19/8/13

<< ΕΦΙΑΛΤΗΣ στο δρόμο προς το ξημέρωμα >> - αληθινή ιστορία


Έχεις εδώ και καιρό αποφασίσει να μην φοβάσαι πια (!) και προκειμένου να μην λούζεσαι στο ιδρώτα κάθε καλοκαιρινό βράδυ, να κοιμάσαι με ορθάνοιχτα τα παντζούρια και τις μπαλκονόπορτες της κρεβατοκάμαρας. Μόνο μια σήτα σε χωρίζει από το πιθανό κακό με το τσεκούρι που μπορεί να κυκλοφορεί εκεί έξω.

Το κάδρο έχει ως εξής:
Μέσα στο σπίτι ο σύζυγος και η σπιτίσια γάτα σου.
Έξω από το σπίτι ο σκύλος και οι αυλίσιες γάτες σου.

2:15πμ
Ξαπλώνεις αφού έχεις κλείσει την πόρτα της κρεβατοκάμαρας και έχεις απομονώσει την σπιτίσια γάτα, να μην έρθει και γαντζωθεί στη σήτα επειδή θέλει να παίξει ή επειδή θέλει να δοκιμάσει την γεύση από αυτό το καινούργιο είδος εντόμου που βαδίζει αργά και ύπουλα πάνω στη σήτα. Διότι έτσι, η σήτα μπορεί να ανοίξει, να βγει η σπιτίσια γάτα έξω, να την χάσεις ή στην καλύτερη, να χάσεις τον ύπνο σου ψάχνοντας να την βρεις ή παρακαλώντας την να επιστρέψει μέσα.

Εκεί που γλαρώνεις αποφασίζουν οι έξω γάτες να ξυπνήσουν και να αρχίσουν το παιχνίδι. Που? Μα ακριβώς έξω από τη σήτα. Την κουτουλάνε, σκαρφαλώνουν πάνω της, παίζουν κρυφτό πίσω από τα παντζούρια, ξύνουν τα νύχια τους στα πόδια του τραπεζιού που είναι κι αυτό ακριβώς έξω από τη σήτα. Σηκώνεσαι, βάζεις μια φωνή. Αποφασίζουν με τα πολλά να πάνε να παίξουν σε άλλο σημείο της έτσι κι αλλιώς μεγάλης αυλής (η οποία βέβαια είναι πάντα η τελευταία τους επιλογή. Είναι φαν της σήτας).

3:00πμ
Ξαναγλαρώνεις. Κι εκεί που έχεις αρχίσει να τον παίρνεις ελαφρά, ο σκύλος αρχίζει και χαλάει τον κόσμο. Και όχι μόνο ο δικός σου αλλά και ο απέναντι και ο δίπλα και όλοι οι σκύλοι των δεξιά-αριστερά γειτονιών. “Σώπα αγόρι μου. Ήσυχα αγόρι μου. Σκάσε αγόρι μου. Ε βούλωσε το τέλος πάντων μη βγω έξω”. Μάταια. Βγαίνεις έξω γιατί πράγματι έχουν υπάρξει φορές όπου οι σκύλοι έχουν δίκιο, όπως τότε που ένα άλογο στις 3 τα ξημερώματα, έκοβε βόλτα πάνω-κάτω στο δρόμο, ξέμπαρκο. Αλλά πεταλωμένο. Και τακα-τακ...τακα-τα...τακα-τακ. Ψάχνεις για το άλογο. Πουθενά. Κοιτάς για κάνα σκύλο ξένο. Τίποτα. Σιχτιρίζεις και μπαίνεις και πάλι μέσα.

3:45πμ
Γλαρώνεις άλλη μια φορά όταν ένα δυνατό “ιααααουυυυυυυυυνιιιιααρρρρργγγγγγγγ” αποδεικνύεται τόσο ισχυρό που σε κάνει να πεταχτείς ένα μέτρο από το στρώμα και να ψάχνεις να βρεις αν η ψυχή σου είναι ακόμα μαζί σου ή έχει πετάξει για ψηλά. Ο σκύλος αρχίζει την κλάψα. Πρώτη σκέψη “κάποια από τις αυλίσιες γάτες έπαθε κακό!!!!”. Αυτή τη φορά βγαίνεις τρεχάλα και χωρίς σαγιονάρα. Χρησιμοποιείς ότι κάλεσμα γνωρίζεις αλλά τελικά, από τις 6 γάτες έρχονται μόνο οι 4. Αγχώνεσαι. Βάζεις με το νου σου το κακό, το πολύ κακό. Βγαίνεις στο δρόμο. Τίποτα. Πας στο επάνω δρόμο, τίποτα. Ησυχία και γάτες πουθενά, ούτε άλλο “ιααααουυυυυυυυυνιιιιααρρρρργγγγγγγγ”. Χωρίς σαγιονάρα και έχοντας πατήσει 28 χαλίκια μυτερά και έναν γυμνοσάλιαγκα, μπαίνεις στο σπίτι με μια κούραση μεγάλη και μια θλίψη βαθιά, πλένεις τα πόδια σου, ξανά ξαπλώνεις.

4:30πμ
Σε έχει πάρει ο ύπνος για τα καλά όταν η σπιτίσια γάτα (και με το δίκιο της δηλαδή (!)) είναι έξω από την πόρτα του δωματίου. Έχει ξυπνήσει πριν της ώρας της, έχει εκνευριστεί με τα τόσα μπες-βγες σου και έχει αποφασίσει να σε κάνει να πληρώσεις. “Ουαουάααααααου... Ουαουάααααααου... Ουαουάααααααου” ασταμάτητα, αποφασισμένη να σε κάνει να σηκωθείς. Σηκώνεσαι. Ανοίγεις την πόρτα, εισπράττεις μια νυχιά. Ψυχραιμία. Της βάζεις φαγητό, την χαϊδεύεις, εισπράττεις την δεύτερη. Ανάβεις τσιγάρο. Κυλάει ένα δάκρυ, από αυτό το “τι χρωστάω??” Οδηγείσαι έρμαιο από μια ανεξήγητη δύναμη στο ψυγείο. Ανοίγεις την κατσαρόλα. Χτυπάς δυο σουτζουκάκια σμυρναίικα αμάσητα. Αμάσητο και το τρίτο. Ξανα-μανα-ξαπλώνεις.

5:15πμ
...που να σε πιάσει ύπνος? Η πάπρικα στα σουτζουκάκια, θάνατος τέτοια ώρα. Αρχίζει η καούρα και είσαι πλέον βέβαιος πως έχεις φάει μούντζα χοντρή, σου έχουν κάνει μάγια, σε έχουν καταραστεί...Παίρνεις το μαξιλάρι σου και αλλάζεις δωμάτιο. Πας στο άλλο, αυτό που έχει μόνο παράθυρο και βλέπει στην πίσω αυλή. Που ούτε οι γάτες πάνε τη νύχτα (όσο νύχτα εχει μείνει δηλαδή), ούτε ο σκύλος...Κλείνεις την πόρτα. Ζέστη. Στα καθιστά στο κρεβάτι γιατί με την ξάπλα η καούρα σε κάνει να νιώθεις φλαμπέ, αρχίζεις να βυθίζεσαι σιγά σιγά παρότι μούσκεμα.

6:15
-Τασούλα?
-...
-Τασούλαα?
-...
-Τασούλααα?
-...
-Τασούλααααα?
-...
-Τασούλααααα?
-...
-Τασούλααααααα?
-...
-Τασούλαααααααα?
-...
-Τασούλααααααααα?
-...
-Τασούλαααααααααα?
-...
-Τασούλααααααααααα?
-...
-Τασούλαααααααααααα?
-...
-Τασούλααααααααααααα?
-...
Γουρλώνεις τα μάτια. Αναμένεις με τρελή αγωνία να ακούσεις την απόκριση της Τασούλας που μάταια ο κυρ Πέτρος ο άντρας της την ψάχνει. Η Τασούλα πουθενά και ο κυρ Πέτρος ακούραστος στην αυλή του (παραπίσω από την δική μας πίσω αυλή) δεν παρατάει την προσπάθεια. Παρακολουθείς εγκεφαλικά την αναζήτηση της Τασούλας με κομμένη την ανάσα, αναμένοντας για το πολυπόθητο “Ναι Πέτρο?” το οποίο δεν έρχεται ποτέ. Είσαι μεταξύ κουζινομάχαιρου ή σφυριού, να πας να το τελειώσεις το θέμα μια κι έξω. Για λίγο επικρατεί η λογική και παραμένεις στο κρεβάτι. Μια λάμπα εξ ουρανού και ως εκ θαύματος ανάβει πάνω από το κεφάλι σου σαν φωτοστέφανο και αποφασίζεις να βρεις τις ωτοασπίδες σου. Συρτάρια, κουτάκια, κασελάκια, μπαουλάκια, ραφάκια κάτω από το κρεβάτι, πίσω απ' το κρεβάτι...Τις βρίσκεις στο καλαθάκι του μπάνιου. Τις στρίβεις γερά. Τις χώνεις όσο πιο μέσα γίνεται. Ξαπλώνεις. Ααααααααααααχ!!! Αυτό είναι!!!

7:00πμ
Κάτι σε ενοχλεί. Σε ενοχλεί αφάνταστα. Στριφογυρνάς. Παθαίνεις δυσφορία. Ανοίγεις τα μάτια και τι να δεις? Ξημέρωσε και όλο αυτό το φως έχει πέσει πάνω σου, σου τρυπάει τα μάτια, τον εγκέφαλο, τη σπλήνα, την ψυχή σου. Οι σφυγμοί αριθμός 3ψήφιος που ξεκινάει από τον αριθμό 2. “Σήμερα θα πεθάνω” σκέφτεσαι. “Ή μήπως έχω πεθάνει από χθες βράδυ και είμαι στην κόλαση” συνεχίζεις να σκέφτεσαι. Σηκώνεσαι. Φτιάχνεις καφέ. Ανάβεις τσιγάρο. Αυτό ήταν. Πάει, πέρασε άλλο ένα εφιαλτικό καλοκαιρινό βράδυ...Και ήρθε κι άλλο.
ΔΕΝ ΘΑ ΑΝΤΕΞΩ...(το νιώθω να μου 'ρχεται). Κουκουβάγια σου λέει μετά...

0 Σχολίασαν: