2/12/06

Με χαλάει...




Με χαλάει η βλακεία,
η αφέλεια,
η «εξυπνάδες»,
τα χαχα-χούχα,
τα «είμαστε μια παρέα και περνάμε ουάου»,
οι «γκόμενες» και οι «γκόμενοι»,
τα κουτσομπολιά,
τα «σπασμένα τηλέφωνα»,
οι ήρωες του κ ω λ ο υ και τα παλαμάκια που κολλάνε από το πολύ γλείψιμο…,
όλοι αυτοί οι εκτεθειμένοι που χαμπάρι δεν έχουν πάρει πως είναι η παιδική χαρά και ο περίγελος του περίγυρου,
οι σάχλες, οι βρωμιές,
όλα τα «δήθεν» και οι «δήθεν» που μολύνουν το περιβάλλον,
τα πλατιά χαμόγελα με τα βρώμικα δόντια και τα βρώμικα μάτια,


άντε γιατί δεν αντέχουμε άλλο καφριλίκι λέμεεεεε……………

12/9/06

Ενα "Αγνωστο Αντιο"

















…αυτός ο άγνωστος!
Για ποιόν να ήταν αυτά τα λουλούδια άραγε?
Και πως βρέθηκαν στα χέρια μου, στα άγνωστά του χέρια, από αυτόν τον άγνωστο?



















…μα που είναι?
Το τραίνο θα φύγει…κι εγώ με ένα μπουκέτο λουλούδια από έναν άγνωστο…
Από έναν τελείως άγνωστο…κι ο γνωστός μου, ο καλός μου, ο μονάκριβος, δεν φάνηκε ακόμα…
Και το «Αντίο» του?
Πώς θα αντέχω να μην το ‘χω?
Με τη φωνή και τη χροιά του…αυτή την αγαπημένη, την μονάκριβη?
Ποια αίσθηση θα με συντροφεύει στο ταξίδι αν δεν έχω το «Αντίο» του?
Και το «Αντίο» αυτού του άγνωστου?
Μήπως τελικά του ήμουνα γνωστή?
Μπα όχι…μια άγνωστη ήμουν που της είπαν ένα «Άγνωστο Αντίο»…
για συντροφιά...

9/9/06

Έχεις ξεχάσει που ακριβώς θέλεις να πας...











...

-Ποιο μάτζικ μπας?
-Έλα…έλα να δεις!!!
-Πού πας?
-Έλα έλα…πίσω…στην αυλή!!!

...

-Τι είναι αυτό ρε?
-Ε δε βλέπεις?
-Τι να δω καλέ? Που το βρήκες?
-Το βρήκα?…χα…καλό!!!
-Έλα ρε συ…πες!!!
-Δεν το βρήκα ρε σου λέω…Φύτρωσε!
-Ορίστε???
-Τι ορίστε? Φύτρωσε λέμε!
-Πως φύτρωσε?
-Ε πως φύτρωσε! Ξέρω ‘γω? Βγήκα να καπνίσω…μη με πάρει και κάνα μάτι…Σήμερα το πρωί! Όπως κι εχθές δηλαδή…Α! Σημειωτέον πως έχω να βγω από το σπίτι δυο μέρες. Κοινώς, εάν το άφηνε κάποιος στην αυλή θα τον άκουγα…Άρα??
-Άρα??
-Άρα φύτρωσε λέμε!!!!!
-Και τώρα?
-Ε άντε τι κάθεσαι? Πάνε ετοίμασε μια βαλίτσα κι έλα. Εγώ την έχω έτοιμη.
-Τι??
-Τι!! Κοίτα…το κλειδί που μου έδωσε ο παππούς πρόπερσι…είναι το κλειδί του λεωφορείου λέμε!!
-Μιλάς σοβαρά?
-Το δοκίμασα και πήρε μπρος!!
-Πωωωω….
-Πωωωω….άντε ρε Πω και πω!!…ακόμα εδώ είσαι? Φέρε τα πράγματα σου!!!

ΦΥΓΑΜΕΕΕΕΕΕΕΕΕ……………………………

31/8/06

Μέσα στα μάτια του

6/8/06

Αν και βράδυ - (Τα ασημένια βελανίδια)




























Αυτή ήταν!
Τα μάτια Της σαν ρόζοι οξιάς.
Καστανά, με χρονολογικές κηλίδες 3ων δεκαετιών,
Υπήρχαν για να σπάνε την μονοτονία του άσπρου, αλέκιαστου δέρματός Της.
Υπήρχαν και για να κοιτάζουν…σπάνια…

Εχθές βγήκε στο μπαλκόνι κι αν και βράδυ, Την είδα καθαρά!

Τα μαλλιά Της…ω!!!
Φυσικά, αχτένιστα, μακριά, σαν τις λεύκες που φυσιούνται.
Και στα τελειώματα, σαν την άμμο που σκουραίνει από τα βρεγμένα βήματα που συναντάει.
Μέχρι εδώ έφτανε η μυρωδιά τους!
Χώμα! Ναι, φρέσκο χώμα μύριζαν!
Τα μαλλιά Της…!!!

Μα η φωνή Της, πόσο «άλλη» ήταν εχθές, στο μπαλκόνι…αν και βράδυ…

Τρία χρόνια Την άκουγα να τραγουδάει.
Να τραγουδάει.
Να τραγουδάει.
Να τραγουδάει….μόνο!
Μόνο.

«Περιμένω μια πρόταση γάμου,
Να ‘χει άρωμα φρέσκου Σφενδάμου.
Να χρυσίζει σαν κόκκος της άμμου.
…περιμένω μια πρόταση γάμου»


Αυτό τραγουδούσε.
Τρία χρόνια μόνο αυτό
Και η μελωδία ήταν Σολ-#Ντο-Μι, με Λα μπάσο τη μία και Σι ύφεση την άλλη.

Εχθές όμως, αν και βράδυ δεν Την είχα ακούσει ακόμα να τραγουδάει.
Αν και βράδυ…
Μέχρι που Την είδα!!!
Ναι…Αυτή ήταν!!!

Ούτε στο μπαλκόνι τραγούδησε.
Και τότε ΤΟ πρόσεξα.
Τα μάτια Της έτρεχαν ρετσίνι. Πηχτό, ασημένιο ρετσίνι.
Ναι το είδα, αν και βράδυ…
Είχε φτιάξει –μου είπαν- κι ένα κομπολόι για τον αγαπημένο Της! Ήταν κεχριμπαρένιο από το ρετσίνι των ματιών Της!
Δεν το πίστεψα μα να!!! ΤΟ είδα!!!
Αν και βράδυ!
Μα πιο βράδυ?
Ήταν τόσο το φως Της που έφτανε μέχρι την κορφή του Παγγαίου!
Φώτιζε ως και το τελευταίο βελανίδι…πάνω…ψηλά…κι έπαιρνε κι αυτό ένα χρώμα ασημένιο!
Είχα αμφιβολίες…νόμιζα πως ονειρευόμουν, μα…όχι…Αυτή ήταν .Την είδα!!!

Πριν προλάβω να Της μιλήσω, είδα το άσπρο ΝυΧτικό Της να ανεμίζει.
Ήταν πάλλευκο, πολύ και πλούσιο σαν χιονοστιβάδα.
Ανέμιζε με αρχοντιά.
Κι Αυτή…ναι, Αυτή ήταν!!!…ανεβασμένη στα κάγκελα του μπαλκονιού, κοιτούσε τα ασημένια βελανίδια…
Όχι…δεν τραγουδούσε…
Κοίταξε για λίγο τους γυμνούς αστραγάλους Της.
Λαμπίριζαν ματωμένοι καθώς το ΝυΧτικό Της ανέμιζε.
Και τα ασημένια δάκρυα…ποτάμι πλούτου!

Άνοιξε τα χέρια Της!!!
Κι έπεσε…
…μα πριν προλάβει να ακουστεί ο γδούπος του κορμιού Της στα σπαρτά…

…έκλεισα τα μάτια μου.
Όχι.
Δεν μπορούσα να δω.
Με έπνιξε ένας κόμπος θλίψης και παράπονου.
Περίμενα να ακούσω τον γδούπο…αλλά τίποτα…
Ώσπου άρχισαν τα’ αυτιά μου να ανατριχιάζουν.
Άκουγα κάτι σαν μέταλλο…μέταλλο που κάνει γκελ..και επαναλαμβάνεται…

Το κορμί Της είχε γίνει Χάντρες!!!!
Ασημένιες χάντρες που χτύπαγαν στο έδαφος και πηδούσαν επάνω…μέχρι το φεγγάρι και το ακουμπούσαν…κι αυτό ήταν σαν υγρό που παλλόταν από μια πέτρα μου έπεφτε επάνω του…και ξανά έπαιρνε σχήμα μεμιάς!!!

Και ξαφνικά ΧΑΘΗΚΑΝ ΟΛΑ από τα μάτια μου!
ΟΛΑ!
Ξημέρωσε αμέσως και ο ήλιος με τύφλωσε.
Σάστισα!!!

Ακόμα στ’ αυτιά μου ηχούσε εκείνος Ο μεταλλικός Της ήχος…μα…
…μα…ηχούσε και κάτι άλλο.
Ήταν ένα αδύναμο κλάμα.
Το κλάμα του.
Και κάτι ψίθυροι… «-Δεν πρόλαβα…»…ή κάτι παρόμοιο.

Η πομπή είχε ξεκινήσει.
Το φέρετρο ήταν λευκό σαν το δέρμα Της.
Και τα λουλούδια φρέσκα…κόκκινα…σαν τους ματωμένους Της αστράγαλους.

-Εεεεεεεε…παλικάρι!!!!!!!!!!!!!!!!!!! Περίμενε λίγο!!!!!!!!!!!!!! Έχω κάτι να σου δώσω!!!!!!!!!
…φώναξα.
Μα δεν με άκουσε.
Είχα κρατήσει στη φτερούγα μου μια ασημένια χάντρα.
Μα αυτός δεν με άκουγε…ΔΕΝ άκουγε…ΔΕΝ άκουσε ΠΟΤΕ!

Τρία χρόνια του τραγουδούσε….κι αυτός ΠΟΤΕ ΔΕΝ Τ~Η~Ν ΑΚΟΥΣΕ!

25/7/06

Η Φαλτσαδούρα



























Έχω μπλέξει κύριοι…
Και δεν ξέρω πώς να το χειριστώ.
Εχθές το βράδυ ήμουν πάλι μόνη μου, στο κλαδί μου, πίνοντας ουίσκι, ατενίζοντας τον ουρανό...που δεν ήταν καν έναστρος.
Ο καλός μου σύντροφος Μπούφος έχει αρχίσει κακές συναναστροφές.

-«Έχω κάτι φιλαράκια, δυο Γεράκια κι έναν Αετό. Γουστάρω μωρέ…είναι καλά να πηγαίνεις για κυνήγι με παρέα. Ε…πίνουμε και καμιά μπύρα στο ενδιάμεσο, λέμε και καμιά βλακεία...»

Ενθουσιασμένο τον είδα. "Θα μου έρχεται και ανανεωμένος" σκέφτηκα!
Ωστόσο, υπάρχει ένα τεράστιο θέμα!
Που πας καλέ μου?
Με τι φιλαράκια μπλέκεις?
Γεράκια κι Αετός είναι κυνηγόπουλα της μέρας!
Της μέρας λέμε!!!
Κι όχι νυχτοπούλια σαν και του λόγου σου!!!
Που πας εσύ και βραδυοξημερώνεσαι κυνηγώντας μέσα στη μέρα!
Ντάλα ήλιος!!!
Με κάτι ματάρες ΝΑ!!!

Εκεί που αρχίζω να γλαρώνω εγώ με την πρώτη ηλιαχτίδα, ο δικός μου κοπανιέται μαζί με το σέικερ, πίνει τη φραπεδιά του, βάζει και αποσμητικό και πάει….Και όταν επιστρέφει κατάκοπος από το κυνήγι, τα μπυρονια και τα φιλαράκια του, που να έχει διάθεση για «άλλα»…

Όπως καταλαβαίνεται, τα βράδια την πέφτει για ύπνο και κοινώς, δεν βλεπόμαστε πλέον παρά μόνο για λίγα λεπτά.
Όπως καταλαβαίνεται επίσης, περνώ τις νύχτες μου μονάχη, μπακούρο και εργένισσα και τις μέρες μου στο κρεβάτι, μπακούρο και εργένισσα επίσης!!!
Πως θα νοιώσω γυναίκα???
Εεεε???
Μάνα, πότε θα γίνω???
Εσύ πότε θα γίνεις πατέρας?
Που έχεις καταντήσει σαν σταφιδιασμένος λουόμενος του Αστέρα Βουλιαγμένης από τον τόσο ήλιο που έχεις φάει στη μάπα???
Το Κόπερτον ρεεεεεεε........


Ε…δεν θέλει και πολύ!!!
Χθες το βράδυ λοιπόν, από τη μια είχα τον Μπούφο να ροχαλίζει προκλητικά δίπλα μου κι από την άλλη είχα τα Κοκόρια!
Ναι!!
Αρχίζει ο πρώτος. «Υπομονή» λέω. Δεν προλαβαίνω να τελειώσω την προσπάθεια αγνόησης, να σου και ο δεύτερος, ο τρίτος…

-Τι κακαρίζεις και λαλείς βρε καραγκιόζη με τέτοια φωνή!!!!!!!!!
-…
-Τι με κοιτάς??? Μας έχεις πάρει τ’ αυτιά και την καραμούζα σου πια!!!
-…
-Αι σιχτίρ ντε…έχουμε τα προβλήματά μας, έχουμε κι εσένα με την έπαρση που σε δέρνει και πρέπει να ακούμε τα ηλίθια Κι Κι Ρίκου σου…που ούτε γάιδαρος να γκάριζε βρεεεε…!!!!

(μετά από 1-2 λεπτά)

-Σε ‘μένα μιλάτε?
-Ναι σε ΣΑΣ μιλάω!!!
-Έχετε πρόβλημα κυρία μου?
-Τεράστιο πρόβλημα!!! Κι η γαιδουροφωνή σου με κάνει χειρότερα…άιντε πια…το έχεις παρακάνει με τη φαλτσαδούρα σου!!!
-Ε τώρα τι να σου πω μωρή…σαν γεροντοκόρη κάνεις!!! Δεν πας να βρεις κανέναν να σου τονώσει το ηθικό? Ε? Που τα βάζεις και με τους κόκορες τώρα? «Σοφή»…ε «Σοφή»!!! Το ‘να σου ξινίζει, τ’ άλλο σου βρωμάει, το παράλο σου φαλτσάρει… Α να χαθείς πιά!!! Μουρμούρω ε μουρμούρω!!!



…έμεινα κάγκελο…μου «την είπε» το Κοκόρι κι εγώ σαν την Κότα δεν μπορούσα να αρθρώσω λέξη.
Καθότι είχε δίκιο Κύριοι!
Δεν μου έφταιγαν τα Κοκόρια και τα Κι Κι Ρίκου…
Ο ανόητος Μπούφος μου φταίει και η ανικανοποίητη νεότητα που κυλάει στην φλέβες μου!!!

Διαπίστωση:
Της κοντής ψωλής της φταιν' οι τρίχες
και τα έρμα τα Κοκόρια που...που τι να κάνουν!
Αυτό που ξέρουν κάνουν και δεν οφείλουν να το κάνουν και καλλιτεχνικά!
Όλα της φταίν' αυτή της κοντής...!
Όλα εκτός του μεταλαγμένου Μπούφου που ξαφνικά νομίζει πως είναι γλαρόνι των Κυκλάδων…



…την τύχη μου μέσα…

Καλημέρα σας.

14/7/06

Βρήκα έναν Βάτραχο...τον φίλησα στο στόμα!



























Όλα μου άρεσαν κοντά σου τελικά,
το σπίτι σου ήταν ζάχαρη και καραμέλες.
Tην πόρτα μου ‘κλεισες μια νύχτα με βροχή
και με προσπέρασαν οι μάγισσες μ’ ομπρέλες.


Όλα μου άρεσαν κοντά σου τελικά,
το δηλητήριο στα μήλα κι οι κορδέλες.
Mα εσύ με έδιωξες μια νύχτα με βροχή
και με προσπέρασαν οι μάγισσες μ’ ομπρέλες.




Τέλειωσε κι αυτό το παραμύθι.
Τέλειωσε. Στο σιντριβάνι κλαίω.
Βρήκα ένα βάτραχο τον φίλησα στο στόμα
μα τη μορφή σου δεν έχει πάρει ακόμα






Παπαδόπουλος-Κριεζή-Αρλέτα
Παλιό...άφιερωμένο.

25/6/06

Η Κιθάρα (!)




...χωρίς λόγια...
ή μήπως και με λόγια?

19/6/06

KoukouVaxata

Αντί προλόγου (για να ξέρουμε τι λέμε)- Τα Κουκουβάχατα:

Κουκουβάχατα...όπως κουλουβάχατα
«Kullu Wahad» (Aραβική έκφραση) =
«Όλα σε ένα» (ελληνιστί)


«Η κουλουβάχατα ή αι φύρδην μίγδην σημεριναί ιδέαι»,
όπως έγραψε ο Θ.Ι. Κολοκοτρώνης σε πολιτικό φυλλάδιο.

«Η κουκουβάχατα ή αι φύρδην μίγδην σιμεριναί αηδίαι», έκράξε το κουκουβαγιόπουλο!!!!

`~`~`~`~`~`~`~`~`~`~`~`~`~`~`~

Στο προκειμενο:

«CHEATERS»-Το βήμα του κερατά


«Μακεδονία ΤV», στις 10.30 το βράδυ
«CHEATERS» οι άπιστοι. Όχι θρησκευτικώς αλλά ερωτικώς. Εκπομπή βασισμένη σε απιστίες, όπως αυτές καταγράφονται από την τηλεοπτική, αμερικανική κάμερα. Ο παρουσιαστής, ενίοτε σε ρόλο διαιτητή ανάμεσα σε κερατά και cheater.
H διαδικασία απλή. Ο κερατάς κάνει αίτηση. Ο ντετέκτιβ της εκπομπής πιάνει δουλειά. Συγκεντρώνετε το ικανό οπτικοακουστικό υλικό που αποδεικνύει την απιστία. Ο/η μοιχός πιάνεται στα πράσα. Βρισιές, κατάρες, μπόλικο ανάθεμα κτλ κτλ…φαίνονται αλλά φυσικά προστατεύουν τα ώτα του τηλεθεατή με την χρήση «μπιπ». «Ήθελα να’ ξερα δεν ντρέπεσαι???» αναρωτιέται ο ηθικός τηλεπαρουσιαστής!!!

Βρε παιδιά…βρε παιδιά!!! Νιονιό γιοκ!!!
Δεν ξέρω...
Μα τόση βλακεία μαζεμένη? Τόση ξεφτίλα? Τόση ανεγκεφαλιά?
Ε ρε κοινωνία μπαμπέσα! Ούτε ένα καφέ, Κυριακή πρωί με παρέα την εφημερίδα, δεν μπορεί να ευχαριστηθεί η Κουκουβάγια!
Aηδία. Κάτι σαν το Οντε Περιέ με μικρότερες μπουρμπουλίθρες!!!
(ορίστε????????)


Μπούφοι!!!!!!Καλώς ήρθατε στον Κόσμο της Βλακείας

18/6/06

Παραμύθι Νο1



Tο Φορτηγό


«Μια φορά και ένα σκοτεινό μεσονύχτι, ήταν μια κουκουβάγια που καθότανε πάνω στο κλαδί μιας βελανιδιάς. Δύο τυφλοπόντικες προσπάθησαν να γλιστρήσουν από δίπλα, απαρατήρητοι. «Γιού-χου!» είπε η κουκουβάγια. «Μας είδατε;» τραυλίσανε εκείνοι, φοβισμένοι και κατάπληκτοι, γιατί δεν μπορούσαν να πιστέψουν ότι ήταν δυνατό κανείς να τους διακρίνει στο σκοτάδι. «Ου!» είπε η κουκουβάγια.. Οι τυφλοπόντικες τό 'βαλαν στα πόδια και είπανε στα άλλα ζώα του κάμπου και του δάσους ότι η κουκουβάγια ήταν το σπουδαιότερο και σοφότερο από όλα τα ζώα, επειδή μπορούσε να βλέπει στο σκοτάδι κι επειδή μπορούσε να απαντάει σε οποιαδήποτε ερώτηση. «Αυτό θα το δούμε», είπε ένα πουλί, ένας καρδινάλιος, και κάλεσε μια νύχτα την κουκουβάγια, όταν ήταν πάλι πολύ σκοτάδι. «Τι σχήμα φτιάχνω τώρα με τα δάχτυλά μου;» είπε ο καρδινάλιος. «Χι», είπε η κουκουβάγια, και λάθος δεν έκανε. «Μπορείτε να μου αναφέρετε λέξιν συνώνυμον του γελώ ή καγχάζω;» ρώτησε ο καρδινάλιος. «Χω», είπε η κουκουβάγια. «Διατί οι άνδρες επιμένουν συνήθως σε αποτυχημένους έρωτας;» «Χούι», είπε η κουκουβάγια..

Ο καρδινάλιος πέταξε στα άλλα ζώα και ανακοίνωσε ότι η κουκουβάγια ήτανε όντως το σπουδαιότερο και σοφότερο πλάσμα στον κόσμο, επειδή μπορούσε να βλέπει μέσα στο σκοτάδι και επειδή μπορούσε να απαντάει σε οποιαδήποτε ερώτηση. «Βλέπει και με το φως της ημέρας το ίδιο καλά άραγε;» ρώτησε μια κόκκινη αλεπού. «Ναι», πετάχτηκε σαν ηχώ ένας μασκαρδίνος. Και ένα κανίς: «Μπορεί να βλέπει και με το φως της ημέρας το ίδιο καλά;» Όλα τα άλλα ζώα ξέσπασαν σε γέλια με αυτή την ηλίθια ερώτηση και τα βάλανε με την κόκκινη αλεπού και την παρέα της και τους εξόρισαν από την περιοχή. Μετά στείλανε έναν αγγελιοφόρο στην κουκουβάγια και της ζητήσανε να γίνει ο ηγέτης τους.

Όταν η κουκουβάγια εμφανίστηκε στο πλήθος των ζώων ήταν καταμεσήμερο και ο ήλιος έλαμπε δυνατά. Η κουκουβάγια-ηγέτης περπατούσε πολύ αργά, πράγμα που έκανε την παρουσία της εξαιρετικά μεγαλοπρεπή, και ατένιζε γύρω της καρφώνοντας εδώ και εκεί τα μεγάλα της μάτια, πράγμα που της έδινε έναν αέρα εντυπωσιακής σοβαρότητας. «Είναι Θεός!» στρίγκλισε μια κότα και οι άλλοι ενώσανε τις φωνές τους και ξανάπανε: «Είναι Θεός!».

Πιάσανε λοιπόν και την ακολουθούσαν όπου και να πήγαινε, και όταν η κουκουβάγια άρχισε να σκοντάφτει σε διάφορα πράγματα, αρχίσανε και αυτοί να σκοντάφτουν σε πράγματα. Τέλος, εκείνη έφτασε σε μια ασφαλτοστρωμένη ωτοστράτα και άρχισε να βαδίζει στη μέση του καταστρώματος, και όλα τα άλλα πλάσματα από κοντά της. Τότε ένα γεράκι, που λειτουργούσε σαν μοτοσυκλετιστής συνοδείας, αντιλήφθηκε ένα φορτηγό να κατευθύνεται κατά πάνω τους με καμιά εκατοστή χιλιόμετρα την ώρα, και το ανέφερε στον καρδινάλιο, και αυτός το ανέφερε με τη σειρά του στην κουκουβάγια. «Υπάρχει κίνδυνος μπροστά», είπε ο καρδινάλιος. «Γιου-χου!» είπε η κουκουβάγια. Ο καρδινάλιος της λέει: «Δεν φοβόσαστε καθόλου;» «Ουχί», είπε η κουκουβάγια ήρεμα, γιατί δεν μπορούσε να δει το φορτηγό. «Είναι Θεός!» ξαναφώναξαν όλα τα ζώα, και ακόμα φωνάζανε όταν το φορτηγό έπεσε επάνω τους και τα σκόρπισε. Μερικά ζώα τραυματίστηκαν μονάχα, τα περισσότερα όμως, συμπεριλαμβανομένης της κουκουβάγιας, σκοτωθήκανε



Επιμύθιον: ...το ψάχνω....




Από το βιβλίο: «Μύθοι για την εποχή μας» του Τζέημς Θέρμπερ, εκδόσεις Οδυσσέας, 1982

13/6/06

Απαραίτητες Συστάσεις-εικονογραφημένο

Ήρθε η ώρα να συστηθόυμε.
Να σας πω μερικά πράγματα για εμάς τις ΚουκουΒάγιες, έτσι, για να ξέρετε...












...τις περισσότερες των φορών
είμαστε πλάσματα πολύ συντροφικά
`~`~`~`~`~`~`~`~`~`~`~`~`~`~`~`~`~`~`
















...είμαστε παιδιά των λουλουδιών
`~`~`~`~`~`~`~`~`~`~`~`~`~`~`~`~`~`~`
















...μας αρέσει το έντονο μακιγιάζ και τα αξεσουάρ
(καπέλα, μαντήλια, μάσκες κτλ)
`~`~`~`~`~`~`~`~`~`~`~`~`~`~`~`~`~`~`












...κάνουμε σκέρτσα και τσαχπινές
`~`~`~`~`~`~`~`~`~`~`~`~`~`~`~`~`~`~`















...αλλά είμαστε και φοβεροί τσαντίλες
άμα γυρίσει ο μάτι μας
`~`~`~`~`~`~`~`~`~`~`~`~`~`~`~`~`~`~`














...ωστόσο, ότι μα ότι κι αν μας συμβεί,
κάθε πρωί ξυπνάμε χαμογελαστές
και χαρούμενες!!!







...*συνεχίζεται παρακάτω

12/6/06

*...συστάσεων συνέχεια
























…έχουμε μεγάλη αδυναμία στα παράθυρα
`~`~`~`~`~`~`~`~`~`~`~`~`~`~`~`~`~`~`~`~`~`~`~`~`


















…αντέχουμε στο κρύο
`~`~`~`~`~`~`~`~`~`~`~`~`~`~`~`~`~`~`~`~`~`~`~`




















…ενίοτε νυστάζουμε πολύ
`~`~`~`~`~`~`~`~`~`~`~`~`~`~`~`~`~`~`~`~`~`~`~`





















…τρομάζουμε
`~`~`~`~`~`~`~`~`~`~`~`~`~`~`~`~`~`~`~`~`~`~`~`















…δυσανασχετούμε
`~`~`~`~`~`~`~`~`~`~`~`~`~`~`~`~`~`~`~`~`~`~`~`



















…μα πάνω απ' όλα, είμαστε πλάσματα τρυφερά!!!

11/6/06

Καρκινικές Επιγραφές



Ιδού κάποιες Καρκινικές Επιγραφές
(πρόκειται για φράσεις που διαβάζονται και από τα αριστερά προς τα δεξιά και από τα δεξιά προς τα αριστερά)

ΝΙΨΟΝ ΑΝΟΜΗΜΑΤΑ, ΜΗ ΜΟΝΑΝ ΟΨΙΝ

ΝΟΜΟΝ, Ο ΚΟΙΝΟΣ, ΕΧΕ ΣΟΝ ΟΙΚΟΝΟΜΟΝ

ΑΘΛΗΣΑΣ ΗΔΗ ΠΩΛΩ ΠΗΔΗΣΑΣ ΗΛΘΑ

ΝΟΣΩ. ΣΥ ΟΣ Η ΙΑΜΑ, ΙΗΣΟΥ, ΣΩΣΟΝ

ΙΕΡΑ ΣΑ ΠΑΡΑ ΧΕΙΛΗ, ΗΛΙΕ, ΧΑΡΑ ΠΑΣΑ ΡΕΙ


...ψάχνω να βρω κι άλλες. Επίσης παλεύω να φτιάξω δικές μου.
Όποιος μπορεί να βοηθήσει, ας μου χτυπήσει την πόρτα!!!

Μετέωρο βήμα


...θέλω να το αγγίξω...

10/6/06

Κουκούτσια υπερβολής

Κουκούτσια υπερβολής

"Αγκαλιές λουλούδια"!
Ζαρωμένα φλούδια.-

"Αφιερώσεις τραγούδια"!
Μαδημένα χνούδια.-

Αγάπης βράδια ανέραστα,
δειλινά αξεπέραστα.
Συντροφική επιβίωση,
ατροφική συμβίωση.

Τάματα,
όρκοι-μαλάματα,
αγάπης κλάματα (!!!)

Σεντόνια-χαράματα,
μουσκίδια ψόφια,
χαράμια ατόφια!

Λόγια ποιητών,
τραγούδια συνθετών.
Θυμώνω!
Δεν πιστεύω!

Κουκούτσια υπερβολής,
τερτίπια αναβολής.
κουβέντες τοποθέτησης,
κινήσεις διευθέτησης

ΛΟΓΙΑ ΠΟΙΗΤΩΝ
ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ ΣΥΝΘΕΤΩΝ (!!!)



...εξαιρετικά αφιερωμένο σε όλων των τύπων τις μασημένες καλλιτεχνικές τροφές που νομίζουν πως μπορούν να μας ταίζουν...

5/6/06

Θέλω...




Να χαμογελώ συχνά και δυνατά.
Να κερδίζω το σεβασμό ευφυών ανθρώπων, την αγάπη των παιδιών,
την αποστροφή και την απέχθεια των ηλιθίων.
Θέλω να αξιώνομαι την εκτίμηση ΤΙΜΙΩΝ κριτικών και να απολαμβάνω
την προδοσία των ανειλικρινών φίλων!

Να βλέπω την ομορφιά <<ΤΟΥ>>!

Θέλω ένα υγιές παιδί , έναν κήπο.
Θέλω εμένα, όσο και τους άλλους, όσο κανέναν, όσο και όλους.


...με την ελπίδα της άδειας του R. W. Emerson,
αφιερωμένο στα χρόνια μου. Που περνάνε.

29/5/06

Παραδέχτηκα



Παραδέχτηκα


Διαδρομές υποψίας τα χρόνια μουα
ναζήτηση ξένων κι απόντων.
Ξεφτισμένες ελπίδες τα πιόνια μου
σε παιχνίδια θολών συμφερόντων.

Κι όπως έπινα απ' το άδειο ποτήρι σου
τους χυμούς της στεγνής ηδονής μου
τότε ακούμπησε η αύρα του πόθου σου
τη δροσιά της βρεγμένης φωνής μου.

Τις κραυγές μου επάνω σου κέντησα
και τις στόλισα με υποσχέσεις,
μα εσύ ένιωσες πως κάθε υπόσχεση
ήταν μόνο χυδαίες διαθέσεις.

Τώρα πια ξενυχτώντας τους πόνους μου
στου σκαμμένου μου νου τις ρυτίδες
θα γλεντάω τους άγριους φόνους μου
σε λευκά φύλλα από εφημερίδες.

Περπατάω σκυφτός στα σεντόνια μου
μ' ένα "αχ" κι ένα "λιώνω" για σένα.
Μια σταγόνα σου μόνο στο σώμα μου...
κι ας κυλάει αργά, κουρασμένα..

Κι όσα δέχτηκα,
όπου εμπλέχτηκα,τα παραδέχτηκα
και είμαι εδώ.

Δεν χρεώνομαι


Δεν χρεώνομαι


Μου λαξέψαν την πορεία και δεν ξέρω που πηγαίνω.
Έσφαλε η ιστορία μα εγώ θα επιμένω.
Δρόμο πήρα, δρόμο αφήνω, δεν υπήρξα εγκλωβισμένος.
Κι αν βουλιάξει η ιστορία άλλος θα ‘ναι ο χαμένος.

Διεκδικώντας μια θέση στις ρωγμές αυτής της φράσης
κάνω αγώνα για ότι αντέξει, με ενδοιασμούς κι ενστάσεις.
Δεν γυρίζω το κεφάλι ούτε οι σκέψεις μου σωπαίνουν
κι ας νομίζουνε οι άλλο ιπως μπορούν να επεμβαίνουν.

Δεν γνωρίζουν πως αντέχω να φλερτάρω τα όνειρά μου.
Πέρασαν τριάντα χρόνια και δεν λύνω τα δεσμά μου.
Άφησες να σε στοιχειώνουν της ζωής τα λερωμένα
Εγώ τα φοράω και πάω, δεν χρεώνομαι ούτε ένα!

Ποιος είναι ο ανεπίδεκτος και ποια η επιτήδευση?
Κρατάω τις ιδέες μου, κράτησε την επίδειξη.
Υπάρχω ερωτευμένος κι ας είμαι επικίνδυνος.
Εσύ είσαι ο ακίνδυνος κι ο καλωδιωμένος.

Κι αν είμαι ο χαμένος,
λερώθηκα μα έζησα.
Εσύ είσαι ο κερδισμένος
κι ο αποστειρωμένος.

Το δέντρο



Το δέντρο


Σ’ ένα χωράφι τρίπολο φύτεψα ένα δέντρο.
Στης Αμοργού ήταν τη γη, στου Απόλλωνα το κιόσκι.
Η Ουρανία έκανε το όργωμα το πρώτο.
Η Μελπομένη το ζυγό, το τρίτο η Τερψιχόρη.
Η Θάλεια το κανάκευε, του τραγουδούσ’ η Ευτέρπη
και με νερό η Πολύμνια του δρόσιζε τις ρίζες.

Ολημερίς το κένταγε με φύλλα η Καλλιόπη,
οληνυχτίς το στόλιζε η Ερατώ με άνθια.
Ένα πρωί εκίνησαν οι αδελφές να πάνε,
να κουβαλήσουν στις ποδιές νερά απ’το μαντείο.
Μα ένα αγέρι φύσηξε από αετού φτερούγα
κι ο ουρανός σκοτείνιασε και χάσανε το φως τους.

Τρομάξανε οι αδελφές κι έχυσαν τα νερά τους
και τα νερά κυλήσανε και πότισαν το χώμα
και απ’ το χώμα φύτρωσαν Σάτυροι αγριεμένοι
και δεκαπέντε Σιληνοί με σπάθες πυρωμένες.
Οι αδελφές τρεμάμενες με δάκρυα στα μάτια
τααερικά ικέτεψαν, κακό να μην τις έβρει.

Τους έταξαν για αντάλλαγμα τροφή να τους εδώσουν
,και δώρο τους εκάνανε του Απόλλωνα το δέντρο.
Τους τάισαν τα φύλλα του, τα τρυφερά κλωνάρια
και τους επότισαν δροσιά απ’ τον ανθών το νέκταρ.

Έλα τώρα...μετά φύγε



Έλα τώρα...μετά φύγε


Mε κουράζει...με δακρύζει...
μα μου λείπει όταν δεν είναι!
Είναι ανάγκη μου κι ευχή μου,
μα...με κάνει κι υποφέρω....ώρες ώρες!

Όταν λείπει, νοσταλγία.
Όταν φέγγει, αγωνία.
Τι θα δείξει;
Τι θα κρύψει;
Κι αν θελήσω;
Πώς θα ψάξω αν δεν φωτίσει;;;

Με κουράζει....με δακρύζει...
«Έλα τώρα....μετά φύγε»,
δεν μπορώ να του ζητήσω!

Να τον κλείσω σε μπουκάλι;

Μπα...θα βρει να ξετρυπώσει.
Κι αν δεν βρει;
Κι αν τον θελήσω να φωτίσει όλη την πλάση;

Ώρες ώρες...
Τι θα γίνω;;;;

Μα...!!!

Πόσο ανόητη θα ήμουν;
Τόσο, όσο ανίκανη είμαι!!!
Ναι!
Το ήλιο να δαμάσω;;;
Mα...τα θαύματα νικιούνται;;

Η αλλαγή της ώρας



Η αλλαγή της ώρας


Έτρεξες στο παράθυρο που είναι γεμάτο στέγες,
σα μαγεμένη του φθινοπώρου αράχνη,
έτρεξες σαν σταγόνα που κυλάει πάνω στις πέτρες,
στη δακρυσμένη των πεύκων την πάχνη.

Ποιο αερικό πολιορκεί τα παλάτια σου;
Η ομίχλη μες στο άδειο δωμάτιο τρυπώνει.
Kρύος αέρας τρεμοπαίζει στα μάτια σου.
Πως πέρασε η ώρα! Νωρίς σουρουπώνει.

Οκτώ χρόνων παιδί μπροστά στη θέα του τοπίου,
τη μάνα σου φωνάζεις με σιωπή που σπάει το τζάμι.
Δεν γύρισε ακόμα και η αίσθηση του κρύου
παγώνει την καρδιά σου σαν το σώμα στο ποτάμι ………

Σβήνει το φως τ’ ουρανού του βαθυγάλαζου.
Ποια μοναξιά σε απειλεί στο σκοτάδι?
Βαριά και ανεξίτηλη η οσμή του καπνομάγαζου,

-«Μάνα μην αργείς!
Δε βλέπεις?
Έπεσε το βράδυ!»

Σιωπηλός μονόλογος























19-09-03

«…θα μου δώσεις πίσω τα παιδικά μου χρόνια. Να παρακολουθήσω το θαύμα μιας αυλαίας, να σηκώνεται στο πρόσωπό σου. Τις φωνές σε μια αίθουσα συναυλιών να σβήνουν καθώς θα υψώνεται η μπαγκέτα, την πρώτη φορά που θα δεις τη Θάλασσα! Θα ξαναζωντανέψεις το θαύμα! Αγριολούλουδα, βότσαλα υγρά, φιλιά που βάφουν και κολλάνε από
βύσσινο γλυκό!
Επέλεξε με καμάρι την πίστη σου. Λάτρεψε τον δάσκαλο, τον προφήτη, τον άνθρωπο, τον Θεό σου! Δείξε σεβασμό στο πλάσμα που μοιράζεσαι μαζί του τον κόσμο σας. Είμαστε αδιάρρηκτα δεμένοι ο ένας με τον άλλον…να προσέχεις!
Να ξαφνιάζεσαι, να ενθουσιάζεσαι. Να βρεις τον τόπο σου. Και στα απέραντα μυστήρια του χρόνου και του χώρου, να αισθάνεσαι τα χέρια μου γύρω απ’ τους ώμους σου. Μη φοβηθείς!…»

Η Νεράιδα των Πηγών


Η Νεράιδα των Πηγών


Ξαγρυπνώντας μια βραδιά μ’ ολόγιομο φεγγάρι,
σκύβω και προσεύχομαι στους άγνωστους Θεούς,
μια νεράιδα γαλανή με του ελαφιού τη χάρη
να μου στείλουν απ’ τους ουρανούς.

Πριν ακόμα σηκωθώ απ’ το βρεγμένο χώμα
κι έχοντας στα γόνατα το βάρος των ευχών,
μια αστραπή σπιθοβολάει απ’ τ’ ουρανού το στρώμα
και ξυπνάει η νεράιδα των πηγών.

Στα μαλλιά της πλέκονται πολύχρωμα γεράνια
και φοράει στεφάνι των ανέμων την πνοή.
Στους καρπούς μου αφήνει μυρωδιές από πλατάνια,
στην καρδιά μου δίνει το φιλί.

Γέμισε τις νύχτες μου με πορφυρές εικόνες,
αγιασμένες μουσικές, αγγελικούς χορούς.
Περπατάει δίπλα μου, με ραίνει ανεμώνες,
με ταΐζει άνθη απ’ τους αγρούς.

Γέννησε στις λίμνες μου τις πιο όμορφες γοργόνες
που έχουν για φουστάνι χρυσοκέντητους αφρούς.
Μου φοράει του βυθού ολόλευκους χιτώνες,
με κερνάει τους πιο γλυκούς καρπούς

Ήλιε μου


Ήλιε μου

Ήλιε μου σκύψε χαμηλά τον νου να ξεδιπλώσεις.
Κούρνιασε μες στο στήθος του ο κόσμος του να λάμψει.
Να γείρει το κεφάλι προς τη δύση
κι ένα φιλί στη φλέβα να καρφώσεις!

Ήλιε μου σκύψε χαμηλά στο χώμα να ριζώσεις.
Τρύπωσε μες στα βλέφαρα το βλέμμα να σε κάψει.
Δυο φλόγες να περάσουν κι από μένα
κι εσύ απ’ την ορμή τους να ματώσεις!

Ήλιε μου σκύψε χαμηλά σύννεφο ν’ αρματώσεις.
Ακούμπησε τα χείλη του δροσοσταλιά να στάξει.
Ονόματα στον άνεμο να δώσεις,
γραίγο να τον βαφτίσεις να τον σώσεις!

Ήλιε μου σκύψε χαμηλά την τύψη να ελαφρώσεις.
Το γόνατό του χάιδεψε στο βήμα να πετάξει.
Τις προσευχές, φτερά να του τις δέσεις,
όλα τα αηδόνια απ’ το κλουβί να ελευθερώσεις!

Ήλιε μου σκύψε χαμηλά την πίκρα του να λιώσεις.
Ακούμπησε τον πόνο του από χαρά να κλάψει.
Με ευγνωμοσύνη ταπεινά να προσκυνήσει,
να υποκλιθεί μπροστά σε αυτό που θα λυτρώσεις!

Ήλιε μου σκύψε χαμηλά το θείο να ανταμώσεις.
Την ομορφιά του γλέντησε βαθιά να αναστενάξει.
Σαν παπαρούνα ο πόθος του να γίνει,
τον πιο γλυκό καρπό του να φυτρώσεις!

Ήλιε μου σκύψε χαμηλά τις λίμνες να οργώσεις.
Ροδόνερο να τον κερνάς η δίψα του να πάψει.
Και νούφαρα ν’ ανθίσουνε στις χούφτες,
το πιο όμορφο να κόψεις να μου δώσεις!

Ήλιε μου σκύψε χαμηλά το θαύμα να κλειδώσεις.
Στάξε στο άνθος του κερί λαμπάδα για να ανάψει.
Με το Άγιο Φως φιτίλι για να κάψει
και τον Θεό κοντά σου να τον νιώσεις!

Μες στο βαγόνι



Μες στο βαγόνι


Μες στη μελαγχολική σιωπή του νου,
τα άδεια καθίσματα του βαγονιού κοιτάζω.
Ξέχασες και με έστησες στο ραντεβού,
νιώθω το τέλος και το δρόμο μου αλλάζω.

Κι όσα μου ‘δωσες
σ’ ένα φάκελο θα κλείσω.
Την ανάμνηση θα κρατάω μέσα μου σφιχτά.
Κι αν δεν άντεξες,
τα όνειρά μου δεν θa σβήσω.
Πάντα σ’ αγαπάω κι όπου πάω σ’ έχω συντροφιά.

Μια σου λέξη φεύγοντας με ακολουθεί,
μα πίσω δεν γυρνάω στο λέω κι ας λυπάμαι.
Την πληγή μου έκρυψα να μην τη βρει
αυτό το δίλημμα που ακόμα το φοβάμαι.

To δικό μου αερικό



To δικό μου αερικό


Μου είπες πως στα όνειρα οι νεράιδες περπατάνε
και πως σαν πιάσουν οι βροχές ραγίζουν και σκορπάνε.
Πως τις καρδιές αφήνουνε γυμνές κι ερημωμένες,
με παραθύρια σφαλιστά, πόρτες αμπαρωμένες.

Οι χαραυγές μου,παντρεύονται τις αντοχές μου και γίνονται πουλιά.
Τι ζήλεψες; Πες μου!
Περπάτησε στις προσευχές μου και πιες μια γουλιά.

Μα εσύ, δικό μου αερικό, ήρθες με μια σταγόνα
που δρόσισε τους κήπους μου και πότισε το χώμα.
Κι απ’ τη δροσιά σου ύφανα μεταξωτό μαντίλι
που έχει του αιγαίου χρώματα κι αλμύρα από κοχύλι.

Δεν θα γυρίσω πίσω -(ο διάλογος)


Δεν θα γυρίσω πίσω -(ο διάλογος)


-Κι αν το πρωί μυρτιές-μετάξια υφαίνεις
τις νύχτες τη χαρά μου κόμπο δένεις
και με ξυπνάς και μου ζητάς.

Κι αν σε ξυπνούσαν χάδια και στολίδια
στο πρώτο βλέμμα σου, αποκαΐδια
με ξαγρυπνάς, τι μου ζητάς;

-Να ζέψεις σύννεφο ακριβό και πίσω να γυρίσεις
τις υποσχέσεις και τα τάματα να μου θυμίσεις.

-Εγώ στα δάκρυα σου φλόγες ρίχνω
μα απ’ της φωτιάς το χρώμα, στάχτες πίνω
και με ξυπνάς και μου ζητάς.

Κι αν σου χαρίσαν σμύρνα και λιβάνι,
εσύ αντί κρασί, κερνάς μελάνι.
Mε ξαγρυπνάς, τι μου ζητάς;

-Να ζέψεις σύννεφο ακριβό και πίσω να γυρίσεις
τις υποσχέσεις και τα τάματα να μου θυμίσεις

Κι αν ότι γέννησα μου το ‘χεις θρέψει
τα κρίματα μου πλήθεια, αγκάθια η σκέψη
και σε ξυπνώ και σου ζητώ.

-Θα ζέψω σύννεφο ακριβό, δεν θα γυρίσω πίσω
τις υποσχέσεις και τα τάματα θα σου χαρίσω.

Αδυναμία ή δύναμη;


Αδυναμία ή δύναμη;


Ψύχεις τους υδρατμούς του νου
και τη βροχή μου στάζεις.
Στην άλω γύρω απ’ την ψυχή
τον ήλιο ξεμπροστιάζεις.

Όπου ανθίζω με πατάς,
όπου πετάω με θάβεις.
Τη μυρωδιά του πόνου μου
περήφανα θαυμάζεις.

Και προσπαθείς με τον βοριά
τον πάγο να θεριώσεις
Και με το απόλυτο μηδέν
το αίμα να παγώσεις.

Αδυναμία ή δύναμη;
Σβήνεις την Αλκυόνη
και στων Πλειάδων τη γιορτή
σκοτάδι με τυφλώνει.

Μα η ματιά δεν χάνεται.
Απ’ την ψυχή περνάει.
Σαν άγρια μέλισσα ξανθή
μια σπίθα σου πετάει.

Απ' το παράθυρο έξω


Απ' το παράθυρο έξω


Ήρθε η νύχτα με μια αγκαλιά ψιχάλες.
Δεν φοβήθηκα!!!
Τις έσταξε μεμιάς, όλες!
Απ’ το παράθυρο έξω τις έσταξε
κι αυτές ποτίσανε τον κήπο...τον αφράτεψαν.

Ήρθε η μέρα με μια αγκαλιά φως.
Δεν φοβήθηκα!!! Το σκόρπισε μεμιάς, όλο!
Απ’ το παράθυρο έξω το σκόρπισε
και αυτό ακούμπησε στο χώμα...και το έλαμψε.

Ήρθε ξανά η νύχτα με μια αγκαλιά σκοτάδι.
Φοβήθηκα!!! Το σκόρπισε με μιας όλο.
Απ’ το παράθυρο έξω το σκόρπισε
κι αυτό μαύρισε το χώμα...και το βούλιαξε.

Θα ‘ρθει η μέρα αγκαλιά με το λουλούδι μου?
Να μην φοβηθώ!!!
Να το κρατήσει απ’ το κοτσάνι, περήφανα?
Απ’ το παράθυρο έξω να το αφήσει
κι αυτό να ανθήσει στον κήπο μου...

και να γεννήσει...
...τις ομορφιές της αγκαλιάς


-που έχω ξεχάσει..

Συνοδοιπόρος σιωπηλός


Συνοδοιπόρος σιωπηλός


Σε μια θάλασσα λευκή με μαύρα κύματα,
ξενυχτάω τον ακάλεστο τον πόνο.
Σε έναν στίχο πώς να κλείσω όλα τα βήματα
που βυθίστηκαν και μάτωσαν το χρόνο.

Σε μια βάρκα που το μπάρκο δεν το γνώρισε
,ξενυχτάω την χαμένη σου πορεία.
Ατενίζω τη φουρτούνα που μας χώρισε
και τραβάω μια γραμμή στην ιστορία.

Τώρα είμαι ναυαγός πάνω στο σώμα σου,
στο δέρμα σου μετράω τους τόπους με το νύχι.
Είμαι ο μόνος που μεθάει από το πιόμα σου,
συνοδοιπόρος σιωπηλός σε ότι σου τύχει.

Σε μια βάρκα που έχει εσένα καπετάνιο της
είμαι πια ο λαθρεπιβάτης των φιλιών σου,
που τρυπώνει αργά της νύχτες στις κουκέτες σου
και ματώνει απ’ τις κραυγές των εραστών σου.

Σε μια θάλασσα που πνίγει όσα μου αξίζουνε,
κολυμπάω χωρίς σωσίβιο κι ελπίδες,
υπομένοντας τα χέρια που σε αγγίζουνε
σε έρωτες φθηνούς κι αισθήματα λεπίδες.

Τώρα είμαι ναυαγός πάνω στο σώμα σου,
στο δέρμα σου μετράω τους τόπους με το νύχι.
Είμαι ο μόνος που μεθάει από το πιόμα σου,
συνοδοιπόρος σιωπηλός σε ότι σου τύχει.

Oιωνοσκόπος - μέρος α'


Oιωνοσκόπος - μέρος α'

...κι αφού πληροφορήθηκα για την νέα δημιουργία, εκλύθηκα απ’ τη φύση να βρεθώ ξανά ως οιωνοσκόπος στην πιο αιχμηρή κορφή του βουνού. Στάθηκα να με κοιτάζει ο βοράς. Ανέπνευσα βαθιά, ο αέρας να γυαλίσει τις αισθήσεις. Να μου τις κάνει λείες, να κυλήσει επάνω η μελωδία.
«-Ω ναι! Έρχονται! Οι μουσικές! Έρχονται!»...
και μαζί με τις μουσικές ερχόταν και το όρνεο. Πετούσε κι ο ρυθμός του ήταν ταχύς. Από το βορά ερχόταν κι αυτό, όπως και οι μουσικές. Δεν άργησε καθόλου. Έφτασε όπως πάντα, νωρίτερα απ’ το νέο.
«-Ιέρακας ή γύπας;»
...αναρωτήθηκα. Ανέπνευσα ακόμα πιο βαθιά. Τα χέρια μου εκτεταμένα, το ένα ακουμπούσε την δύση, τον άλλο την ανατολή. Ώμοι, πήχης, καρποί ασάλευτοί και οι παλάμες να προκαλούν για το μεγάλο πέταγμα. Δύο στιγμές πέρασαν πάνω από τα μάτια μου που ήταν κλειστά. Το άκουγα το όρνιο. Φτερούγιζε περήφανο μπροστά από το μέτωπο μου.
«-Όχι προς δυσμάς!»
...ψέλλιζα και τα χείλη μου ήταν στεγνά. Παρακαλούσα νοητά τους χοηφόρους να στάξουν απότομα επάνω τους. Να δροσιστώ. Να συνεχίσω να ψελλίζω. Αυτή όμως έσπαγαν τα αγγεία τους, ξοδεύοντας τον οίνο σε μακρινές σπονδές. Η τρίτη στιγμή ήρθε.