17/11/09

"Δ"έλτα



















Πόσο πονάω γλυκιά μου "Δ"έλτα!
Είχα ελπίδα, όνειρο πάλλευκο, καθάριο.
Μύριζε γλυκολέμονο, τραγούδαγε τα τεριρέμ του αρχάγγελου του λατρευτού.
Ήταν γλυκό, σε δάκρυα πόθου βαφτισμένο.
Το όνομα του δώσανε άξιοι, παινεμένοι.
Κι όλοι τους με βεβαίωναν πως κάποτε θα αξιωθώ να το χαρώ δικό μου, μπρος μου, μέσα μου.

Πόσο πονάω γλυκιά "Δ"έλτα!
Είχα ελπίδα, όνειρο πάλλευκο δικό μου!
Το χρώμα το γαλαζωπό, μοίραζε δάφνες του αγρού που πότισε ο ήλιος.
Ήταν ζεστό, με ρόγα μάνας χορτασμένο.
Κι όλοι τους με παρηγορούν πως κάποτε αξιώθηκα, το έζησα, το χάρηκα, μα εκτός μου, δίπλα μου.

Τι κρίμα εντέλει.
Πάει το όνειρο αυτό. Μικρές ρανίδες θλίψης έγινε που αιωρούνται σιωπηλά μες στις σπηλιές του μυαλού μου. Και η ψυχή μου, νωπό βαμβάκι χωρίς λευκό και αφράτο πέπλο. Ποτίστηκε από υπομονή που έγινε μούχλα με άρωμα βαρύ και καπνισμένο.
Μου κόβεται η ανάσα σου λέω!
..δεν ακούς? Κάνει κάτι!

Όχι όχι, δεν θυμάμαι, ειλικρινά.
Δεν ξέρω καν ποιο ήταν εκείνο το όνειρο.
Μα τι νόημα θα είχε άλλωστε?
Πάει τόσος καιρός…
Κι εγώ σταμάτησα να ονειρεύομαι γλυκιά μου"Δ"έλτα!
Κι εσύ δεν είσαι πια τόσο γλυκιά.
Σου το ‘χω πει?

14/11/09

"Moelio και Silve"



















ΔΕΝ έχω ΧΩΡΟ να πάρω ΦΟΡΑ.
Κι ο χρόνος, πάει κι αυτός…νομίζω. Μου τον κατάπιε χθες το βράδυ. Όλον.
Είναι δύσκολο. Με πιάνει μίσος, ίσως.



Με γρονθοκοπάει η τάση μέσα μου και δεν έχω χώρο να πάρω φόρα. Και δίχως φόρα που να πας αγαπημένε? Πώς να πας?



Αγαπημένε Silve,
Μην τολμήσεις να με ξαναχρεώσεις οτιδήποτε. Εκτός κι αν φτύσεις αυτό που μου κατάπιες χθές…θυμάσαι. Το χρόνο μου.
Κι εσύ τάχα θλιμμένε μου πιερότε με τα μαύρα, Moelio,
Σου απαγορεύω να με ξανακοιτάξεις στα μάτια. Είσαι πονηρός μα τόσο φτωχός. Σου έχω αδυναμία, το ξέρεις. Θα μπορούσα μέχρι και έρωτα να σου έτρεφα. Μα όχι. Τι διαθέτεις άλλωστε να μου δώσεις? ΤΙΠΟΤΑ.
Κι εγώ πονάω. Τα πόδια μου τρέμουν από το επιτόπου τροχάδην από τότε που γεννήθηκα. Θέλω να το ανοίξω το βήμα. Να τεντωθώ, να χορτάσω αποστάσεις. Μα δεν έχω χώρο.
Όοχι όχι. Δεν μπορώ να το κάνω. Θέλω δικό μου χώρο. Τον δικό σου τι να τον κάνω?

Μην επιμένεις. Δεν σε πιστεύω. Και καλύτερα γιατί αν σε πίστευα θα σε είχα για τρελό. Από την φόρα σου δεν θέλω να κλέψω. Την δική μου αναζητώ, και τον χώρο μου πίσω.

Ακούς Silve?
Φέρε τον χώρο μου πίσω γαμώτο.
Φέρ τον όλο! Όλο, όλο!
Έτσι κι αλλιώς και που τον πήρες? Αγριόχορτα και τσουκνίδες άφησες να τον σκεπάσουν. Ανάξιε Silve. Θα ντρεπόσουν αν είχες μια στάλα τσίπα στο πετσί σου.
Φτωχέ μου Silve…έλα. Έλα μη φοβάσαι, να σε σκοτώσω θέλω μόνο. Έτσι λίγο. Να μου φύγει ο θυμός για το «ΕΠΙΤΟΠΟΥ» που μου επέβαλες ως γνήσιος κλέφτης.

Κι εσύ Moelio βούλωσέ το επιτέλους.
Σε έχω σιχαθεί πια. Κάτω από το πέπλο του γοητευτικού «ΜΑΥΡΟΥ» σου, αυτού του πυκνού μαύρου που πρεσβεύεις τάχα, ενώ η καρδιά σου βαράει ντέφι από φόβο και τρόμο για το οτιδήποτε. Φτωχέ, φθηνέ, πανέμορφέ μου Moelio. Σε ονειρεύομαι συχνά γυμνό μα εγώ παλεύω και τελικά σε ντύνω. Με αυτό το «ΜΑΥΡΟ» που γουστάρεις. Και καλά να πάθεις. Μπουρδουκλωμένος έτσι. Μέσα στα ίδια σου τα λόγια. Καημένε Moelio μου.



Παω τώρα. Να κλάψω λίγο ακόμα και να σας σιχαθώ όσο δεν παίρνει. Δεν σας έχω. Χαθείτε σας λέω! Κι αν μου κλέψατε το χώρο και δεν μπορώ να πάρω φόρα, χάρισμά σας. Χαλάλι στην φτώχια που σας γέννησε και την μιζέρια που σας βυζαίνει από βρέφη. Αρκεί να μην σας ξαναδώ. ΠΟΤΕ.