Χρώματα παντού στο μυαλό, χωρίς όνομα, αχρησιμοποίητα από αρχής κόσμου. Και μελωδίες ασύντακτες ακόμα, από νότες που χορεύουν ταγκό στα περβάζια της σοφίτας ή που έχουν εδώ και μέρες ξαπλώσει στο πόμολο της πόρτας του υπογείου και μουρμουρίζουν σκοπούς φάλτσους. Μια κούπα καφέ, φρέσκου με μυρωδιά αλλόκοτη που αχνίζει μπρος στο πρόσωπο και σου αφήνει υγρασία πυκνή μα διάφανη. Ένα κόκκινο κομπολόι από πέτρες ορυκτές, με υφή υγρού και σχήμα ακανόνιστο, να παίζει μόνο του μετρώντας ιδέες που ποτέ δεν σε επισκέφτηκαν. Ένα καρφί στον τοίχο που περιμένει μόνο του, καρφωμένο εδώ και χρόνια να θυμηθείς…κι εσύ κοιτάς και προσπαθείς… «Τι ήταν κρεμασμένο επάνω του?» Ένα τσιγάρο στο τασάκι απ’ τα Χριστούγεννα, να καίει και να καπνίζει με κόκκινη, πυρωμένη την άκρη του χωρίς να καίγεται, χωρίς να τελειώνει, μάταια παλεύει ένα μήνα να γεννήσει έστω και μια στάλα στάχτη. Κι ένα ξεφλουδισμένο πορτοκάλι σ’ ένα μπολ, στάζει το χυμό του από τον χειμώνα του ’76 μα κανείς δεν το ορέγεται. Στέκει μόνο, για λίγο ακόμα ζουμερό περιμένοντας κάποιον να το φιλήσει.
Είναι το πνίξιμο που νιώθεις όταν θέλεις να πεις τόσα πολλά αλλά δεν έχεις θέμα.
Και πόσο αβάστακτη είναι τελικά αυτή η αντίστροφη δυσκολία έκφρασης!
.
`