναξιές μου. Γιατί? «Μη βαρύνω τους» έλεγα…και όλο το βάρος έπεσε πάνω μου και αι σιχτίρ ηλίθιοι, δεν σας άξιζε μια.



Ζήτω η Ελλάδα…

Και γαμώ σε μαζί, περηφάνια καμία δεν έχω κι ας με πονάει. Της ρεμούλας και του χασκόγελου ήσουν (ήμουν, ήμασταν, θα είμαστε μια ζωή στον τόπο αυτό).

…και καθετί μοναχικό στον κόσμο αυτό
Ελασσώνα Λειβαδιά Μελβούρνη Μόναχο
Αλαμάνα και Γραβιά Αμέρικα
Βελεστίνο Άγιοι Σαράντα Εσκι Σεχήρ
Κώστας Κώστας Μανώλης Πέτρος Γιάννης Τάκης…

Γιάννης, Γιάννης Πέτρος, Τεο, Γιώργος, Καίτη.

Πλατεία Ναυαρίνου Διοικητηρίου κι Εξαρχείων

Πλατεία Ηρακλείου, Δραγούμη, Βαρβαρέσου
Βαγγέλης, Βασίλης, Άγγελος…

Ναρκίσσων και Υψηλάντου, Πεύκης κι 25ης Μαρτίου…

..εκεί που σε έχασα μάνα μου, μόνη και μοναδική μου μάνα και τώρα που να σε δικαιώσω πρέπει ως μάνα κι εγώ, σωστή και χρήσιμη κι ορόσημο για τα παιδιά μου, δεν έχω παιδιά!

η Ελλάδα που αντιστέκεται η Ελλάδα που επιμένει
κι όποιος δεν καταλαβαίνει δεν ξέρει που πατά και που πηγαίνει


Καλωσόρισες πουλί μου μοναξιά ελληνική μου
απ' αγάπη φεύγεις έρχεσαι πηγαινοέρχεσαι σαν την πνοή μου
κι απ' την έρημη την απόσταση παίρνει υπόσταση κάθε γιορτή μου
απ' τους δυο μας ποταμούς θα γευτεί μια νύχτα η έρημος καρπούς


(Νιόνιο μου την έσπασες μα σ' αγαπώ.
Νιόνιο κόλλησες...ας είναι. Ποια Σαλονίκη και ποια Αθήνα ρε Νιόνιο? Και άντε και γαμήσου στο φινάλε γιατί δεν σου την είχα τέτοια εμμονή. Χάλια όλα, δε βλέπεις? Σούπά ανάλατη είμαστε, βοράς και νότος.)

Σου το αφιέρωνω, εσένα. Ναι, σε σένα μιλάω κι ας μην το καταλαβαίνουν οι υπόλοιποι. Μήπως τώρα με κατάλαβες λιγάκι πιο πολύ...αν όχι, άντε παράτα με  κι εσύ. Είμαι κουρασμένη και ξημερώνει η καταραμένη Δευτέρα.




`

4/2/10

Στα κλαδιά του Μάνου Χατζιδάκι












`

31/1/10

"Ελλείψει θέματος..."


Χρώματα παντού στο μυαλό, χωρίς όνομα, αχρησιμοποίητα από αρχής κόσμου. Και μελωδίες ασύντακτες ακόμα, από νότες που χορεύουν ταγκό στα περβάζια της σοφίτας ή που έχουν εδώ και μέρες ξαπλώσει στο πόμολο της πόρτας του υπογείου και μουρμουρίζουν σκοπούς φάλτσους. Μια κούπα καφέ, φρέσκου με μυρωδιά αλλόκοτη που αχνίζει μπρος στο πρόσωπο και σου αφήνει υγρασία πυκνή μα διάφανη. Ένα κόκκινο κομπολόι από πέτρες ορυκτές, με υφή υγρού και σχήμα ακανόνιστο, να παίζει μόνο του μετρώντας ιδέες που ποτέ δεν σε επισκέφτηκαν. Ένα καρφί στον τοίχο που περιμένει μόνο του, καρφωμένο εδώ και χρόνια να θυμηθείς…κι εσύ κοιτάς και προσπαθείς… «Τι ήταν κρεμασμένο επάνω του?» Ένα τσιγάρο στο τασάκι απ’ τα Χριστούγεννα, να καίει και να καπνίζει με κόκκινη, πυρωμένη την άκρη του χωρίς να καίγεται, χωρίς να τελειώνει, μάταια παλεύει ένα μήνα να γεννήσει έστω και μια στάλα στάχτη. Κι ένα ξεφλουδισμένο πορτοκάλι σ’ ένα μπολ, στάζει το χυμό του από τον χειμώνα του ’76 μα κανείς δεν το ορέγεται. Στέκει μόνο, για λίγο ακόμα ζουμερό περιμένοντας κάποιον να το φιλήσει.

Είναι το πνίξιμο που νιώθεις όταν θέλεις να πεις τόσα πολλά αλλά δεν έχεις θέμα.

Και πόσο αβάστακτη είναι τελικά αυτή η αντίστροφη δυσκολία έκφρασης!





.




`

30/1/10

"ΗΤΑΝΕ ΑΕΡΑΣ" (η διασκευή)






`

22/1/10

ΔΕΚΑΕΤΙΕΣ και Διασ-ΤΑΣΕΙΣ φιλοσοφικίζουσες.




Περνώντας τα χρόνια και μετρώντας λίγες δεκαετίες ανακαλύπτεις μια μέρα πως τα στάδια από τα οποία έχεις περάσει είναι αρκετά και ενδιαφέροντα ως προς την πλευρά της φιλοσοφικής τους τάσης, τουλάχιστον.
Τρεις δεκαετίες = τρεις βασικές φιλοσοφικές τάσεις.


Δεκαετία πρώτη. Από 1 έως 10 ετών.

Τάση ονόματι «Τελεολογία»
με μεγάλες δόσεις από «Ενσυναίσθηση» «Εμβίωση»)

Πρόκειται για την τάση όλων των πραγμάτων προς κάποιο σκοπό, θεώρηση της σκοπιμότητας.
Ως παιδιά «πρέπει» να κάνουμε όσα κάνουμε και δεν πρέπει να κάνουμε άλλα τόσα και περισσότερα. Τρώμε για να μεγαλώσουμε, κοιμόμαστε για να μεγαλώσουμε, ακούμε τους μεγάλους για να μεγαλώσουμε σωστά (!)…και πάει λέγοντας η ανιαρή αυτή καθημερινότητα την καθώς πρέπει ανάπτυξης.



Δεκαετία δεύτερη. Από 10 έως 20 ετών.

Τάση ονόματι «Φαινομεναλισμός»

Γνωσιοθεωρητική κατεύθυνση που περιορίζει τη θεωρητική γνώση στον κόσμο των φαινομένων- γνωρίζουμε τα πράγματα όπως μας φαίνονται και όχι όπως αυτά είναι πραγματικά. Ναι ναι…σαν αυτό που λέμε «ρεαλισμός» κι ας φαινόταν σε όλους πως αυτή τη δεκαετία ο νέος άνθρωπος έχει τα μυαλά πάνω από το κεφάλι. ΛΑΘΟΣ. Τα μυαλά είναι μέσα στο κεφάλι απλά το κεφάλι δεν ξέρει προς τα πού να γείρει.



Δεκαετία τρίτη. Από 20 έως 30 ετών.

Τάση ονόματι «Εμπειρισμός»

Θεωρία που δέχεται σαν μοναδική πηγή της γνώσης την εμπειρία, με προεκτάσεις στον «Εμπειριοκριτισμό», κριτική της εμπειρίας ή "φιλοσοφία της καθαρής εμπειρίας", που έχει σαν σκοπό να ξεκαθαρίσει τη γνώση από όλα τα μεταφυσικά και τα a priori συστατικά της και έτσι να αποκαταστήσει μια "καθαρή εμπειρία".
Χα! Αυτό που λένε:
δεν γνωρίζω τίποτα (αν δεν πειστώ μετά από χιλιάδες επιχειρήματα και άρνηση μέχρι τελικής πτώσης)
δεν φοβάμαι τίποτα (διότι ποτέ μου δεν είδα τον χάρο, ούτε το πνεύμα της πρώην ιδιοκτήτριας του διπλανού παλιού σπιτιού , ούτε τους πολέμους και τις μάχες γιατί πάνε τώρα αυτά… όλα είναι τρανές βλακείες)
και βεβαίως ΔΕΝ είμαι τελικά ελεύθερος γιατί απλά ΔΕΝ γουστάρω να είμαι ελεύθερος και κόφτε τα όλα αυτά τα περί ιδανικού της ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ.

Για την επόμενη δεκαετία μάλλον δεν υπάρχει βεβαιότητα από πλευράς μου για την ώρα. Φόβοι ναι, υπάρχουν, όπως και περιέργεια. Κι αν ετούτο εδώ το blog υπάρχει ώσπου να υπάρξει και η βεβαιότητα για την δεκαετία αυτή τότε ένα μόνο ελπίζω! Να μην χρειαστεί να μιλήσω για την τάση του «Ηδονισμού».
Σας παρακαλώ πολύ, δεν θα 'θελα…!!


Κούκου.







`

27/12/09

Γκρέις Γουίστ- ΕΠΙΣΤΟΛΗ 1η

Επιστολή προς Γκάρι Τσάλμερς






Σου είχα αρνηθεί όλα τα τόσο λίγα που μου ζητούσες Γκάρι. Γιατί είχα αποφασίσει να ζω με «κανονικό» σύντροφο. Τώρα πια τελείωσα με τους συντρόφους. Δεν μου ταιριάζουν, δεν είχαν τίποτα να μου δώσουν. Αντιθέτως. Πάντα μου έπαιρναν και ότι έπαιρναν δεν κατάφερναν να το κάνουν τίποτα.



Ο ρόλος μου με τον καθέναν απ’ αυτούς ήταν ρόλος διερεύνησης, δυστυχώς. Έτρωγα χρόνια ολόκληρα να διαπιστώνω τα μελανά, φθηνά απωθημένα που κουβαλούσαν. Σκιές από το παρελθόν και πράγματα που δεν έκαναν, γυναίκες που δεν φίλησαν, ευκαιρίες που δεν άρπαξαν, αποφάσεις που δεν πήραν, μουνιά που δεν γάμησαν…Κι έτσι, φουκαριάρικα και μίζερα νόμιζαν πως μπορούσαν να το φορτώνουν σε μένα, τη σύντροφο, με κάθε τρόπο, πάντα έμμεσο, ελαφρώς φιλοσοφικά αναλυμένο, με λίγη σάλτσα κακοτυχίας, fake αυτομαστίγωμα και πάντα με την έπαρση της αυτογνωσίας. Γιατί πολύ απλά εν μέσω όλων αυτών έκαναν την υπέρβαση και αποφάσισαν να ζήσουν συντροφικά. καταπίνοντας όλα τα ηλίθια σύνδρομα που κουβαλούσαν για διάφορους λόγους ο καθένας. Κι όλα αυτά επάνω στο κεφάλι της συντρόφου. Και πολύ της ήταν. Και βεβαίως δεν έφταιγαν αυτοί που στο τέλος τα έκαναν μούσκεμα. Αυτή, η σύντροφος έφταιγε πάντα.



Τον τελευταίο τον λάτρεψα. Τα έδωσα όλα και όχι, δεν του τα χρεώνω. Σε κανέναν τους δεν το έκανα. Αδούλευτος κι αυτός, όπως και οι άλλοι. Ανακάλυψα πολλά. Αυτό το κύριο όμως, το βασικό, το από την πρώτη εφηβεία του απωθημένο ήταν αυτό που τελικά πιστεύω πως τον κατέστρεφε και μαζί με αυτόν και τη σύντροφό του. Έτσι λοιπόν του βρήκα τη γριά πουτάνα που έψαχνε, αυτή που ήθελε να την γαμήσει και μετά να του λέει παραμύθια. Και ήταν τόσο εύκολο Γκάρι! Αναρωτιέμαι, γιατί δεν το είχε κάνει από μόνος του να τελειώνουμε μια ώρα αρχύτερα. Όπως και να ‘χει δεν με πειράζει. Αρκεί που τελείωσα με οτιδήποτε συντροφικό, έμμεσα ή άμεσα.



Στις εφτά το πρωί της Τετάρτης θα μπω στο τρένο. Το βράδυ θα είμαι εκεί. Θα σε περιμένω στις 11 στο μπαρ της Στάνλιγκτον, εκεί που ξεκίνησε το πρώτο μας πιόμα. Δεν θέλω να μου μιλήσεις για την καθημερινότητά σου, τη ζωή σου. Δεν με ενδιαφέρει τίποτα από όλα αυτά. Με ενδιαφέρεις εσύ για τις λίγες μέρες που θα κάτσω. Και μετά θα φύγω για να μπορώ να ξαναέρχομαι. Και θα είμαι όπως με ήθελες. Χωρίς τίποτα και με τα πάντα που δεν σε αφορούν. Με διαλόγους περίεργους, ακατανόητους για τους άλλους. Με το «ναι» μου εύκολο σε οτιδήποτε ζητήσεις αρκεί να μην υποβόσκει καμία δέσμευση για μετά τη «συνεύρεσή» μας στο HOTEL “Galstens”. Σε θέλω Γκάρι. Μόνο αυτό. Θέλω εσένα χωρίς τίποτα από τα παραπάνω σου. Μόνο τη σκέψη σου την δεδομένη στιγμή, τα λόγια σου μέχρι το ξημέρωμα, το κορμί σου. Και μετά τίποτα μέχρι να έρθω ξανά. Να μαδάμε την ταπετσαρία του δωματίου μετά τον έρωτα για τον έρωτα, αυτόν που τόσο μου έχει λείψει, λέγοντας άσχετες αρλούμπες για τις πολιτικές εξελίξεις στους επόμενους αιώνες και για τις καλλιτεχνικές τάσεις και την κουλτούρα των Ίνκας, εάν υπήρχαν σήμερα.



Την Τετάρτη είναι τα γενέθλια μου. Θα μου φέρεις για δώρο την υπόσχεση του τίποτα κι εγώ θα σε κεράσω ένα σοκολατένιο καθόλου, πρωινό για μετά το ξημέρωμα.



Δική σου,

Γκρέις Γουίστ

ΝΤΑΛΕ-ΚΟΥΑΛΕ...και η έπαρση ως το ταβάνι





…διότι αγαπητοί,


τι σκατά να το κάνεις το ύφος αν δεν έχεις τη χάρη?
Άντε και το παίρνεις το ύφος το «έλα χωρίς ντροπή είμαι η γυναίκα ΕΤΟΙΜΗ ΓΙΑ ΟΛΑ»…τι να το κάνεις όμως αν το ύφος σου είναι σαν αυτό των φθηνών απομιμήσεων της TRESOR ?

Περιδιαβαίνοντας σε διάφορα ιντερνετικά στέκια διαπίστωσα λοιπόν πως το μεγαλύτερο ποσοστό των νεανίδων μοστράρουν φωτογραφίες με το ίδιο στήσιμο ακριβώς!
Και αναρωτιέμαι τι σκατά γίνετε και δεν το έχω πάρει χαμπάρι.
Μα όλες την ίδια πόζα?
Ναι μωρέ, αυτή την «σηκώνω ελαφρώς το λαιμό, στρίβω το κεφάλι προς τα αριστερά, βάζω το γυαλί ηλίου, κοιτάζω την κάμερα και σουφρώνοντας τα πίτα στο lip gloss χείλη, πατάω το κουμπάκι και βγάζω φωτογραφία» (και μαζί με το μούτρο βγαίνει και το χέρι τους που τραβάει τη φωτογραφία)
Ναι.
Μοντέλο και φωτογράφος ένα πράμα.
Σκέφτομαι πως υπάρχουν χίλιες δυο πόζες που μπορεί να πάρει ένας άνθρωπος σε μια φωτογραφία. Προς τί αυτή η εμμονή με τη συγκεκριμένη?
Και δεν είναι πως έχω κάτι με την πόζα και το συγκεκριμένο ύφος.
Έχω όμως με το ύφος που ΔΕΝ έχει χάρη.
Γιατί όπως και να το κάνουμε, το στρίψιμο του κεφαλιού, ο προτεταμένος λαιμός και το ενάμισι κιλό lip gloss ΔΕΝ αρκούν.

Δείτε λίγο τι σημαίνει «παίρνω πόζα και την υπερασπίζω με την ανάλογη χάρη» και μετά σφυράτε μου!




Με αφορμή τους στίχους του TOM WAITS στο "Big in Japan".

17/12/09

Τρία χρόνια πριν…




Είχα πάει να πάρω (μάλλον) χορδές από γνωστό κατάστημα μουσικών οργάνων. Εκεί ήταν ο Κώστας μου είπε πως με τον Μάκη είχαν ήδη δουλέψει και εξακολουθούσαν επάνω στη Jazz. Ο πρώτος, μπασίστας, ο δεύτερος, ντράμερ. Είχε προκύψει λοιπόν μια πρόταση για εμφάνιση σε πλατεία της πόλης παραμονή Χριστουγέννων. Υπήρχε λίγος χρόνος για προετοιμασία κι έτσι την επομένη θα γινόταν η πρώτη πρόβα αλλά και η γνωριμία μου με τον πιανίστα. Τον Διαμαντή. Είχα ακούσει αρκετά γι αυτόν. Για το ταλέντο του, το παρελθόν του αλλά και τα πάθη του. Δεν με εντυπωσίασε κάτι από τα λεγόμενα. Ποιος άλλωστε δεν έχει ένα ταλέντο, ένα παρελθόν και έστω ένα πάθος?

Καπνίζαμε έξω από το στουντιάκι του Μάκη περιμένοντας τον πιανίστα. Η ώρα περνούσε, ήπιαμε τον καφέ μας, ανοίξαμε το κρασί, πουθενά ο πιανίστας. Καμιά ώρα μετά τον ακούσαμε να έρχεται, αργά, σταθερά. Είχε ένα σχεδόν τελειωμένο τσιγάρο στο στόμα, φορούσε ένα μαύρο ημίπαλτο, πουλόβερ σκούρο μπλε και κρατούσε ένα μικρό μπουκάλι εμφιαλωμένο νερό. Έμοιαζε 45άρης. Συστηθήκαμε, ο Κώστας πήγε να κουρδίσει το μπάσο του, ο Μάκης να ρυθμίσει τα τομ και να βρει τα σκουπάκια του. Κάπου είχαν ξεπέσει ανάμεσα σε καλώδια, αναλόγια, βάσεις κιθάρας…Εγώ με τον Διαμαντή μείναμε έξω να καπνίζουμε. Μιλούσαμε για διάφορα, μου είπε να δουλέψουμε κάποια κομμάτια του, μάλλον θα μου ταίριαζαν, είπε, κι ας μη με είχε ακούσει ακόμα (!). Μιλήσαμε και για την Αθήνα, πατρίδα και των δυο μας. Μας έλειπε εξίσου εκείνες τις μέρες.

Η πρόβα ξεκίνησε. Όλοι άνετοι εκτός από μένα. Όχι, δεν ήταν περίεργο. Εγώ ήμουν πάντα η περίεργη που πάντα είχα ενστάσεις και δισταγμό για το αποτέλεσμα, κυρίως αυτού που αφορούσε εμένα. Τη φωνή. Ξενόγλωσσο και jazz υλικό πρώτη φορά δούλευα. Και οι τρεις τους όμως μια χαρά με στήριζαν. Ακόμα και ο Διαμαντής, που δεν με ήξερε κι από χθες. Απλά αυτός ήταν λίγο ιδιαίτερος. Έδειχνε πάντα αδιάφορος. Τα είχε όλα εύκολα. Ακόμα και τους δυο-τρεις τόνους πάνω στη φωνή μου. Και είχε και δίκιο ο άτιμος! Έπινε πάντα από το πλαστικό μπουκαλάκι, για το οποίο χρειάστηκα 3-4 πρόβες ώστε να καταλάβω πως αντί για νερό είχε τσίπουρο. Το «φάρμακο» όπως έλεγε. Είτε η πρόβα ήταν πρωί, είτε βράδυ, ο Διαμαντής έπινε από το «φάρμακό». Άλλες φορές ευδιάθετος άλλες αμίλητος, τις περισσότερος με μια βαθιά, υγρή μελαγχολία στα μάτια και μια χλομιασμένη κούραση στο πρόσωπό του. Δεν ήξερα πώς να νιώσω γι αυτόν.

Η μέρα της συναυλίας έφτασε. Μέσα στον ήλιο η πόλη και απέναντι από την πλατεία η θάλασσα να λαμπιρίζει κάνοντας κόντρα με τα λαμπιόνια στις κολώνες και στα δέντρα γύρω στα πεζοδρόμια. Όλος ο κόσμος πήγαινε κι ερχόταν με σκούφους, κασκόλ και πολύχρωμες σακούλες στα χέρια. Πιτσιρίκια με στριφογυριστά γλειφιτζούρια κοντοστέκονταν μπροστά στα τεράστια ηχεία, μια κοιτούσαν αυτά, μια το καρουζέλ τραβώντας τα παλτά της μαμάς τους: «Μαμά!!! Να κάνω?» Έφτασα στην πλατεία με διάθεση υπέροχη. Άγχος, ανασφάλεια μηδέν. Με είχε τόσο συνεπάρει η ατμόσφαιρα, η ζεστασιά και η λαμπρότητα του ήλιου εκείνη την παγωμένη μέρα. Παραμονή Χριστουγέννων, 12 το μεσημέρι. Πλησιάζω, ήταν όλοι εκεί, μουσικοί, ηχολήπτης. Και ο Διαμαντής με ένα χαμόγελο να σκάει μύτη από το κόκκινο κασκόλ του, δειλά, πάντα υπό την ήρεμη επίδραση του «φαρμάκου». Ήταν η πρώτη φορά που τον έβλεπα να χαμογελάει συνεχώς! Ξεκινήσαμε, τελειώσαμε, ο Διαμαντής χαμογελούσε. Το ίδιο κι εγώ, το κόκκινο καπέλο μου, το κόκκινο κασκόλ του…Το ευχαριστηθήκαμε όλοι! Πόσες φορές θα μου δοθεί η ευκαιρία να τραγουδήσω μπροστά στην αστραφτερή θάλασσα παραμονή Χριστουγέννων?

Σύντομα, μετά ένα μήνα σχεδόν βρεθήκαμε ξανά οι τέσσερις να παίζουμε σε κλειστό χώρο αυτή τη φορά. Αγαπημένος χώρος. Και πήγαν όλα πολύ καλά. Αλλά εκείνο το βράδυ ο Διαμαντής δεν χαμογελούσε. Σχεδόν δεν μας μιλούσε. Και το κόκκινο κασκόλ δεν το φορούσε. Εκείνο λοιπόν το βράδυ κατάλαβα πραγματικά τι ένιωθα γι αυτόν. Ένιωθα έναν ακατανόητο πόνο. Κι ένα φόβο όχι για τον ίδιον απέναντί μου αλλά για τη ζωή απέναντι σ’ αυτόν. Παρατήρησα πως ακόμα κι εκεί, στο μπαρ με την τεράστια ποικιλία «φαρμάκων», εκείνος προτιμούσε το δικό του, στο πλαστικό μπουκαλάκι εμφιαλωμένου. Περίμενα μέχρι τα μισά του προγράμματος, γύριζα και τον κοιτούσα μήπως κάτι είχε αλλάξει. Τίποτα. Κι αφού τελειώσαμε με όλα, τις κουβεντούλες με τον κόσμο, τα «που χάθηκες» και «πότε θα ξαναπαίξετε», ο Διαμαντής πήρε τα τσιγάρα και το πλαστικό του μπουκάλι, μας χαιρέτισε σχεδόν ανέκφραστα και έφυγε. Μετά από μέρες που έβαλα να ακούσω υλικό από πρόβες, ήρθαν όλα στο μυαλό μου. Οι κουβέντες που κάναμε για τις συνεργασίες του, τα καλαμπούρια για τις διάφορες καλλιτεχνικές «περσόνες» του παρελθόντος του, για την μητέρα του, τη γυναίκα του, τα αυτοκίνητο που είχε και έγινε βίδες μια φορά Αθήνα-Καβάλα. Μου ήρθαν στο μυαλό οι κόντρες και οι διαφωνίες μας. Η τρεμούλα και ο εκνευρισμός που μου δημιουργούσε χωρίς να το καταλαβαίνει κάθε φορά που έλεγε: «έλα μωρέ, σιγά, μια χαρά θα βγει το κομμάτι, σχεδόν έτοιμο είναι», ενώ το κομμάτι έβγαινε χάλια. Ο θαυμασμός που ένιωθα όταν ζωγράφιζε πάνω στο κλαβιέ του και όλες οι μελωδίες έμοιαζαν γι αυτόν τόσο οικίες και γνώριμες λες και ήταν συνθέσεις δικές του.

Χαθήκαμε από τότε. Τον σκεφτόμουν αραιά. Έμαθα πως είχε επιστρέψει στην Αθήνα για κάποιους μήνες. Είχε περάσει σχεδόν ένας χρόνος. Ακριβώς ένας χρόνος από την πρώτη φορά που παίξαμε μαζί με τον Διαμαντή και ένα απόγευμα χτυπάει το τηλέφωνο. Ήταν ο Σάββας, φίλος μουσικός κι αυτός. «Έχω ένα νέο για κάποιον γνωστό σου…φίλο σου…δεν ξέρω. Δυσάρεστο δυστυχώς.» Πάγωσα αλλά δεν πήγε το μυαλό μου. Κι όταν το άκουσα η παγωμάρα έγινε κάψιμο στα μάγουλα και το λαιμό μου που κατέβηκε γρήγορα προς τα κάτω, έφτασε στα χέρια μου και τα μούδιασε. Έκλεισα το τηλέφωνο. Ο Διαμαντής δεν ξύπνησε από χθες το βράδυ. Έτσι απλά, δεν ξύπνησε. Έφυγε στον ύπνό του μου είπαν. Και ήταν 20 Δεκεμβρίου του 2007. Τρία χρόνια από την πρώτη μας συνάντηση, δύο χρόνια από τώρα.

Διαμαντή, συγγνώμη ρε φίλε αν σε είχα κουράσει με την ανασφάλειά μου και το ψείρισμα της κάθε νότας, του κάθε μέτρου. Ήταν βλακεία μου. Εσύ είχες μάθει έτσι, εγώ αλλιώς. Και πάλι καλά τα καταφέραμε όμως! Και δεν μας το ‘χα! Βλέπω συχνά εκείνη την πρόσφατη φωτογραφίας σου σε κάποιο μπαλκόνι με θέα τη θάλασσα. Δεν πρόλαβα να σε ρωτήσω, νομίζω όμως πως ξέρω σε ποιο μπαλκόνι ήσουν…Άλλη όμως είναι η αγαπημένη μου φωτογραφία. Αυτή που έχεις εκείνο το μισό σου χαμόγελο. Ήταν μισό -όπως πάντα- αλλά τέτοιο που δεν θα το ξεχάσω ποτέ.




Στο πιανίστα, φίλο Διαμαντή Σιμίτα που δεν προλάβαμε να κάνουμε όσα είχαμε σκεφτεί…

11/12/09

Μεταλλάξεις









-










Ε α στα κομμάτια πια.
Που τα ‘χετε ρημάξει όλα.
Δεν φτάνει που πετάω 37 ώρες μέχρι να βρω λουλούδι σε αυτό το λιβάδι, αυτό το μοναδικό που υπάρχει είναι εντελώς μεταλλαγμένο και μάλιστα με τον χειρότερο τρόπο!
Γιατί βρε?
Τι σας έφταιξα?
Μα δεν βλέπεται την ταλαιπώρια μου? Τη θλίψη, την απελπισία μου? Τον κόπο ζωγραφισμένο στα έρμα, τα πρόωρα γερασμένα μάτια μου?
Ένα λουλουδάκι έψαχνα και μπροστά μου βρέθηκε αυτό το τέρας της φύσης! Δεν φτάνει που αντί για πέταλα έχει ολόκληρα καρότα…Τι άλλο θα δω πια η έρμη η μέλισσα!

-Όπα ρε φίλε! Για μένα λες?
-Ωχ, μιλάς κι όλας?
-Σώπα! Εδώ μιλάς εσύ!
-Μα σας παρακαλώ κύριε…
-Βρε άντε από δω που θα μας πεις και «τέρας της φύσης»! Έχεις κοιτάξει ποτέ τα μούτρα σου στον καθρέφτη? Που ‘ν’ τα πόδια σου βρε? Στα ‘φαγε η μαρμάγκα? Το κεντρί σου το είδες ποτέ που είναι σαν πινέζα φελλοπίνακα?
-Με προσβάλετε κύριε!
-Βρε ουστ από δω που σε προσβάλουμε κι όλας! Αναγκαστήκαμε και μεταλλαχτήκαμε για πάρτη σου και θα έρθεις να μας την πεις κι όλας!
-Για πάρτη μου?
-Ναι ρε, για πάρτη σου! Πάνε δες βρε την κεφάλα σου! Που σου ‘χουν φυτρώσει δυο λαγουδίσια αυτιά μέχρι εκεί πάνω!
-Μπαρδόν?
-Βρε ουστ βρεεεεεεεεεεεεεε…να χαθείς να χαθείς. Μια καλή κουβέντα δεν θα ακούσω από κανέναν!

10/12/09

"ΑΝΗΚΩ"...ρήμα πολλά υποσχόμενο





…ε κι εγώ λοιπόν προβληματίστηκα.
Δηλαδή για να Belong δικαίως σε κάτι ή σε κάποιον,
θα πρέπει αυτό το κάτι η ο κάποιος να …
make my life complete
και να …
make me feel so sweet?
Τι μου λες!
Ε τότε δεν χωράει αμφιβολία.
Δεν ανήκω ΠΟΥΘΕΝΑ και σε ΚΑΝΕΝΑN.
Ωστόσο, κάτι τέτοιο μοιάζει μοναχικό ασχέτως του ελευθεριακού του χαρακτήρα.

Α να χαθείτε, πικράθηκα πάλι!

5/12/09

Αυτά τα ΟΣΑ









Αυτά τα όσα,
που μ’ ένα νεύμα σου βαθιά αισθάνθηκα,
πλάι στο βήμα σου…


Αυτά τα όσα,
που με μια κίνηση μακριά μου χάθηκα,
κρυφά μου δάκρυσα…


Αυτά τα όσα,
που ορθά, περήφανα με πλημμυρίσανε
με τον ιδρώτα σου…


Αυτά τα όσα,
που τα καμάρωσα και σου τα θαύμασα
καινούριε μου «άγνωστε»…


Αυτά τα όσα,
νεκρά κι ακίνητα που μου τα ανέστησες
γλυκά κι ανέλπιστα…


Αυτά τα όσα,
και άλλα τόσα βαθιά σου εύχομαι!
Στο μπρος και πέρα σου,
με…..κι όπως λαχταράς
να στα επιστρέψουνε και να σε στέψουνε!


--Αφιερωμένο στον αγαπημένο φίλο μου, ηθοποιό Γιάννη Ζ. που μοιραστήκαμε από τις πιο γερές συγκινήσεις ανοίγοντας η αυλαία…--

ΠΛΕΟΝ (ο μικρός Νετούρ)



















-Γιατί κατσούφιασες?
-Σκέφτομαι, έχω προβλήματα μικρέ μου Νετούρ.
-Ακόμα προβλήματα έχεις παππού? Μα τι μπορεί να σε απασχολεί πλέον?
-Πλέον? Τι παει να πει πλέον?
-«ΠΛΕΟΝ» πάει να πει πως είσαι πλέον ένας γέρος, ακανόνιστου σουλουπίου, με τεράααστιους κύκλους γύρω από τα μάτια, μπαστούνι και σκουριασμένες ιδέες.
-Κι όμως, με απασχολούν πράγματα, με προβληματίζουν. Εσύ για παράδειγμα μικρέ μου Νετούρ. Πως μπορείς, πως αντέχεις να είσαι τόσο κυνικός ακόμα δεν έκλεισες έναν μήνα ζωής?
-Χα. Έρμε παππού. Πόσο πίσω έχεις μείνει? Μα άρχισα τα ιδιαίτερα «συμπεριφοράς» από τη στιγμή που γεννήθηκα! Δεν θυμάσαι? Η κόρη σου και ο γαμπρός σου αποφάσισαν να με θωρακίσουν με όσα εφόδια μπορούν προκειμένου να μπορέσω να αντεπεξέλθω στις αντιξοότητες αυτής της τόσο ρευστής πραγματικότητας στην οποία με έφεραν στη ζωή! Διαφορετικά –λένε- δεν θα καταφλερω να επιβιώσω.
-Μα μικρέ μου Νετούρ! Είναι δυνατόν να μιλάς έτσι? Που είναι η αθωότητα σου, η γλυκύτητα, το άδολο παιδικό σου βλέμμα?
-Παππού σύνελθε! Γίνεσαι γραφικός και δεν αντέχω!
-Ίσως παιδί μου να φταίει το χάσμα γενναίων. Ίσως να έχεις δίκιο, να έχω μείνει πίσω. Δεν πειράζει όμως, εγώ ήθελα απλά να σε πάρω να πάμε μια βόλτα. Έξω έχει λιακάδα και μια βόλτα στο πάρκο θα μας φτιάξει τη διάθεση.
-Από πότε έχεις να πας στο πάρκο παππού?
-Χρόοοονια. Από τότε που ήταν η μανούλα σου μικρή.
-Δεν υπάρχει πάρκο παππού. Μας τελείωσε το πάρκο! Δεν είχε να προσφέρει τίποτα σε μας τους νέους πλέον. Πού χρόνος για πάρκα, βόλτες και ανοησίες!
-Μα το πάρκο παιδί μου είναι υγεία! Ξεγνοιασιά, πάρε-δώσε με τη φύση, το χώμα!
-Πάππου κάνε μου τη χάρη, με καθυστερείς. Η ώρα πέρασε και έχω μάθημα με την κυρία Ντελέντ σε 5 λεπτά.
-Ω…χίλια συγγνώμη. Δεν ήθελα να σε καθυστερήσω! Πηγαίνω. Χαιρετισμούς στη δασκάλα σου, την κυρία Ντελέντ. Καλό μάθημα μικρό μου. Τι μάθημα είπαμε σου κάνει αυτή η κυρία καλέ μου Νετούρ?
-«Η χρησιμότητα της λοβοτομής στην τρίτη ηλικία» είναι το μάθημα που μου κάνει παππού. Και δεν θέλω να χάσω λεπτό! Πρέπει να προχωρήσω γρήγορα στα σημαντικά κεφάλαια και τις εφαρμογές!
-Καλέ μου Νετούρ…….

17/11/09

"Δ"έλτα



















Πόσο πονάω γλυκιά μου "Δ"έλτα!
Είχα ελπίδα, όνειρο πάλλευκο, καθάριο.
Μύριζε γλυκολέμονο, τραγούδαγε τα τεριρέμ του αρχάγγελου του λατρευτού.
Ήταν γλυκό, σε δάκρυα πόθου βαφτισμένο.
Το όνομα του δώσανε άξιοι, παινεμένοι.
Κι όλοι τους με βεβαίωναν πως κάποτε θα αξιωθώ να το χαρώ δικό μου, μπρος μου, μέσα μου.

Πόσο πονάω γλυκιά "Δ"έλτα!
Είχα ελπίδα, όνειρο πάλλευκο δικό μου!
Το χρώμα το γαλαζωπό, μοίραζε δάφνες του αγρού που πότισε ο ήλιος.
Ήταν ζεστό, με ρόγα μάνας χορτασμένο.
Κι όλοι τους με παρηγορούν πως κάποτε αξιώθηκα, το έζησα, το χάρηκα, μα εκτός μου, δίπλα μου.

Τι κρίμα εντέλει.
Πάει το όνειρο αυτό. Μικρές ρανίδες θλίψης έγινε που αιωρούνται σιωπηλά μες στις σπηλιές του μυαλού μου. Και η ψυχή μου, νωπό βαμβάκι χωρίς λευκό και αφράτο πέπλο. Ποτίστηκε από υπομονή που έγινε μούχλα με άρωμα βαρύ και καπνισμένο.
Μου κόβεται η ανάσα σου λέω!
..δεν ακούς? Κάνει κάτι!

Όχι όχι, δεν θυμάμαι, ειλικρινά.
Δεν ξέρω καν ποιο ήταν εκείνο το όνειρο.
Μα τι νόημα θα είχε άλλωστε?
Πάει τόσος καιρός…
Κι εγώ σταμάτησα να ονειρεύομαι γλυκιά μου"Δ"έλτα!
Κι εσύ δεν είσαι πια τόσο γλυκιά.
Σου το ‘χω πει?

14/11/09

"Moelio και Silve"



















ΔΕΝ έχω ΧΩΡΟ να πάρω ΦΟΡΑ.
Κι ο χρόνος, πάει κι αυτός…νομίζω. Μου τον κατάπιε χθες το βράδυ. Όλον.
Είναι δύσκολο. Με πιάνει μίσος, ίσως.



Με γρονθοκοπάει η τάση μέσα μου και δεν έχω χώρο να πάρω φόρα. Και δίχως φόρα που να πας αγαπημένε? Πώς να πας?



Αγαπημένε Silve,
Μην τολμήσεις να με ξαναχρεώσεις οτιδήποτε. Εκτός κι αν φτύσεις αυτό που μου κατάπιες χθές…θυμάσαι. Το χρόνο μου.
Κι εσύ τάχα θλιμμένε μου πιερότε με τα μαύρα, Moelio,
Σου απαγορεύω να με ξανακοιτάξεις στα μάτια. Είσαι πονηρός μα τόσο φτωχός. Σου έχω αδυναμία, το ξέρεις. Θα μπορούσα μέχρι και έρωτα να σου έτρεφα. Μα όχι. Τι διαθέτεις άλλωστε να μου δώσεις? ΤΙΠΟΤΑ.
Κι εγώ πονάω. Τα πόδια μου τρέμουν από το επιτόπου τροχάδην από τότε που γεννήθηκα. Θέλω να το ανοίξω το βήμα. Να τεντωθώ, να χορτάσω αποστάσεις. Μα δεν έχω χώρο.
Όοχι όχι. Δεν μπορώ να το κάνω. Θέλω δικό μου χώρο. Τον δικό σου τι να τον κάνω?

Μην επιμένεις. Δεν σε πιστεύω. Και καλύτερα γιατί αν σε πίστευα θα σε είχα για τρελό. Από την φόρα σου δεν θέλω να κλέψω. Την δική μου αναζητώ, και τον χώρο μου πίσω.

Ακούς Silve?
Φέρε τον χώρο μου πίσω γαμώτο.
Φέρ τον όλο! Όλο, όλο!
Έτσι κι αλλιώς και που τον πήρες? Αγριόχορτα και τσουκνίδες άφησες να τον σκεπάσουν. Ανάξιε Silve. Θα ντρεπόσουν αν είχες μια στάλα τσίπα στο πετσί σου.
Φτωχέ μου Silve…έλα. Έλα μη φοβάσαι, να σε σκοτώσω θέλω μόνο. Έτσι λίγο. Να μου φύγει ο θυμός για το «ΕΠΙΤΟΠΟΥ» που μου επέβαλες ως γνήσιος κλέφτης.

Κι εσύ Moelio βούλωσέ το επιτέλους.
Σε έχω σιχαθεί πια. Κάτω από το πέπλο του γοητευτικού «ΜΑΥΡΟΥ» σου, αυτού του πυκνού μαύρου που πρεσβεύεις τάχα, ενώ η καρδιά σου βαράει ντέφι από φόβο και τρόμο για το οτιδήποτε. Φτωχέ, φθηνέ, πανέμορφέ μου Moelio. Σε ονειρεύομαι συχνά γυμνό μα εγώ παλεύω και τελικά σε ντύνω. Με αυτό το «ΜΑΥΡΟ» που γουστάρεις. Και καλά να πάθεις. Μπουρδουκλωμένος έτσι. Μέσα στα ίδια σου τα λόγια. Καημένε Moelio μου.



Παω τώρα. Να κλάψω λίγο ακόμα και να σας σιχαθώ όσο δεν παίρνει. Δεν σας έχω. Χαθείτε σας λέω! Κι αν μου κλέψατε το χώρο και δεν μπορώ να πάρω φόρα, χάρισμά σας. Χαλάλι στην φτώχια που σας γέννησε και την μιζέρια που σας βυζαίνει από βρέφη. Αρκεί να μην σας ξαναδώ. ΠΟΤΕ.