24/8/13

Ήθελα απλώς...

Θυμάμαι όταν ήμουν παιδί, που λάτρευα να με αφήνουν να κάνω αυτό που ήθελα, την ώρα που το ήθελα, με τον τρόπο που ήθελα. Αυτό συνήθως δεν ήταν τίποτα παραπάνω από το να φέρω ένα πληγωμένο σπουργίτι στο σπίτι να το περιθάλψω (το φινάλε ήταν πάντα το ίδιο, με κλάματα και θρήνο για το νεκρό πουλί), ή να παλεύω για ώρες με τον φίλο μου τον Γιώργο να στήσουμε στίβο για τις χελώνες του διπλανού οικοπέδου (άχτιστο τότε), χωρίς να με μαλώνουν ή να με κοροϊδεύουν “ε τι κάνετε τώρα μωρέ...οι χελώνες είναι βρώμικες, θα κολλήσετε τίποτα!”. Ή να παω για ποδήλατο σε έναν δρόμο άγνωστο, μυστηριώδη και τρομακτικό, ο οποίος δεν ήταν άλλος από κάποιον ακριβώς πίσω από την πολυκατοικία, που κανέναν κίνδυνο τελικά δεν είχε. Να, κάτι τέτοια ήταν αυτά που ήθελα και αγαπούσα. Κάποιες φορές τα κατάφερνα, κάποιες άλλες, υπερίσχυε το επιχείρημα των γονιών.
Όχι γιατί δεν έφαγες όλο το πρωινό σου
Όχι γιατί θα λερωθείς
Όχι γιατί θα χτυπήσεις
Όχι γιατί κάνει κρύο
Όχι γιατί κάνει ζέστη
Όχι γιατί σε λίγο θα έρθει κόσμος...
Ήθελα να τα κάνω χωρίς να με νοιάζει αν έχω φάει, αν είναι Χριστούγεννα, αν φοράω τα κατάλληλα ρούχα, αν η ώρα είναι περασμένη. Ήθελα απλώς. Ήθελα πολλά. Ότι μπορούσα ήθελα.
Τώρα μεγάλωσα.
Τώρα όμως μπορώ πολύ λιγότερα. Αλλά και πάλι θέλω.
Και είναι σχεδόν το ίδιο απλά και ανθρώπινα με εκείνα, τότε.
Αυτή τη φορά όμως τους κανόνες και τα “μη” δεν τα βάζουν οι γονείς αλλά αυτό το τερατώδες πλην χρήσιμο αλλά πολλές φορές μπερδεμένο και παρεξηγημένο πράγμα που λέμε κοινωνία.


Είμαι κι εγώ γενικά άνθρωπος τον κανόνων, έχοντας καταλάβει πλέον πως κάποιοι από αυτούς, στον σωστό χρόνο και με την σωστή εφαρμογή, είναι πράγματι χρήσιμοι. Κάποιοι άλλοι όμως? Και φτάνω τώρα, περπατώντας πάνω στην τρίτη δεκαετία μου να νιώθω περισσότερο καταπιεσμένη από ποτέ. Και μου θυμώνω. Και τσούζει η μύτη και τα μάτια και λεω “όχι βλάκα, μην κλάψεις πάλι γελοία!!”. Και ξεροβήχω τάχα μου αδιάφορα να φύγει ο κόμπος από το λαιμό μου, μη με πάρει και κάνα μάτι και αρχίσουν τα “τι έχεις” και τα “τι έγινε” που σιχαίνομαι. Και νιώθω ψυχικά άρρωστη και άνθρωπος αδύναμος. Και κλείνομαι σε ένα δωμάτιο με τα παράθυρα κλειστά, να κρυφτώ όσο καλύτερα γίνεται από όλα αυτά που θέλω. Γιατί δεν τολμάω να τα κάνω. Γιατί δεν πληρούν τις προϋποθέσεις. Γιατί δεν αντέχω τις πλάγιες ματιές πάνω μου, ούτε τους ψιθύρους που με αφορούν. Και δεν τολμάω να πω “αντε και γαμηθείτε ρε” και ξανακλείνομαι σε ένα δωμάτιο. Ενω τι ήθελα?


Ήθελα να πάω για καφέ χωρίς να κάνω αποτρίχωση. Εκεί, με το μουστάκι κάτω από τη μύτη το οποίο στο κάτω κάτω δεν είναι και σαν του Καραΐσκάκη. Και είναι και δικό μου, χωρίς να το επιλέξω.
Ήθελα να βγω με την παρέα μου χωρίς να πρέπει να αγχωθώ για το τι θα φορέσω και για το αν τα μαλλιά μου είναι σαν της τρελής.
Ήθελα να καθίσουμε μαζί σε ένα τραπέζι, χωρίς να μιλάμε. Έτσι, μόνο για παρέα.
Ήθελα να πάω στην Αθήνα να δω τους δικούς μου, αλλά μόνο αυτούς και όχι μαλακισμένες θείες και ξαδέλφια.
Ήθελα να σε πάρω τηλέφωνο και να σε βρίσω για όλες τις μαλακίες που έχεις κάνει.
Ήθελα να σου ζητήσω συγγνώμη για διάφορα, χωρίς να μου μιλάς. Χωρίς να μου μιλήσεις ποτέ γι αυτό.
Ήθελα να μπω στη θάλασσα με τα παπούτσια κι ας γελάνε.
Ήθελα να αγκαλιάζω τις γάτες μου και να τις νταχτιρντίζω χωρίς να ντρέπομαι τον γείτονα.
Ήθελα να κάνω κουτρουβάλες στην αυλή μέρα μεσημέρι, κι ας περνάνε άνθρωποι στο δρόμο. Κι ας είμαι 37.
Ήθελα να σου πω πως ξέρω οτι μου εχεις πει ψέμματα και να μην κινδυνεύω να σε χάσω.
Ήθελα να σου πω οτι ναι, σου είπα ψέμματα.
Ήθελα για μια εβδομάδα να κάνω αυτό που θέλω, όπως και όταν το θέλω, χωρίς να κινδυνεύω να μείνω μόνη μου, εξ αιτίας τους. Χωρίς τα επιχειρήματα και τους κανόνες αυτής της ηλίθιας πλευράς της κοινωνίας, με το “όχι” και τα “μη”, με τρόμο απέναντι σε κάθε “θέλω” που δεν εναρμονίζεται με εποχές, ηλικίες, ωράρια, σχέσεις, υποχρεώσεις. Που δεν ταυτίζεται με τα περιποιημένα νύχια, τα σεμνά λόγια, την κάλυψη των κακώς κειμένων. Χωρίς το βουλωμένο στόμα προκειμένου να κερδίσω κάτι και κυρίως να μην χάσω κάτι άλλο.

Γίνεται?
Φοβάμαι πω δεν θα μάθω ποτέ.

0 Σχολίασαν: