20/6/10

Οδοιπορικό 700 χιλιόμετρα

                                                                                                                                                                          




Εφτά χρόνια πριν.



Κάποιος ταλαντούχος θα μπορούσε να γράψει ένα βιβλίο για εκείνη την ημέρα. Εγώ θα αρκεστώ σε μερικές γραμμές. Γιατί το να θυμάται κανείς είναι χρήσιμο. Ακόμα και για τον επαναπροσδιορισμό των καταστάσεων που μέσα στα χρόνια έχουν χάσει ίσως το σχήμα τους.



Σχήμα…



19 Ιουνίου 2003

Μια μέρα δίχως σχήμα. Η εικόνα που ερχόταν ήταν σχεδόν οβάλ αλλά κάποιες σκέψεις, κάποιες στιγμές, της πρόσθεταν οξείες γωνίες, από αυτές που αν χρειαζόταν θα γίνονταν καταφύγιο.



Ήταν όλα έτοιμα από την προηγούμενη. Βαλίτσες φορτωμένες με ότι υπήρχε και δεν υπήρχε. Λες και δεν θα επέστρεφα ποτέ. Μα θα ήταν -αν όλα πήγαιναν καλά-μόνο 4 μέρες. Η ζεστή Πέμπτη είχε ξημερώσει επιτέλους. Στην τσάντα μου τα εισιτήρια τακτοποιημένα όσο καλύτερα γινόταν. Σταθμός Λαρίσης-Θεσσαλονίκη με το τραίνο. Θεσσαλονίκη-Καβάλα με λεωφορείο του ΚΤΕΛ. (Επίσης ένα Αεροπορικό εισιτήριο από Θεσσαλονίκη για Αθήνα στην πιο μικρή και βαθιά τσέπη που υπήρχε).

Μπήκα στο βαγόνι και κάθισα. Δίπλα μου δεν κάθισε κανείς. «Τι ωραία» είπα. Δεν θα με αποσπάσει τίποτα. Κι έτσι κι έγινε. Όσο το τραίνο ξεμάκραινε από την πόλη μου τόσο ξεμάκραινε και η αυτοπεποίθηση μου, η οποία έτσι κι αλλιώς ποτέ δεν ήταν αρκετή. Τσιγάρα, καφές και το δανικό discman του αδελφού μου ήταν εξαίρετοι σύμμαχοι σε αυτό το ταξίδι. Το στρογγυλό καθρεφτάκι έβγαινε από την τσάντα κάθε δέκα λεπτά για να μου επιβεβαιώσει το πώς η ανασφάλεια είχε γίνει πια αρχηγός σε αυτό το έργο. «Ε όχι» σκέφτηκα, «ότι σκατά είναι να γίνει, θα γίνει». Το έβαλα ανάμεσα στα δυο καθίσματα. Σφιχτά. Δεν φαινόταν πια καθόλου. Ίσως να το έβρισκε κάποιος άλλος στο επόμενο ταξίδι αυτού του τραίνου και να του φαινόταν χρήσιμο.



Το πρώτο μισάωρο πέρασε με σκέψεις ηλίθιες. Μήπως ξέχασα κάτι? Μήπως δεν έγινε σωστή συνεννόηση και μπερδευτώ? Μήπως έχω πέσει τόσο έξω και αυτός που πάω να συναντήσω δεν είναι αυτός που πιστεύω? «Τι τα θες και τα σκαλίζεις» λέω. Τώρα το τραίνο δεν γύριζε πίσω. Θα πήγαινα κι ας έτρωγα τα μούτρα μου. Τα πήγαινε-έλα μου στο «Γρηγόρης-Μικρογεύματα»-τρία βαγόνια προς τα πίσω-γίνονταν όλο και πιο συχνά. Η ανάγκη μου να καπνίσω ήταν έντονη και ασταμάτητη. Κοιτούσα την ώρα συχνά. Περνούσε κανονικά. Ούτε αργά ούτε γρήγορα. Έρχονταν στιγμές που κι εγώ η ίδια δεν πίστευα την τρέλα που κουβαλούσα, όπως δεν την πίστευαν και οι δικοί μου, φίλοι…και «φίλοι». Άρχισαν να μου κρατάνε συντροφιά πειραχτικά μηνύματα στο κινητό μου. «Ακόμα στο ίδιο τραίνο είσαι? Δεν πήρες το πρώτο της επιστροφής?». «Έλα ρε τι αγχώνεσαι? Σιγά! Κοίτα να το απολαύσεις και μην σκέφτεσαι το μετά». Τα δεχόμουν όλα αβίαστα και απαντούσα-δεν θυμάμαι τι- με ένα ύφος μεθυσμένης χαζομάρας.



Είχαν περάσει ήδη δυο ώρες. Άκουγα για δεύτερη φορά την «Εκπομπή» με την Ελευθερία Αρβανιτάκη και τότε κόλλησα στο «Εγώ το μέλλον νοσταλγώ». Από τότε ως και την Θεσσαλονίκη έπαιζα στο repeat. Δεν μπορούσα να διαβάσω, να κοιμηθώ, να ξεχαστώ. Κολλημένη στο σχέδιο. Νόμιζα πως θα μπορούσα να τα οργανώσω τα πάντα έτσι ώστε να αποδειχθούν όλα ευχής έργον. ΜΠΟΥΡΔΕΣ. Χιλιάδες σκέψεις κατάστρωσης σχεδίου δράσεις αποδείχθηκαν περίτρανα τεράστιες ΜΠΟΥΡΔΕΣ. Ωστόσο μου κρατούσαν καλή παρέα. Ένιωθα πως είχα τον έλεγχο αυτών που θα ακολουθήσουν κι έτσι κρατούσα το κεφάλι μου ψηλά σε σημείο που κάποιες (αν και ελάχιστες φορές) έσκαγα κι ένα χαμόγελο σιγουριάς.



«Παρακαλούνται οι επιβάτες για Θεσσαλονίκη να ετοιμάζονται για αποβίβαση».



Θεσσαλονίκη. Ο πρώτος μου σταθμός. Εύκολα τα πράγματα. Σταθμός του τραίνου-Πιάτσα των ταξί-Πρακτορείο ΚΤΕΛ. Ήξερα πως όσο κι αν γυρίσω το κεφάλι μου δεν θα σκαλώσει το μάτι σε κανέναν γνωστό. Έτσι σταμάτησα να κοιτάζω τον κόσμο. Δεν είχα και πολλή ώρα άλλωστε. Σε είκοσι λεπτά το λεωφορείο θα ξεκινούσε για τον τελευταίο μου σταθμό. Είκοσι λεπτά που πέρασαν χωρίς να το καταλάβω, παρέα με έναν ελαφρύ στομαχόπονο, μάλλον από τους καφέδες και τα τσιγάρα.



Πολύ ωραία διαδρομή, σκεφτόμουν. Και όπως διαπίστωσα με τον καιρό, πράγματι είχα δίκιο. Βέβαια, η προσμονή μου να τον φτάσω, να τον δω, έδιναν μια νότα μαγείας σε όλα. Τα χρώματα ήταν πιο ζωντανά, οι κινήσεις σε όλα ήταν πιο αρμονικές, μέχρι και την βαρύτητα ένιωθα διαφορετική. Σαν να είχε ατονήσει πολύ και όλα σχεδόν να αιωρούνταν ένα εκατοστό από το έδαφος. Και μέσα στη μαγεία, ένα άγχος που άρχισε να κυριεύει το σώμα μου με παλινδρομικές γαστροοισοφαγικές συσπάσεις. Πάλευα να το κοντρολάρω. Μάταια. Όσο πλησίαζα τόσο με πλημμύριζε ένα κοκτέιλ χαμόγελων προσμονής και μορφασμών από την στομαχική τρικυμία.



Καβάλα.



Έφτασα γρήγορα. Έτσι μου φάνηκε. Κατέβηκα από το λεωφορείο και ξαφνικά με έπιασε βιασύνη. Έπρεπε να βρω γρήγορα το ξενοδοχείο, να φτάσω στο δωμάτιο, να κλειδώσω. Πέρασα, περπατώντας γρήγορα ανάμεσα από μαγαζιά, περίπτερα, παγκάκια πλάι στη θάλασσα, γλάρους που βολτάριζαν στα πεζοδρόμια, πλανόδιους πωλητές, ταβερνάκια με καρό τραπεζομάντηλα και ευωδιά βασιλικού. Αυτά βέβαια τα είδα κάποιες μέρες αργότερα. Εκείνη την ημέρα, έβλεπα μόνο την κάθετη ταμπέλα του ξενοδοχείου την οποία, για καλή μου τύχη είχα εντοπίσει από την πρώτη στιγμή. Τρέχοντας βρέθηκα μπροστά στην γυάλινη πόρτα του ξενοδοχείου, την άνοιξα γρήγορα, έκανα ένα βήμα. Η ανακούφιση και η ασφάλεια άρχισαν να παίρνουν λίγο χώρο μέσα μου. Είχα αφήσει πίσω μου την ζέστη του απογεύματος και την πολυκοσμία μιας πόλης άγνωστης και τόσο μακρινής από την δική μου πόλη. Ανέβηκα στο δωμάτιο, άνοιξα, μπήκα, κλείδωσα. «ΤΕΛΟΣ» είπα. «Έφτασες». Είχα τρεις ώρες μπροστά μου πριν το ραντεβού μαζί του. Μπήκα στο μπάνιο, άνοιξα το νερό και άφησα για ώρα να τρέξει επάνω μου, να ξεπλύνει ότι μπορούσε, όσο περισσότερο μπορούσε. Το νερό έτρεχε κι εγώ προσπαθούσα να κατανοήσω το πώς μπορεί ένας άνθρωπος να θέλει αλλά και να μην θέλει να περάσει η ώρα, ταυτόχρονα. Δεν το κατανόησα ποτέ. Και φυσικά η ώρα πέρασε δίχως να μου δώσει λογαριασμό.



-Είμαι από κάτω. Να ανέβω?

-Φυσικά και να ανέβεις!

Κι τότε τελείωσαν και άρχισαν όλα από την αρχή, εν μέσω ζάλης και εξαφάνισης κάθε έννοιας και ορισμού του χρόνου και του τόπου. Και ακολούθησαν ώρες που δεν θυμάμαι πως πέρασαν, χωρίς καμία σειρά και ειρμό. Μόνο το ξεδίψασμα της λαχτάρας θυμάμαι κάποιες στιγμές, κι αυτό γιατί ο ήλιος που έδυε κι ανέτειλε διακριτικά από τις γρίλιες μου θύμιζε πως βρίσκομαι σε πραγματικό χώρο και χρόνο και όχι σε κατάσταση REM. Κι αν η αίσθηση της πραγματικότητας επανήλθε και κρατάει καλά εδώ και εφτά χρόνια, η ανάμνηση εκείνης της μέρας εξακολουθεί να προκαλεί ένα τρεμούλιασμα στους προσαγωγείς μου και ένα φτερούγισμα στο στήθος μου!



Εγώ το μέλλον νοσταλγώ. Εδώ, εκεί, παντού. Γιατί, αν ο Υμηττός ως τότε έμοιαζε με νησί, το Παγγαίο άρχισε να μοιάζει με τον συνδετικό κρίκο με το «παραπάνω», προς το μονοπάτι για το απόλυτα όμορφο και ιδανικό.