14/1/17

Ο Άγιος Βασίλης και το τραπεζάκι





Δεκέμβριος 1981
.
..ήταν μοναχοπαίδι. Με τα καλά του αλλά και με τα άσχημά του. Όχι οτι είχε κακομάθει, κάθε άλλο. Τα άσχημα ήταν αυτή η υπερβολική ησυχία στο σπίτι και οι ατελείωτες ώρες παιδικής μοναξιάς. Ο αδελφός που δεν υπήρχε να τσακωθούν, η αδελφή που δεν υπήρχε να διαφωνήσουν. Αλλά και να αγαπηθούν όλοι μαζί εκείνο βράδυ που ο τεράστιος μπαμπούλας ήταν κρυμμένος στην ντουλάπα και κανείς δεν την πίστευε! Από την άλλη, η μικρή αυτή πίστευε εύκολα σχεδόν τα πάντα. Θα ήταν αδύνατον λοιπόν να μην πιστεύει στον ερχομό του Άγιου Βασίλη. Φυσικά και ερχόταν! Έτσι, κάθε που στο κρεμαστό ημερολόγιο της κουζίνας εμφανιζόταν ο μήνας που ξεκινούσε με το γράμμα-τριγωνάκι για τα κάλαντα, η μικρή ζούσε και για τη στιγμή που επιτέλους θα συναντούσε αυτόν τον καλοκάγαθο παππού, που ποτέ δεν την ξεχνούσε τέτοιες μέρες.
Εκείνη την χρονιά, πεντάχρονη πια μαθήτρια του νηπιαγωγείου είχε ζητήσει ένα τραπεζάκι. Είχε σκίσει ένα μεγάλο κομμάτι χαρτί από το μπλοκ ζωγραφικής και με τον χοντρό της, κόκκινο μαρκαδόρο αντέγραψε από το τετράδιο της μαμάς της αυτά που της είχε υπαγορεύσει λίγο πριν, μιας και η μικρή δεν ήξερε ακόμα να γράφει. Τεράστια γράμματα χόρευαν ατσούμπαλα επάνω στο χαρτί και με παιδική ευγένεια, αφέλεια μα και σοβαρότητα, διαβεβαίωναν τον Άγιο Βασίλη πως την χρονιά που πέρασε, η μικρή ήταν καλή και ήσυχη και γι αυτό, αν μπορούσε, θα ήθελε να της φέρει το κατά δικό της τραπεζάκι.
-Μα τραπεζάκι; Κι αν δεν μπορέσει να το κουβαλήσει ο Άγιος Βασίλης; ... της είχε πει η μαμά της. Εκείνη όμως επέμενε και αποφάσισε να το ρισκάρει. Ένιωθε πως μεγάλωσε πια και χρειαζόταν τον κατά δικό της χώρο να απλώνει τις πλαστελίνες της και της ξυλομπογιές της. Το τραπέζι της κουζίνας δεν τη βόλευε πια. Ενώ αν είχε το κατά δικό της τραπεζάκι, δεν θα μπορούσε κανείς να την διακόψει γιατί έπρεπε να στρωθεί το τραπέζι για φαγητό ή γιατί έπρεπε να αλλαχτεί το τραπεζομάντηλο.

Οι μέρες περνούσαν και η ανυπομονησία μεγάλωνε. Η μικρή στεκόταν κάθε μέρα στη μέση του δωματίου της με την καταπράσινη μοκέτα και έκανε σχέδια για το που θα μπορούσε να μπει το τραπεζάκι της. Και μετά, στεκόταν με τις ώρες μπρος στο παράθυρο και κοιτούσε τον ουρανό. Θα ήταν τετράγωνο ή μήπως στρογγυλό? Είχε σταματήσει πια να κάθεται στο τραπέζι της κουζίνας και στο μικρό της μυαλουδάκι είχαν στριμωχτεί εκατοντάδες ζωγραφιές αλλά και σχέδια με το παιδικό ψηφιδωτό της και τις πλαστελίνες της, που και αυτά όπως και η ίδια περίμεναν με αγωνία να ξεδιπλωθούν στο καινούριο τραπεζάκι!
Στην γειτονιά τους, ο Άγιος Βασίλης ερχότανε το βράδυ της παραμονής της Πρωτοχρονιάς και όχι τα Χριστούγεννα. Δεν προλάβαινε. Αυτό ήταν και καλό και κακό. Από τη μια ο Άγιος Βασίλης θα είχε ήδη μοιράσει τα μισά του δώρα οπότε ίσως να ήταν πιο εύκολο να της φέρει και το δικό της με την δεύτερη δόση, από την άλλη, αν ήταν πια πολύ κουρασμένος? Αν πράγματι η μαμά της είχε δίκιο και ο Άγιος Βασίλης, όσο και να ήθελε, δεν θα μπορούσε να κουβαλήσει το τραπεζάκι? Δεν έμενε παρά να περιμένει...
Όταν η μεγάλη μέρα έφτασε, η μικρή πετάχτηκε από το κρεβάτι, άνοιξε τη χρματιστή κουρτίνα της. Δεν έβρεχε, ούτε χιόνιζε. Δεν είχε καν σύννεφα. Ήταν μια όμορφη, λαμπερή, χειμωνιάτικη μέρα και όλα συνωμοτούσαν ώστε να βγει η ευχή της αληθινή. Οι ουράνιοι δρόμοι ήταν ανοιχτοί κι έτσι ο Άγιος Βασίλης ούτε θα χανόταν, ούτε θα δυσκολευόταν να βρει το σπίτι τους. Χαμογέλασε και πολλά μικρά, φτερωτά ζουζούνια πεταλούδισαν στο μικροσκοπικό της στήθος από χαρά. Όταν πια ήρθε το βράδυ και η ώρα πλησίαζε, στεκόταν σιωπηλή μπροστά στο παράθυρο του δωματίου της, μήπως και τον δει κάπου, σε κάποιο απέναντι ή διπλανό σπίτι. Ήξερε πως ήταν δύσκολο να τον δει όταν θα ερχόταν στο δικό τους σπίτι, γι αυτό περίμενε στα σκοτεινά και πολύ ήσυχα μήπως και πάρει το μάτι της έστω την άσπρη φούντα του σκούφου του, κάπου εκεί έξω, στον φωτισμένο δρόμο. Η μαμά της μπήκε στο δωμάτιο χωρίς να ανοίξει το φως και αγκάλιασε την μικρή που είχε κολλήσει το πρόσωπο της στο τζάμι. Ο μπαμπάς, όπως κάθε χρόνο έτσι και τότε, στάθηκε μπρος στον πίνακα με τους διακόπτες και μετρώντας αντίστροφα από το δέκα, έκλεισε το ρεύμα να υποδεχτούν τον νέο χρόνο αλλά και να δώσουν την ευκαιρία στο Άγιο Βασίλη να φέρει το δώρο της. 

Το σπίτι μύριζε φρεσκοψημένο κρέας αλλά και κανέλα από τα μπισκότα της μαμάς. Και είχε ζέστη. Και ήταν όλα όμορφα και ήρεμα. “Καλή χρονιά!!” Φώναξαν οι γονείς της και με μιας ο μπαμπάς την άρπαξε και άρχισε να την στριφογυρίζει γελώντας στο παιδικό της δωμάτιο, στο οποίο η μικρή, εδώ και μέρες είχε παραμερίσει τα πάντα για να κάνει χώρο για το τραπεζάκι. Το μεγάλο καλάθι με τα παιχνίδια, το ξύλινο “ντεντένι” της... Όλα στοιβαγμένα πίσω από την πόρτα. “Μπαμπά άνοιξε τα φώτα!!”. Αμηχανία. Με γουρλωμένα μάτια η μικρή κοιτούσε τριγύρω στο δωμάτιο. Το τραπεζάκι πουθενά. Το βλέμμα της κόλλησε στο πάτωμα. Για κάποια δευτερόλεπτα έμειναν όλοι σιωπηλοί. Ωσπου η μικρή είπε ψιθυρίζοντας με τρεμουλιαστή φωνή “τελικά δεν μπόρεσε να το κουβαλήσει, ε μαμά;”. Και τότε ο μπαμπάς της λιγωμένος της είπε πως αν ερχόταν ο Άγιος Βασίλης να αφήσει το τραπεζάκι στο δωμάτιο, θα τον έβλεπαν. Κι αυτό δεν θα ήταν σωστό! Ήταν λάθος, της είπε, που περίμεναν στο δωμάτιο. Και ήταν σίγουρος πως ο Άγιος Βασίλης θα βρήκε άλλο μέρος να το αφήσει. Και με μιας ανοίγει την μπαλκονόπορτα, βγαίνει στην βεράντα και πριν η μικρή καταλάβει, ο μπαμπάς αγκαλιά με το τραπεζάκι μπαίνει χοροπηδώντας στο δωμάτιο. “Να το!! Το έφερε!! Δεν σου το έλεγα εγώ; Να το !!” Η μικρή σάστισε. Έμεινε ακίνητη για λίγο και μετά έτρεξε έξω στην βεράντα να τον προλάβει, να τον δει έστω να φεύγει και να του φωνάξει πόσο πολύ τον αγαπάει. Αλλά δεν τον πρόλαβε ούτε φέτος. Μπήκε στο δωμάτιο αργά και αμίλητα. Πλησίασε το τραπεζάκι και κάθισε στα γόνατα δίπλα του. Ο Άγιος Βασίλης δεν είχε φέρει καρέκλα. Είχαν γίνει όλα τόσο γρήγορα και η μικρή ήταν τόσο μπερδεμένη. Από την μια η αγωνία που αρχικά δεν είχε δει το τραπεζάκι στο δωμάτιο, από την άλλη που δεν πρόλαβε να του πει μια κουβέντα και στη μια μεριά του δωματίου, το κατά δικό της τραπεζάκι! Πολλά μαζεμένα για ένα τόσο δα μικρό μυαλουδάκι. Και πως να τα διαχειριστεί όλα αυτά τόσο γρήγορα;


Από εκείνο το βράδυ, το τραπεζάκι αυτό έγινε ο καλύτερός της φίλος που την συντρόφευε καθημερινά για πολλές ώρες. Άσπρο, ξύλινο, στρογγυλό με μικρά ποδαράκια. Ήταν το ωραιότερο τραπεζάκι του κόσμου, φτιαγμένο αποκλειστικά για εκείνη. Το “κατά δικό της τραπεζάκι” ήταν αυτό που για τα επόμενα δυο χρόνια θα στήριζε με σιγουριά και σταθερότητα όλες τις ζωγραφιές της με τους χαμογελαστούς ήλιους και τις κυματιστές θάλασσες. Τα ανθρωπάκια χωρίς ρούχα από χρωματιστές πλαστελίνες και τις πρώτες της λέξεις σε εκείνο το τετράδιο το αγαπημένο, που επάνω είχε χώρο για ζωγραφιές και κάτω για γράμματα. Το “κατά δικό της τραπεζάκι” που μέχρι και σήμερα, μεγάλη πια, σκέφτεται συγκινημένη και με νοσταλγία, όχι τόσο για την ομορφιά που είχε σαν έπιπλο αλλά για τα όνειρα που έχτισε επάνω του, πάνω στα μικροσκοπικά, κοντά, ξύλινα ποδαράκια του..

0 Σχολίασαν: