29/1/09

Αλήθεια























Κάποτε γνώρισα μια νέα,
ψηλή, αγέρωχη, μοιραία.
Ήταν τυφλή μα προικισμένη,
του θάρρους μάνα και ερωμένη.


Εγκυμονούσε την υδρόγειο
σ’ ένα διαμέρισμα υπόγειο
και κράταγε λογαριασμό
σ’ ένα παλιό ημερολόγιο.


Άλλους τους φόβιζε,
κάποιοι τη λάτρεψαν
και με τον κόρφο τους
κρυφά την πάντρεψαν.


Παντού υπήρχε,
κρυφά ανάσαινε,
και σ’ όποιον χώραγε
μέσα του βάθαινε.


Πόσο φοβάμαι το τόσο δέος σου
και ας γνωρίζω το μέγα χρέος σου!
Δική μου γίνε, πιες απ’ το αίμα μου,
πνίξε με τόλμη το κάθε ψέμα μου.





.

12/1/09

O Αλλόκοτος με το κόκκινο σκουφί







-Μην κάνεις πίσω…Με φοβάσαι?
-Ναι
-Γιατί?
-Γιατί είσαι αλλόκοτος!
-Αλλόκοτος?
-Αλλόκοτος, ναι. Που ‘ναι το σώμα σου?
-Χάθηκε το σώμα μου. Πέρυσι την άνοιξη.
-Μπα? Και τώρα?
-
-
-Θες να γίνουμε φίλοι?
-Όχι
-Επειδή είμαι αλλόκοτος?
-Ναι, επειδή είσαι αλλόκοτος. Που ‘ναι το σπίτι σου?
-Χάθηκε το σπίτι μου. Πέρυσι το καλοκαίρι.
-Μπα? Και τώρα?
-
-
-Έλα, κάτσε λίγο να μου κάνεις παρέα!
-Όχι
-Γιατί?…
-Σου είπα. Γιατί είσαι αλλόκοτος! Που ‘ναι η ανάσα σου?
-Χάθηκε η ανάσα μου. Πέρυσι το φθινόπωρο.
-Μπα? Και τώρα?
-
-Δεν έχεις σώμα, δεν έχεις σπίτι, δεν έχεις ανάσα. Έχεις μόνο ένα γέρικο κεφάλι με σκουφί. Είσαι αλλόκοτος πολύ! Μήπως έχεις ΙΔΕΑ που είμαστε?
-Ναι έχω ΙΔΕΑ! Άμα σου πω θα με κάνεις φίλο σου?
-Θα σε κάνω φίλο μου, για λίγο όμως!
-Είμαστε στο Πουθενά και είναι Χειμώνας! Η τελευταία εποχή, η τελευταία μου ευκαιρία να πάψω να είμαι αλλόκοτος.
-Σοβαρά? Κι εγώ ποιος είμαι?
-Εσύ? Εσύ είσαι το σώμα μου, το σπίτι μου, η ανάσα μου.
-Α ναι? Κι εσύ ποιος είσαι?
-Εγώ είμαι εσύ. Δεν θυμάσαι? Εμείς οι δύο φτιάχνουμε ένα. Γι’ αυτό σου λέω, έλα να γίνουμε φίλοι.
-Όχι, θέλω να φύγω.
-Δεν με λυπάσαι?
-Όχι
-Σε παρακαλώ…μη με αφήνεις μόνο μου. Είναι χειμώνας!
-Όχι, θέλω να φύγω.
-Θα με πάρεις μαζί σου σώμα μου, ανάσα μου, σπίτι μου μονάκριβο?
ΠΑΡΕ ΜΕ ΜΑΖΙ ΣΟΥ!
ΣΩΜΑ ΜΟΥΥΥΥΥΥΥΥΥΥΥΥΥΥΥΥΥΥ
ΑΝΑΣΑ ΜΟΥΥΥΥΥΥΥΥΥΥΥΥΥΥΥΥΥΥΥΥΥΥΥΥΥΥ…..


Πάρε με...
Πάρε με....
Πάρε με.....
Πάρε με......



Όμως εκείνος έφυγε και o αλλόκοτος έμεινε λίγο ακόμα μόνος του, μέχρι που χάθηκε ο χειμώνας, έχασε το κεφάλι του και χάθηκε κι αυτός για πάντα. Έμεινε μόνο το κόκκινο σκουφί του να στέκεται πότε στα ξερά κλαδιά και πότε να ανεμίζει στα γκρίζα σύννεφα.






.-