8/4/10

"Πικρά νυχτώνουν τα Σάββατα"











Με δυο χαλίκια και καπνό δυο χούφτες χτίσαμε τη ζωή μας.
Κι ήταν το Σάββατο το πρώτο που ανατρίχιασε το σβέρκο και τα μπράτσα σου.
Αυτό, που ίδρωσε τις παλάμες μου από βιασύνη και λαχτάρα.
Μη δεν προλάβαινα!
Κι ήταν το Σάββατο το πρώτο που θα σου χάριζα ακόμα και το πράσινο απ' τα μάτια μου αρκεί να σε ακουμπούσα μια στιγμή.

Σ' αγάπησα όπως αγαπούσε η χλόη τη δροσιά τα πρωινά του Αυγούστου!
Ακούς;

Κάναμε τρια βήματα και πέρασαν τα χρόνια.
Ξυπόλητοι και ασταθείς και μόνοι.
Και σπείραμε όνειρα γύρω και μέσα στου Σαββάτου την λαμποκοπιά.
Όνειρα από βαμβάκι και κανέλα.
Μα νύχτωσε.
Πόσο πικρά νυχτώνουν τα Σάββατα!

Και τώρα, ξημερωμένο πρωινό κάποιας Δευτέρας τα χάσαμε όλα πια.
Γίναν τα πάντα σου δικό μου τίποτα και το όλο μου, σκόνη στα παπούτσια σου.

Πέντε ακόμα νύχτες και θα ξημερώσει πάλι Σάββατο.
Το τελευταίο. Φοβάμαι πολύ και θα φοβάμαι για πάντα λίγο.
Δεν ήταν κρίμα ούτε τα χρόνια ούτε τα όνειρα.
Μα μ' έπνιξε ένα κρίμα από χθες. Να 'ναι δικό σου;
Αυτό το ίδιο κρίμα που με έπνιγε από εκείνο το πρώτο, το ζεστό Σαββάτο και που το έδιωχνα από το στέρνο μου κάθε που ανέπνεες πάνω στα χείλη μου. Μα αυτό γυρνούσε κι έκλεβε τις αχνές, ευλογημένες ρυτίδες του χαμόγελου μου. Να 'ταν δικό σου;

Τώρα η φλέβα του λαιμού μου στάζει αργά πάνω στον ώμο σου. Αργά χύνεται και κάθε απόθεμα αντοχής.

Σ 'αγαπάω.
Φεύγω κρυφά και μη με ψάξεις.
Και μη λυπάσαι αγάπη μου.
Ήταν το κρίμα που έφταιξε και μείναν τα βήματα μονά.
Να 'ναι δικό σου;
Ας είναι...

Με δυο χαλίκια και καπνό δυο χούφτες χτίσαμε τη ζωή μας.










`

0 Σχολίασαν: